Όπως κάθε τι, έτσι και η θεωρία δεν ορίζεται αρνητικά, ως προς αυτό που δεν είναι, ως απλά αντίθετη, για παράδειγμα, στη σκοτεινή πραγματικότητα και στην τυφλή πράξη. Αν ήταν περιορισμένη στην άρνηση ή στην αντίθεση της προς τη σκοτεινή ή α-θεώρητη πραγματικότητα, δεν θα μπορούσε να της ξεφύγει και να οριστεί θετικά, αφού, οριζόμενη αρνητικά από την πραγματικότητα θα εξαρτιόταν πάντα από αυτήν και έτσι δεν θα μπορούσε να μας δείξει άλλον δρόμο πέραν αυτής. Η θεωρία για να είναι θεωρία πρέπει να ορίζεται θετικά ως προς αυτό που είναι και αυτό βρίσκεται πέραν αυτής, έγκειται στα όρια της, σε αυτό που ολοκληρώνει τον ορισμό της ως λογική συγκρότηση, ήτοι στην ένωση της με τον Λόγο. Επειδή η θεωρία πρέπει εξ ορισμού να αναφέρεται στον Λόγο Αυτού για να ορίζεται ως καθαρή θεωρία, βάσει αυτής της καθοριστικής της Αρχής πρέπει να συστηματοποιεί τις πρωτ-αρχικές της έννοιες (τις πρώτες σε αναφορά προς την Αρχή της) σε πρωτ-αρχικές κατηγορίες και προτάσεις που να ερμηνεύουν την πραγματικότητα φωτίζοντας την και να ωθούν την πράξη στην πραγματο-ποίηση, πέραν των μηχανικών ή εξαναγκασμένων κινήσεων του σώματος μας.
Οι ελεύθερες, μη μηχανικές κινήσεις μας οργανώνονται σε πράξη πάντα από μια θεωρία. Αν κατευθυνόμαστε λάθος είναι γιατί θεωρούμε λάθος, κι αν βαδίζουμε σωστά είναι γιατί βλέπουμε σωστά. Η θεωρία προηγείται της πράξης εκ της φύσεως της, διότι όντας αποδεσμευμένη από την ύλη και τον χώρο, αντίθετα με την πράξη, μπορεί να αναχθεί από το μέρος στο όλον και από τη στιγμή στον χρόνο, ώστε να δείξει τα περάσματα και τις συνδέσεις που μπορούν να μας οδηγήσουν στον σωστό δρόμο, τον οποίο θα χάσουμε αν έχουμε λάθος θεωρία, δηλαδή μια θεωρία που δεν θεωρεί καθαρά και δεν λειτουργεί θετικά ως προς αυτό που είναι, αλλά υποκρίνεται ότι είναι θεωρία, ενώ δεν είναι και έτσι μπορεί να μας παραπλανά.
Η καθαρή θεωρία εστιάζει το βλέμμα της σε Αυτό, προσηλώνεται στη θέαση του γιατί είναι ερωτευμένη με τον Λόγο του, που την ξεπερνά και τη γοητεύει με την ασύλληπτη σοφία του και το α-θεώρητο απόλυτο του, που την κάνει πιστή ερωμένη του, αν και ξέρει ότι ποτέ δεν θα μπορέσει να το κατακτήσει κατηγορηματικά, αλλά μόνο να σχετιστεί μαζί του ερω(τημα)τικά. Δεν είναι μια νάρκισσος θεωρία, ερωτευμένη με τον εαυτό της, ούτε είναι έμμισθη εταίρα κανενός για να φυτοζωεί στην υπηρεσία του. Αν κάποιοι την υποβιβάζουν σε τέτοιους ρόλους, το κάνουν ενάντια στη φύση της. Φυσιολογικά, είναι το ανώτατο διανόημα μας και σηματοδοτεί την αναφορά μας, ως έλλογα όντα, στον Λόγο της ύπαρξης μας.
Η καθαρή θεωρία μάς άγει στα όρια μας και μας φέρνει σε επαφή με Αυτό ανοίγοντας περάσματα στον Λόγο του και πρόσβαση στη σοφία του για να ερμηνεύσουμε σωστά και να πράξουμε ορθά, ώστε να εκπληρωθούμε. Εφόσον η ερμηνεία και η πράξη την ακολουθούν με συνέπεια, ωθούν την πραγματικότητα πέρα από τα όποια κλειστά και αυτό-αναφορικά υποσυστήματα τη συγκροτούν, συγκρατώντας την συνάμα σε μια κατάσταση έλλειψης, διότι παρουσιάζουν τον ελλιπή εαυτό τους ως το πλήρες στο οποίο αναφερόμενοι μπορούμε να εκπληρωθούμε, ενώ πλήρες είναι μόνο Αυτό, το πέρα από εμάς, στο οποίο μόνο αν ανοιχτούμε θεωρητικά μετέχουμε της πληρότητας του. Μόνο η θεωρία που αναφέρεται καθαρά σε Αυτό και σε τίποτε λιγότερο και μερικότερο της ολότητας του, μπορεί να συλλάβει το γενικό που πρέπει να ακολουθούν οι επιμέρους πράξεις μας, για να προαχθεί η πραγματικότητα μας εν Αυτώ.
Αν και η καθαρά γενική θεωρία μπορεί να παρακινείται από την εμπειρία της πραγματικότητας, δεν μένει ποτέ σε αυτήν, αλλά αναζητεί την ολοκλήρωση της πέραν αυτής. Μπορεί να ξεκινάει από την ερμηνεία της επιμέρους πραγματικότητας βάσει των πρωταρχικών της εννοιών (ως καθαρών διανοημάτων τής φυσικής σκέψης του ανθρώπου), αλλά, μετά, συνθέτει εξ αυτών και της εμπειρίας της ανώτερες συλλήψεις και πρωταρχικές κατηγορίες αναφερόμενη καθαρά σε Αυτό, βάσει των οποίων στη συνέχεια προάγει την ερμηνεία και την πράξη φανερώνοντας τες τους απώτερους λόγους των πραγμάτων. Ο φυσικός της ρόλος, αν και καθαρά ηγετικός, δεν είναι καθόλου ηγεμονικός, διότι λειτουργώντας φυσιολογικά η ίδια, άγει την πράξη στο πέραν αυτής, σε Αυτό, στο οποίο αναφέρεται κι αυτή· δεν υποτάσσει την πράξη στον εαυτό της αυτοαναφερόμενη ναρκισσιστικά και διαστρέφοντας τη φυσική ηγετικότητα της σε αρρωστημένο ηγεμονισμό.
Η θεωρία, σχετιζόμενη τόσο στενά και άμεσα με την πράξη, είναι πράξη αφ’ εαυτής και, ανάλογα, η πράξη είναι θεωρία. Συγχρονίζοντας θεωρία και πράξη προχωράμε τόσο όσο βλέπουμε και βλέπουμε όσο προχωράμε. Καμία υπερπήδηση αυτής της σχέσης δεν μπορεί να μας χαρίσει το φως εξ αποκαλύψεως ή τη λύτρωση εκ θαύματος. Επειδή Αυτό δεν κατοικεί εκτός των πραγμάτων, μόνο ερμηνεύοντας την πραγματικότητα μπορούμε να εμβαθύνουμε τις γνώσεις μας στην ουσία Αυτού και υποθέτοντας τον Λόγο του να θέσουμε τους κανόνες βάσει των οποίων να κινηθούμε σωστά. Στρέφοντας την προσοχή μας στην πραγματικότητα μπορούμε να διακρίνουμε σε τι συνίσταται η ενόχληση μας από αυτήν, η οποία μπορεί να είναι τόση, ώστε πολλοί να θέλουν να αποδράσουν εκτός της και να βρουν καταφύγιο στην αγκαλιά ενός ά-τοπου «θεού», ενώ αυτός, ως Αυτό, βρίσκεται εδώ και τώρα, όντας η ίδια η πραγματικότητα.
Οι ελεύθερες, μη μηχανικές κινήσεις μας οργανώνονται σε πράξη πάντα από μια θεωρία. Αν κατευθυνόμαστε λάθος είναι γιατί θεωρούμε λάθος, κι αν βαδίζουμε σωστά είναι γιατί βλέπουμε σωστά. Η θεωρία προηγείται της πράξης εκ της φύσεως της, διότι όντας αποδεσμευμένη από την ύλη και τον χώρο, αντίθετα με την πράξη, μπορεί να αναχθεί από το μέρος στο όλον και από τη στιγμή στον χρόνο, ώστε να δείξει τα περάσματα και τις συνδέσεις που μπορούν να μας οδηγήσουν στον σωστό δρόμο, τον οποίο θα χάσουμε αν έχουμε λάθος θεωρία, δηλαδή μια θεωρία που δεν θεωρεί καθαρά και δεν λειτουργεί θετικά ως προς αυτό που είναι, αλλά υποκρίνεται ότι είναι θεωρία, ενώ δεν είναι και έτσι μπορεί να μας παραπλανά.
Η καθαρή θεωρία εστιάζει το βλέμμα της σε Αυτό, προσηλώνεται στη θέαση του γιατί είναι ερωτευμένη με τον Λόγο του, που την ξεπερνά και τη γοητεύει με την ασύλληπτη σοφία του και το α-θεώρητο απόλυτο του, που την κάνει πιστή ερωμένη του, αν και ξέρει ότι ποτέ δεν θα μπορέσει να το κατακτήσει κατηγορηματικά, αλλά μόνο να σχετιστεί μαζί του ερω(τημα)τικά. Δεν είναι μια νάρκισσος θεωρία, ερωτευμένη με τον εαυτό της, ούτε είναι έμμισθη εταίρα κανενός για να φυτοζωεί στην υπηρεσία του. Αν κάποιοι την υποβιβάζουν σε τέτοιους ρόλους, το κάνουν ενάντια στη φύση της. Φυσιολογικά, είναι το ανώτατο διανόημα μας και σηματοδοτεί την αναφορά μας, ως έλλογα όντα, στον Λόγο της ύπαρξης μας.
Η καθαρή θεωρία μάς άγει στα όρια μας και μας φέρνει σε επαφή με Αυτό ανοίγοντας περάσματα στον Λόγο του και πρόσβαση στη σοφία του για να ερμηνεύσουμε σωστά και να πράξουμε ορθά, ώστε να εκπληρωθούμε. Εφόσον η ερμηνεία και η πράξη την ακολουθούν με συνέπεια, ωθούν την πραγματικότητα πέρα από τα όποια κλειστά και αυτό-αναφορικά υποσυστήματα τη συγκροτούν, συγκρατώντας την συνάμα σε μια κατάσταση έλλειψης, διότι παρουσιάζουν τον ελλιπή εαυτό τους ως το πλήρες στο οποίο αναφερόμενοι μπορούμε να εκπληρωθούμε, ενώ πλήρες είναι μόνο Αυτό, το πέρα από εμάς, στο οποίο μόνο αν ανοιχτούμε θεωρητικά μετέχουμε της πληρότητας του. Μόνο η θεωρία που αναφέρεται καθαρά σε Αυτό και σε τίποτε λιγότερο και μερικότερο της ολότητας του, μπορεί να συλλάβει το γενικό που πρέπει να ακολουθούν οι επιμέρους πράξεις μας, για να προαχθεί η πραγματικότητα μας εν Αυτώ.
Αν και η καθαρά γενική θεωρία μπορεί να παρακινείται από την εμπειρία της πραγματικότητας, δεν μένει ποτέ σε αυτήν, αλλά αναζητεί την ολοκλήρωση της πέραν αυτής. Μπορεί να ξεκινάει από την ερμηνεία της επιμέρους πραγματικότητας βάσει των πρωταρχικών της εννοιών (ως καθαρών διανοημάτων τής φυσικής σκέψης του ανθρώπου), αλλά, μετά, συνθέτει εξ αυτών και της εμπειρίας της ανώτερες συλλήψεις και πρωταρχικές κατηγορίες αναφερόμενη καθαρά σε Αυτό, βάσει των οποίων στη συνέχεια προάγει την ερμηνεία και την πράξη φανερώνοντας τες τους απώτερους λόγους των πραγμάτων. Ο φυσικός της ρόλος, αν και καθαρά ηγετικός, δεν είναι καθόλου ηγεμονικός, διότι λειτουργώντας φυσιολογικά η ίδια, άγει την πράξη στο πέραν αυτής, σε Αυτό, στο οποίο αναφέρεται κι αυτή· δεν υποτάσσει την πράξη στον εαυτό της αυτοαναφερόμενη ναρκισσιστικά και διαστρέφοντας τη φυσική ηγετικότητα της σε αρρωστημένο ηγεμονισμό.
Η θεωρία, σχετιζόμενη τόσο στενά και άμεσα με την πράξη, είναι πράξη αφ’ εαυτής και, ανάλογα, η πράξη είναι θεωρία. Συγχρονίζοντας θεωρία και πράξη προχωράμε τόσο όσο βλέπουμε και βλέπουμε όσο προχωράμε. Καμία υπερπήδηση αυτής της σχέσης δεν μπορεί να μας χαρίσει το φως εξ αποκαλύψεως ή τη λύτρωση εκ θαύματος. Επειδή Αυτό δεν κατοικεί εκτός των πραγμάτων, μόνο ερμηνεύοντας την πραγματικότητα μπορούμε να εμβαθύνουμε τις γνώσεις μας στην ουσία Αυτού και υποθέτοντας τον Λόγο του να θέσουμε τους κανόνες βάσει των οποίων να κινηθούμε σωστά. Στρέφοντας την προσοχή μας στην πραγματικότητα μπορούμε να διακρίνουμε σε τι συνίσταται η ενόχληση μας από αυτήν, η οποία μπορεί να είναι τόση, ώστε πολλοί να θέλουν να αποδράσουν εκτός της και να βρουν καταφύγιο στην αγκαλιά ενός ά-τοπου «θεού», ενώ αυτός, ως Αυτό, βρίσκεται εδώ και τώρα, όντας η ίδια η πραγματικότητα.
No comments:
Post a Comment