Thursday, August 10, 2006

[11]

Η επιθυμία είναι το πρώτο βήμα του γίγνεσθαι μας. Χωρίς αυτήν μένουμε στάσιμοι σε ένα καθεστώς ανάγκης. Μόνο η επιθυμία μπορεί να μας κινητοποιήσει προσανατολίζοντας τη βούληση μας προς το αντικείμενο της φαντασίας της. Αρκεί βέβαια να είναι σταθερά προσανατολισμένη σε αυτό, με το οποίο η συνάντηση παράγει εκείνο το τρίτο που ευχόμαστε, και να μη σκορπίζεται καθ’ οδόν. Για αυτό, το αμέσως επόμενο που χρειάζεται η επιθυμία είναι η δέσμευση μας σε αυτήν, εφόσον αυτή βέβαια άπτεται μιας απώτερης μας ευχής, ενώ, χρειάζεται να δεσμευόμαστε όλο και περισσότερο σε αυτήν, εφόσον υλοποιείται δεσμευμένη με κάτι άλλο δίνοντας μορφή σε κάτι τρίτο, είτε αυτό είναι ένα παιδί, είτε ένα έργο ή μια σχέση. Μετά την απελευθέρωση της επιθυμίας να ακολουθεί το χρέος μας απέναντι της, αν θέλουμε να γίνει κάτι, οτιδήποτε. Αυτό είναι ένας κανόνας διαμόρφωσης και νόμος του γίγνεσθαι μας, προς τον οποίο πρέπει να συμμορφωνόμαστε, για να είμαστε αποτελεσματικοί σε ό,τι κάνουμε, συγκεντρώνοντας τις επιθυμίες μας στην επίτευξη της ολοκλήρωσης μας με την πλήρη ταυτοποίηση μας.

Όταν μιλάμε για ολοκλήρωση με την πλήρη ταυτοποίηση μας, εκφράζουμε μάλλον μια ευχή και κάνουμε μια προς-ευχή, παρά μια ασφαλή πρόβλεψη με κάποιο χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένο περιεχόμενο. Δεν ξέρουμε πού, πότε και πώς είναι αυτός ο «παράδεισος», ούτε, τι βρίσκεται εκεί ή τι γίνεται μετά. Ξέρουμε μόνο ότι το παρόν που ζούμε, όντας ελλειπές, μας ωθεί, μέσω των επιθυμιών μας, να κινηθούμε προς την ολοκλήρωση μας και αυτή βρίσκεται εκεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι το εδώ και τώρα μας είναι υποθηκευμένο εξ ολοκλήρου σε ένα απώτερο μέλλον όπου θα μπορέσουμε να ευτυχήσουμε, όταν το φτάσουμε δουλεύοντας σκληρά, εντωμεταξύ, μέχρι να πληρωθούμε για τα βάσανα μας, τότε, με μια πλέρια ευτυχία τοκισμένη πλουσιοπάροχα με το δυσβάστακτο επιτόκιο της παρούσας δυστυχίας μας.

Ο χρόνος ζωής που έχουμε στη διάθεσή μας δεν είναι διαιρέσιμο, ανταλλάξιμο και μετατρέψιμο αγαθό· δεν έχει μια κάποια τιμή, αλλά αποτελεί καθαρή αξία, διότι εκπορεύεται άμεσα από Αυτό και διατίθεται σε εμάς ως δωρεά, χωρίς τίτλους ιδιοκτησίας που να μας δικαιοδοτούν να τον εμπορευτούμε εκχωρώντας τα δικαιώματά του σε κάποιον άλλο ή μεταθέτοντας τον στο μέλλον. Η ώθηση για ολοκλήρωση αφορά την παρούσα ζωή του καθένα και είναι αυτή που τον παρωθεί να κινηθεί δυναμικά, γιατί ο καθένας ξέρει, κατά βάθος, ότι ο χρόνος της ζωής του δεν μπορεί να μετατεθεί και πρέπει να διεκδικήσει τον βιωματικό του πλούτο στο παρόν. Στον βαθμό που κερδίζει το παρόν του γεμίζοντας το με νόημα, ευφορείται και ικανοποιείται άμεσα εδώ και τώρα· κάτι που δεν θα το ζούσε ποτέ έμμεσα ή δια αντιπροσώπου, επενδύοντας διαρκώς σε ένα μετά που δεν θα γινόταν ποτέ τώρα.

Το πεπερασμένο του ατόμου ξεπερνιέται σαν περιορισμός του και αυτό συνευρίσκεται με Αυτό, όταν κινούμενο ευφορικά από τον έρωτα του όλου Του, διαθέτει όλες τις δυνάμεις του για να το συναντήσει κι έτσι εξαντλείται εξαντλώντας την περατότητα του και ανοίγοντας την στην απεραντοσύνη Αυτού. Μόνο εξαντλώντας τον εαυτό μας, και όχι καταργώντας τον, μετέχουμε της ουσίας Αυτού και τη συν-ουσια-ζόμαστε φέρνοντας τον «παράδεισο» της πλήρους ταυτοποίησής μας από το απώτατο μέλλον στο άμεσο παρόν, όπου αυτός, σαν ευχή, είναι κάθε στιγμή ζητούμενος, γιατί είναι αίτημα της ψυχής, που είναι συνεχώς παρούσα στον καθένα μας που ζει. Ως διαρκώς ζητούμενος είναι συνεχώς εφικτός, εφόσον ξανοιγόμαστε στο εν-ο-ποιητικό ρεύμα της ψυχής μας, υπερβαίνοντας τα ασυνεχή όρια που μας χωρίζουν.

Υπερβαίνοντας τα μεταξύ μας όρια περνάμε σε κάτι κοινό, όπου δεν υπάρχει ιδιωτικός «παράδεισος» για κανέναν, παρά μια κοινή πορεία προς αυτόν, στην οποία κανείς δεν μπορεί να μείνει πίσω. Αν κάποιο άτομο ευνοηθεί και φτάσει κάποια στιγμή στην υπέρβαση των ορίων του, τότε το αμέσως επόμενο που θα συναντήσει φτάνοντας στον προσωπικό του παράδεισο δεν θα είναι άλλος από τον διπλανό του και την «κόλαση» του, την οποία δεν μπορεί να αγνοήσει για πολύ και να ευτυχήσει κατ’ ιδίαν. Στο τέλος, η πορεία προς την ολοκλήρωσή μας δεν μπορεί παρά να είναι κοινή. Κατ’ αρχήν, όμως, πρέπει να φτάσει ο καθένας χωριστά στα όρια του και να τα υπερβεί, για να περάσει φυσιολογικά, μετά, στο κοινό όριο όλων και να αναμετρηθεί με αυτό. Προωθώντας ο καθένας τον εαυτό του στα όρια του παίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, το ρόλο μιας γενικής προόδου, της οποίας αν περιμένει παθητικά τα επιτεύγματα για να ευνοηθεί έμμεσα, μάλλον θα ατυχήσει. Αν ενεργοποιηθεί προσωπικά για να εκπληρώσει άμεσα το εγώ του, πριν περάσει στο εμείς, έχει όλες τις πιθανότητες με το μέρος του.

Μπορεί κάποιος να νιώθει πλήρης κι ευδαίμων από μόνος του, στο παρόν του, αν έχει καλύψει τα κενά της συνείδησης του γεμίζοντας την ύπαρξη του με νόημα, ώστε μετά να ξεχειλίσει σαν ειλικρινή έγνοια για τον διπλανό του. Τότε νοιαζόμαστε ουσιαστικά για τον διπλανό μας, όταν έχουμε πρώτα γεμίσει τον εαυτό μας ουσία, εξαντλώντας τον στην συν-ουσία Αυτού, ενώ, δεν προσφέρουμε κάτι ουσιαστικό στον πλησίον όταν ασχολούμαστε μαζί του για να απαλλαγούμε από εμάς. Κανονικά, η κοινωνική συνέχεια μας με τον άλλον και η συναισθηματική διαστολή μας προς αυτόν είναι αβίαστο προϊόν της βούλησης μας και συνέπεια του κοινού μας λόγου, όπως καθοδηγείται ενωτικά από τη ψυχή μας. Η κοινωνικότητα δεν ευδοκιμεί σαν αποτέλεσμα της αναστολής ή της καταστολής των επιθυμιών μας, αλλά, της ευφορικής τους κλιμάκωσης μέχρι να φτάσουν στην πραγματοποίηση της απώτερης τους ευχής. Η κοινωνία μας δεν μπορεί να είναι γόνιμη σαν μηχανισμός συμβιβασμού και καταπίεσης του ατόμου, αλλά, αντίθετα, προβιβασμού του στον μέγιστο δυνατό του βαθμό και ανοίγματος του στο πέραν αυτού, στον άλλον.

No comments: