Tuesday, August 08, 2006

[26]

Μπορεί η ερμηνεία να ενθαρρύνει την εκδήλωση των επιθυμιών πέραν του φόβου που τις καθηλώνει, αλλά και την ερμηνεία, από την άλλη, μπορεί να την καθηλώσει ο φόβος, όταν εμποδίζει τη σκέψη να αρθεί στη γενική θεώρηση του Είναι ως γίγνεσθαι, ώστε να μη μπορεί να συστηματοποιηθεί αναφορικά ως προς το Όλον Αυτού και να ερμηνεύσει τα φαινόμενα σε όλο τους το εύρος. Όταν η νόηση δειλιάζει να αναρωτηθεί για τη λειψή της πραγματικότητα, δέχεται τις ελλιπείς απαντήσεις που τη συγκροτούν σαν οριστικές, αποδεχόμενη τον αυτοπεριορισμό της στην παθητική εκμάθηση τους, απαξιώνοντας τη διανοητικότητα της και ματαιώνοντας τις ερμηνευτικές της δυνατότητες.

Η συγκατάθεση των ατόμων στον εκφοβισμένο διανοητικό αυτοπεριορισμό τους συνοδεύεται από τη φαντασιακή επένδυση της ελλιπούς πραγματικότητας τους με όλα τα νοήματα που έχουν αποστερηθεί τα ίδια. Τα κοινωνικά υποσύνολα πραγματικότητας στα οποία τα άτομα βρίσκονται συμπτωματικά ομαδοποιημένα (γεωγραφικά, εθνολογικά, θρησκευτικά, πολιτιστικά, κλπ), φορτίζονται, τότε, με μιαν ιερή σκοπιμότητα, στην οποία αυτά εμβαπτίζουν τη μειονεκτικότητα τους για να τη δικαιολογήσουν, αγνοώντας εσκεμμένα ότι αν έχουν βρεθεί στην τάδε κολυμβήθρα, κι όχι στη δείνα, είναι κατά σύμπτωση, αφού θα μπορούσαν να είχαν γεννηθεί κάπου αλλού. Εκλαμβάνοντας το περιορισμένο τοπίο της πραγματικότητας τους σαν απώτατο ορίζοντα τους και αποδίδοντας στη σχετικότητα της μια απολυτότητα που δεν έχει, φανατίζονται για τα «μικρά γενικά» και τα «επιμερισμένα Αυτά», τις σημαίες και τα σύμβολα των αυθαίρετων ομαδοποιήσεων τους, τα οποία διεκδικούν πεισματικά το όλον για τον εαυτό τους. Η σημασιολογική φόρτιση τους είναι τόσο αγχωμένη και αγωνιώδης, που επιτίθεται σε ό,τι την αμφισβητεί, αφού δεν βασίζεται σε μία φυσική σταθερά, αλλά είναι τεχνητή και για αυτό αβέβαιη για τον εαυτό της. Αντί για καλοσύνη και γενναιοδωρία υποθάλπει κακεντρέχεια και μισαλλοδοξία. Αντί να περιορίσει τον φόβο (που προκάλεσε την ομαδοποίηση, περιορίζοντας τα άτομα σε μια ομάδα, η οποία δήθεν θα τα προστάτευε), τον πολλαπλασιάζει αρνητικά παίζοντας ρόλο αντίστροφο του θετικού πολλαπλασιασμού του θάρρους και της οικειότητας που αποφέρει η ερμηνεία.

Αυτό που κρατάει τα άτομα αγκιστρωμένα σε «μικρά γενικά» και «επιμερισμένα Αυτά» είναι το λιγόστεμα του «εγώ» τους, που αναγνωρίζει το μέγιστο του σε ένα «εμείς» περιορισμένο, επειδή τα ίδια φοβούνται να πάνε παραπέρα. Παραμένοντας μέσα στο ήδη γνωστό και αποδεχόμενα τους περιορισμούς του σαν έσχατα όρια τους, τα νέα άτομα που ακολουθούν αυτήν τη νοοτροπία φόβου, αντί να την αμφισβητούν, το μόνο νέο που προσφέρουν στην πραγματικότητα είναι επιπλέον σάρκα και αδιαφοροποίητη ύλη, η οποία αυξάνει κι άλλο την αδράνεια της μάζας στην οποία εντάσσονται και η οποία τα καθηλώνει. Όταν το εγώ φτάνει να αναζητάει την αναγνώριση του από τη μάζα, αντί να διαφοροποιηθεί προσωπικά και μεγιστο-ποιητικά για το κοινό καλό, ομογενοποιείται ελαχιστοποιούμενο μέχρι να αφομοιωθεί πολτοποιημένο. Αυτό είναι μια αντιστροφή της πορείας του ανθρώπινου γίγνεσθαι προς μια συστολή απαράδεκτη για την αναγκαιότητα του ξεδιπλώματος των εν δυνάμει μορφών του, και για αυτό η δυναμική του γίγνεσθαι μπορεί να αντιστραφεί στην περίπτωση του ανθρώπου σε αρνητική, συντελώντας το συντομότερο στην καταστροφή του, ως λάθους.

Όπως το καλό, έτσι και το κακό έχει κι αυτό τη δυναμική του, αλλά όσοι παρασύρονται σε αυτήν θεωρώντας την σαν φυσική εντολή, δεν έχουν καταλάβει ότι οφείλεται σε μια επιταχυνόμενη συστολή του Είναι για να αποβάλλει το συντομότερο κάθε απόπειρα μη- Είναι στο γίγνεσθαι του. Το λιγόστεμα του ατόμου από φόβο είναι μια τέτοια απόπειρα, αφού το άτομο αποκρύβοντας μια πλευρά του εαυτού του, η οποία έτσι κι αλλιώς υπάρχει, στερεί από το γίγνεσθαι ένα μέρος του Είναι του και δημιουργεί ένα κενό που δεν έχει καμία θέση εκεί. Τα ψέματα στα οποία καταφεύγουν τα άτομα για να καλύψουν το κενό από το φοβισμένο λιγόστεμα τους, πολλαπλασιάζουν το κακό που αυτό προκαλεί, αφού παρασύρουν στη δίνη τους κι άλλους αναλώνοντας πολλαπλάσια ενέργεια στη ματαιότητα τους, έτσι που στο τέλος το μέγεθος της καταστροφής να είναι ανάλογο στο μέγεθος του ψεύδους (που μπορεί να αφορά πολλούς), και όχι του ψεύτη (που μπορεί να είναι ένας).
Η αρνητική δυναμική που αναπτύσσεται ανάμεσα στον φόβο, το λιγόστεμα και το ψέμα είναι σαν «μαύρη τρύπα» που ρουφάει μες τα σκοτάδια της όποιο πνεύμα παρασυρθεί στη δίνη της, συνθλίβοντας τη δυνατότητα του να ερμηνεύσει τον φόβο. Αν η σκέψη μας ορίζεται αρνητικά, καθοριζόμενη ποικιλοτρόπως από τον φόβο, ακόμη κι από την πεισματική άρνηση του (και όχι την ερμηνεία του), παγιδεύεται μοιραία στη σφαίρα επιρροής του. Αρνούμενοι την αρνητική δυναμική του κακού δεν σημαίνει ότι της ξεφεύγουμε· απλά, παρασυρόμαστε σε αυτήν ακούσια, με βασανιστικά επιβραδυμένη διάρκεια λόγω της σκέτης αντίθεσης μας, από την οποία δεν μπορεί να βγει το καλό που θα υπερισχύσει του κακού.

Η αντίθεση από μόνη δεν ορίζει κάτι το θετικό, δεν ενεργοποιεί το καλό, ούτε δίνει έναυσμα στη δυναμική του να πολλαπλασιάσει ευφορικά τις πράξεις γενναιότητας μεγιστοποιώντας τη γονιμότητα της. Ούτε η απουσία θέσης, με την ουδετερότητα και την υπεροψία απέναντι στις ηθικές κατηγορίες, διασφαλίζει κάποιον χώρο απαλλαγμένο από την επιρροή του κακού, στον οποίο να μπορεί να αναπτυχθεί κάτι άλλο, αν δεν προορίζεται για αυτό το άλλο. Εν τω γίγνεσθαι δεν επιτρέπεται κενός χώρος, παρά για κάποιον λόγο. Αν ο χώρος που θέλει να διανοίξει η όποια ουδετερότητα δεν εμπεριέχει τον λόγο για τον οποίο τον προορίζει, είναι κενός άνευ λόγου. Αν πάλι εμπεριέχει τον λόγο, τότε είναι προ-ορισμένος, άρα δεν είναι ουδέτερος. Στην περίπτωση που διανοιχτεί ως καθαρά κενός, θα παίζει το ρόλο του κακού, δηλαδή του μη-Είναι και θα καταληφθεί αμέσως από τις δυνάμεις συστολής του Είναι και την αρνητική δυναμική τους, που θα τον κλείσει συνθλίβοντας μες την αδρανή ύλη όσους τον άνοιξαν ή θέλησαν να τον κατοικήσουν. Εφόσον η αδράνεια της ύλης είναι δεδομένη, η αρνητική δυναμική που αναπτύσσεται εξ αυτής συμβαίνει αυτομάτως και δεν χρειάζεται τη συμβολή μας. Ακόμη και μες τον ίδιο μας τον εαυτό, τα κάθε είδους αδρανή μας υλικά, σωματικά και πνευματικά, δεν χρειάζονται τη συμμετοχή μας για να μας βαραίνουν δυσκολεύοντας τη μεγιστοποίηση μας· το κάνουν από μόνα τους. Το αρνητικό συμβαίνει· δεν έχουμε να κάνουμε κάτι για αυτό. Ούτε γίνεται να είμαστε ουδέτεροι απέναντί του. Το μόνο που μπορούμε και πρέπει να κάνουμε είναι το θετικό.

Η θετικότητα δεν φοβάται να πάρει θέση, να τονίσει το σωστό, να δείξει την κατεύθυνση του, να ηγηθεί και να προτείνει ηθικές επιταγές, γιατί δεν φοβάται τον φόβο, αφού δεν ορίζεται αρνητικά προς αυτόν, αλλά θετικά προς Αυτό. Ανάλογα, η δυναμική τριάδα που συστήνουν το θάρρος, η ειλικρίνεια και η μεγιστοποίηση δεν αναπτύσσει τη θετικότητα της από αντιπαλότητα στην τριάδα φόβος-ψέμα-λιγόστεμα, αλλά από ερω(τημα)τικότητα για Αυτό, για το Γένος όλων (εξ ου, η γενναιότητα και το θάρρος της), για την Αλήθεια (η ειλικρίνεια της) και για το Όλον (η μεγιστο-ποίηση της). Γι’ αυτό, η ερμηνεία, που μας ξεφοβίζει, δεν προκύπτει από κάποια α-φοβη κι ουδέτερη θεώρηση της πραγματικότητας μας, αλλά από το θετικό και γενναίο άνοιγμα του λόγου μας προς τον άγνωστο Λόγο Αυτού. Η γενική θεωρία που προκύπτει από αυτό το άνοιγμα και το ερμηνευτικό της προϊόν συνιστούν ένα καθαρά έλλογο πλεόνασμα, που συνίσταται στη σαφή υπεροχή της σκέψης έναντι κάθε φόβου που την υπονομεύει.

No comments: