Η γενναιότητα είναι άνοιγμα στην ερωτηματικότητα· αυτό το άνοιγμα εισηγείται. Το κλείσιμο στις διατυπωμένες απαντήσεις είναι κάτι δεδομένο, που ήδη συμβαίνει και είναι γνωστό. Δεν έχεις τίποτε να κάνεις για αυτό. Αν έχεις να κάνεις κάτι, είναι να ανοιχτείς πέραν του ήδη γνωστού. Όμως, πρέπει να ανοιχτείς υπό όρους, σύμφωνα με τον τρόπο του γίγνεσθαι, για να αποβεί αποτελεσματικό το άνοιγμα σου, αν και δεν μπορείς να ξέρεις τι είδους αποτέλεσμα θα έχει. Εντωμεταξύ, ο συγχρονισμός των κινήσεων σου με τους κανόνες του γίγνεσθαι θα σε έχει βάλει στην τροχιά της εκπλήρωσης σου, εφάπτοντας σε με το είναι σου κι έτσι θα βρίσκεσαι ήδη εκεί που ήθελες να φτάσεις, ζώντας το άμεσα εν τω γίγνεσθαι του. Αυτό είναι το μέγιστο κέρδος, που ανταμείβει άμεσα με πλούτο βιωματικού και βιωμένου χρόνου τη γενναιότητα σου να πάρεις τη ζωή στα χέρια σου, που έτσι κι αλλιώς την πήρες για αυτό το σκοπό· για να τη ζήσεις.
Το να είσαι γενναίος δεν σημαίνει να είσαι άφρων, να μη λαμβάνεις υπόψη τον τρόπο που γίνονται τα πράγματα και να κινείσαι αστόχαστα, εκτονώνοντας απλά το περίσσευμα της δύναμης σου, ώστε μετά να μην έχεις άλλη δύναμη να αγωνιστείς και έτσι να βολευτείς ανενόχλητος μες την μικροπρεπή πραγματικότητα των φοβισμένων ατόμων. Αν κάποιος χρειάζεται τη σωφροσύνη είναι ο γενναίος· στους δειλούς είναι άχρηστη. Η φρόνηση του γενναίου δεν έχει σχέση με μια κατάσταση ανόητης παρόρμησης, ασύνδετης από λογικές σχέσεις· ίσα ίσα, αφορά τη θαρραλέα διανοητική κλιμάκωση των σχέσεων αιτίας και αποτελέσματος στις απώτατες συνέπειες τους, την ανάλογη κλιμάκωση των επιθυμιών στην αναγωγή τους στο απόλυτο και την άφοβη πραγματοποίηση τους μέχρι να εκπληρωθεί η ενδόμυχη τους ευχή. Αυτό σημαίνει διαρκή επικοινωνία σώματος-πνεύματος-ψυχής, με γέφυρα τη συνείδηση, και όχι την αποσύνδεση του θυμικού, που μπορεί να κάνει κάποιον παράτολμο, επειδή δεν έχει συνείδηση τι κάνει ή αγνοεί τη βιοτική και βιωματική σύνδεση του με τους άλλους.
Η γενναιότητα όχι μόνο δεν σε αποσυνδέει, αλλά οδηγώντας σε στα όρια σου σε φέρνει σε επαφή με Αυτό, ως προς το οποίο ορίζεσαι τόσο εσύ, όσο και ο καθένας. Εφόσον ό,τι κάνεις δεν το κάνεις περιορισμένα για σένα, αλλά για ό,τι είσαι προορισμένος να κάνεις, αυτό ανοίγει την πεπερασμένη σου δράση στο ευρύτερο γίγνεσθαι και τη συγχρονίζει μαζί του, ώστε αυτό που κάνεις να το κάνεις με τον τρόπο που γίνεται ό,τι γίνεται. Αν, λοιπόν, πρέπει να ρυθμίσεις ως προς κάτι την κίνηση μεγιστοποίησης σου, αυτό δεν είναι κάποιοι κανόνες που έχουν θέσει οι άνθρωποι μεταξύ τους, αλλά μόνο όποιος κανόνας τους ξεπερνά και τους καθορίζει· δεν έχεις να φοβηθείς κανέναν άλλον εκτός από αυτόν, όπως και δεν έχεις να αμειφθείς από κανέναν εκτός του γίγνεσθαι. Τη νομοθεσία αυτού ζητάς και αυτήν εφαρμόζεις στην πράξη.
Στον βαθμό που οι ισχύοντες νόμοι μεταξύ των ανθρώπων εμποδίζουν τον συγχρονισμό σου με τον νόμο του γίγνεσθαι, τους εφεσιβάλλεις και ζητάς την αναβάθμιση τους εν ονόματι του, ώστε όχι μόνο να μη σε εμποδίζουν στην προσωπική σου εξέλιξη, αλλά να σε προωθούν σε αυτήν μεγιστο-ποιητικά, επιβραβεύοντας έτσι τη γενναιότητα όλων. Βέβαια, το να τους εφεσιβάλλεις προσωπικά δεν σημαίνει αυθαίρετα, υποκειμενικά και τυχαία. Όσο κι αν ελαύνεσαι από προσωπικούς λόγους για να κάνεις ό,τι κάνεις, μόνον αν το προσωπικό αρθεί στο γενικό, μεγιστοποιούμενο στα όρια του, μπορεί να συλλάβει τον νόμο του γίγνεσθαι, εν ονόματι του οποίου να έχει ισχυρό λόγο για να εφεσιβάλλει τους ισχύοντες νόμους και τα καθεστώτα που επιβάλλουν. Ο προσωπικός έλεγχος τους, απ’ την άλλη, είναι υποχρεωτικός, εφόσον ως άτομο είσαι μέρος ενός συνόλου, το οποίο ρυθμίζεται πάντα βάσει κάποιας τυπικής ή άτυπης νομοθεσίας, κι αν αυτή είναι σωστή ή λάθος, έχει ανάλογες επιπτώσεις στην πορεία σου, στον βαθμό που εξαρτάσαι από το σύνολο και δεν μπορείς να πας πολύ μακριά μόνος και ξεκομμένος από αυτό. Ακόμη κι αν καταφέρεις να επιβιώσεις μακριά από ανθρώπους, δεν θα έχεις καταφέρει τίποτε περισσότερο από τη σαρκική σου επιβίωση, κι αυτό δεν είναι το ζητούμενο· το ζητούμενο είναι η γόνιμη μεγιστοποίηση σου και το πέρασμα σου στην αιωνιότητα μέσω του τρίτου που θα γεννηθεί από τον ταυτοποιητικό σου δεσμό με τον άλλο. Έτσι κι αλλιώς, τη σκέτη επιβίωση την εξασφαλίζει ευκολότερα ένα ομαδοποιημένο σύνολο. Μάλιστα, σε αυτήν τη σκέτη επιβίωση και την αγωνία τής εξασφάλισης της, βασίζεται ο φόβος που συγκρατεί τα ομαδοποιημένα σύνολα σε μια εξ ανάγκης συνοχή, η οποία και συμπήζει τα άτομα σε μάζα.
Η νομοθεσία διαχειρίζεται τον φόβο επιβίωσης· μπορεί να τον στρέψει εναντίον της γενναιότητας, να κρατήσει ουδέτερη και «αδέκαστη» στάση απέναντι της ή να τη συνδράμει ενθαρρύνοντας την. Η στάση της εξαρτάται από το κατά πόσο οι νόμοι της είναι σύμφωνοι με τον τρόπο που γίνεται ό,τι γίνεται. Οι νόμοι του γίγνεσθαι δεν λειτουργούν περιορισμένα παθητικά, τιμωρώντας απλά τους παραβάτες τους, αλλά κυρίως ενεργητικά, επιβραβεύοντας με γονιμότητα νέων μορφών όσους συμμορφώνονται μαζί τους και συντάσσονται άφοβα με τη μορφοποιητική τους δυναμική. Για τη γόνιμη εξέλιξη του ανθρώπινου γίγνεσθαι, δεν αρκεί μια παθητική νομοθεσία, που απλά να προστατεύει από την αδικία επιβάλλοντας κάποιους κανόνες συναλλαγής μεταξύ των ατόμων, ώστε να υπάρχει ένας κάποιος δίκαιος καταμερισμός του όποιου υφιστάμενου πλούτου. Το υφιστάμενο είναι ανεπαρκές και η δίκαια διανομή του δευτερεύουσας σημασίας. Όσο κι αν είναι σημαντική αυτή η μορφή δικαιοσύνης, είναι ακόμη πιο σημαντική η πρόσβαση μας στον Νόμο Αυτού και η ανάλογη ενεργητική νομοθεσία του.
Την πρόσβαση στον Νόμο την έχει μόνο η γενναία σκέψη· γι’ αυτό, πρέπει να ενθαρρύνεται από το κοινωνικό σύνολο η ερωτηματικότητα της, ώστε να μας οδηγεί πέραν του υφιστάμενου και ήδη γνωστού στον άγνωστο Λόγο Αυτού, που μας ορίζει όλους ως έλλογα όντα. Μέσα από την τόλμη της ειλικρίνειας της μαθαίνουμε την αλήθεια, όπως και μέσα από τα θαρραλέα της ανοίγματα κερδίζουμε τον πλούτο των μορφών που μας ευμορφούν εν τω γίγνεσθαι μας. Αυτή προηγείται και όσοι τη φέρουν, για όσο τη φέρουν, είναι αυτοί που θα έπρεπε να ηγούνται φυσιολογικά των κοινωνικών εξελίξεων. Όταν, αντί για γενναίους ηγέτες, μας κυβερνούν επιτήδειοι διαχειριστές του φόβου, έχουμε σαν αποτέλεσμα μια πραγματικότητα κατώτερη μας, που ασκεί τη δύναμη συνοχής της για να μας συγκρατήσει στο λίγο εκφοβίζοντας μας, αντί να μας προωθήσει στο πολύ ενθαρρύνοντας μας.
Ανεξάρτητα από την όποια κατάσταση της πραγματικότητας, η γενναία σκέψη μπορεί να αντλεί αποθέματα ερμηνευτικής δύναμης και να υπερισχύει του φόβου που μετέρχονται οι κάθε μορφής εξουσίες (της ολιγαρχίας ή της μάζας, αδιάφορο) αναφερόμενη άμεσα στο απόλυτο, από όπου πηγάζει η δύναμη του γένους της. Βέβαια, κάθε σκέψη, ακόμη και η πιο δειλή ή η κακόβουλη και σκοταδιστική, έχει ένα δικό της απόλυτο για να αντλεί δύναμη, να τη δικαιολογεί και να τη στηρίζει, διότι όπως και να σκέφτεται παραμένει σκέψη, που σαν τέτοια χρειάζεται μέσα της τον μηχανισμό του απόλυτου για να λειτουργήσει. Ο λόγος, κοινός σε κάθε άνθρωπο, όπως κι αν χρησιμοποιείται, αναπαράγει εκ φύσεως τον Λόγο στον οποίο οφείλεται και έτσι φέρει την καταγωγή του απόλυτου σε κάθε του διατύπωση, όσο κι αν ο χρήστης του δεν το συνειδητοποιεί. Η διαφορά της γενναίας σκέψης είναι ότι δέχεται το απόλυτο ως αυτό που είναι, σαν άμεση ιδιότητα Αυτού και ιδιοκτησία κανενός. Αντίθετα, η φοβισμένη και εκφοβιστική σκέψη προσπαθεί απεγνωσμένα να το ιδιοποιηθεί, είτε για να οχυρωθεί και να κλειστεί σε αυτό, είτε για να επιτεθεί με αυτό και να επιβάλλει τον φοβισμένο απολυταρχισμό της σε όσους την αμφισβητούν.
Όσοι από τους αμφισβητίες δεν καταλαβαίνουν τη διαρκή χρησιμοποίηση του απόλυτου στις υποκειμενικές κρίσεις και σηκώνουν ως απελευθερωτική σημαία τους τον υποκειμενισμό της γνώσης, πέφτουν σε αντίφαση γιατί ακόμη και ο σχετικισμός τους έχει κάτι απόλυτο να τον στηρίζει, όπως άλλωστε και κάθε γενική διατύπωση. Αν η γενναία σκέψη, παρόλες τις καλές της προθέσεις, δεν στηρίζεται συνειδητά στην αναφορά της στο απόλυτο, η ερμηνεία της αποδεικνύεται ασταθής πατώντας στο αβέβαιο σχετικό και ανατρέπεται εύκολα από την υπεροπλία φόβου που διαθέτουν όσοι κατέχουν τα μέσα να επιβάλλουν την αυθαίρετη γνώμη τους ως απόλυτη. Όταν η αλήθεια είναι σχετική, λες και είναι θέμα συγκατάνευσης υποκειμένων η αποδοχή της ύπαρξης της, (και όχι κάτι πέραν αυτών, ως το απόλυτο που τα εμπεριέχει και στο οποίο τείνουν για να ολοκληρωθούν), τότε, η συγκατάνευση του ενός μπορεί να αποσπασθεί με την απειλή του άλλου, που έχει τα μέσα να τον εκφοβίσει, αφού ο πρώτος στερείται της σταθεράς που θα του έδινε τη δυνατότητα να υπερισχύσει του φόβου του άλλου, ερμηνεύοντάς τον αντικειμενικά.
Το να είσαι γενναίος δεν σημαίνει να είσαι άφρων, να μη λαμβάνεις υπόψη τον τρόπο που γίνονται τα πράγματα και να κινείσαι αστόχαστα, εκτονώνοντας απλά το περίσσευμα της δύναμης σου, ώστε μετά να μην έχεις άλλη δύναμη να αγωνιστείς και έτσι να βολευτείς ανενόχλητος μες την μικροπρεπή πραγματικότητα των φοβισμένων ατόμων. Αν κάποιος χρειάζεται τη σωφροσύνη είναι ο γενναίος· στους δειλούς είναι άχρηστη. Η φρόνηση του γενναίου δεν έχει σχέση με μια κατάσταση ανόητης παρόρμησης, ασύνδετης από λογικές σχέσεις· ίσα ίσα, αφορά τη θαρραλέα διανοητική κλιμάκωση των σχέσεων αιτίας και αποτελέσματος στις απώτατες συνέπειες τους, την ανάλογη κλιμάκωση των επιθυμιών στην αναγωγή τους στο απόλυτο και την άφοβη πραγματοποίηση τους μέχρι να εκπληρωθεί η ενδόμυχη τους ευχή. Αυτό σημαίνει διαρκή επικοινωνία σώματος-πνεύματος-ψυχής, με γέφυρα τη συνείδηση, και όχι την αποσύνδεση του θυμικού, που μπορεί να κάνει κάποιον παράτολμο, επειδή δεν έχει συνείδηση τι κάνει ή αγνοεί τη βιοτική και βιωματική σύνδεση του με τους άλλους.
Η γενναιότητα όχι μόνο δεν σε αποσυνδέει, αλλά οδηγώντας σε στα όρια σου σε φέρνει σε επαφή με Αυτό, ως προς το οποίο ορίζεσαι τόσο εσύ, όσο και ο καθένας. Εφόσον ό,τι κάνεις δεν το κάνεις περιορισμένα για σένα, αλλά για ό,τι είσαι προορισμένος να κάνεις, αυτό ανοίγει την πεπερασμένη σου δράση στο ευρύτερο γίγνεσθαι και τη συγχρονίζει μαζί του, ώστε αυτό που κάνεις να το κάνεις με τον τρόπο που γίνεται ό,τι γίνεται. Αν, λοιπόν, πρέπει να ρυθμίσεις ως προς κάτι την κίνηση μεγιστοποίησης σου, αυτό δεν είναι κάποιοι κανόνες που έχουν θέσει οι άνθρωποι μεταξύ τους, αλλά μόνο όποιος κανόνας τους ξεπερνά και τους καθορίζει· δεν έχεις να φοβηθείς κανέναν άλλον εκτός από αυτόν, όπως και δεν έχεις να αμειφθείς από κανέναν εκτός του γίγνεσθαι. Τη νομοθεσία αυτού ζητάς και αυτήν εφαρμόζεις στην πράξη.
Στον βαθμό που οι ισχύοντες νόμοι μεταξύ των ανθρώπων εμποδίζουν τον συγχρονισμό σου με τον νόμο του γίγνεσθαι, τους εφεσιβάλλεις και ζητάς την αναβάθμιση τους εν ονόματι του, ώστε όχι μόνο να μη σε εμποδίζουν στην προσωπική σου εξέλιξη, αλλά να σε προωθούν σε αυτήν μεγιστο-ποιητικά, επιβραβεύοντας έτσι τη γενναιότητα όλων. Βέβαια, το να τους εφεσιβάλλεις προσωπικά δεν σημαίνει αυθαίρετα, υποκειμενικά και τυχαία. Όσο κι αν ελαύνεσαι από προσωπικούς λόγους για να κάνεις ό,τι κάνεις, μόνον αν το προσωπικό αρθεί στο γενικό, μεγιστοποιούμενο στα όρια του, μπορεί να συλλάβει τον νόμο του γίγνεσθαι, εν ονόματι του οποίου να έχει ισχυρό λόγο για να εφεσιβάλλει τους ισχύοντες νόμους και τα καθεστώτα που επιβάλλουν. Ο προσωπικός έλεγχος τους, απ’ την άλλη, είναι υποχρεωτικός, εφόσον ως άτομο είσαι μέρος ενός συνόλου, το οποίο ρυθμίζεται πάντα βάσει κάποιας τυπικής ή άτυπης νομοθεσίας, κι αν αυτή είναι σωστή ή λάθος, έχει ανάλογες επιπτώσεις στην πορεία σου, στον βαθμό που εξαρτάσαι από το σύνολο και δεν μπορείς να πας πολύ μακριά μόνος και ξεκομμένος από αυτό. Ακόμη κι αν καταφέρεις να επιβιώσεις μακριά από ανθρώπους, δεν θα έχεις καταφέρει τίποτε περισσότερο από τη σαρκική σου επιβίωση, κι αυτό δεν είναι το ζητούμενο· το ζητούμενο είναι η γόνιμη μεγιστοποίηση σου και το πέρασμα σου στην αιωνιότητα μέσω του τρίτου που θα γεννηθεί από τον ταυτοποιητικό σου δεσμό με τον άλλο. Έτσι κι αλλιώς, τη σκέτη επιβίωση την εξασφαλίζει ευκολότερα ένα ομαδοποιημένο σύνολο. Μάλιστα, σε αυτήν τη σκέτη επιβίωση και την αγωνία τής εξασφάλισης της, βασίζεται ο φόβος που συγκρατεί τα ομαδοποιημένα σύνολα σε μια εξ ανάγκης συνοχή, η οποία και συμπήζει τα άτομα σε μάζα.
Η νομοθεσία διαχειρίζεται τον φόβο επιβίωσης· μπορεί να τον στρέψει εναντίον της γενναιότητας, να κρατήσει ουδέτερη και «αδέκαστη» στάση απέναντι της ή να τη συνδράμει ενθαρρύνοντας την. Η στάση της εξαρτάται από το κατά πόσο οι νόμοι της είναι σύμφωνοι με τον τρόπο που γίνεται ό,τι γίνεται. Οι νόμοι του γίγνεσθαι δεν λειτουργούν περιορισμένα παθητικά, τιμωρώντας απλά τους παραβάτες τους, αλλά κυρίως ενεργητικά, επιβραβεύοντας με γονιμότητα νέων μορφών όσους συμμορφώνονται μαζί τους και συντάσσονται άφοβα με τη μορφοποιητική τους δυναμική. Για τη γόνιμη εξέλιξη του ανθρώπινου γίγνεσθαι, δεν αρκεί μια παθητική νομοθεσία, που απλά να προστατεύει από την αδικία επιβάλλοντας κάποιους κανόνες συναλλαγής μεταξύ των ατόμων, ώστε να υπάρχει ένας κάποιος δίκαιος καταμερισμός του όποιου υφιστάμενου πλούτου. Το υφιστάμενο είναι ανεπαρκές και η δίκαια διανομή του δευτερεύουσας σημασίας. Όσο κι αν είναι σημαντική αυτή η μορφή δικαιοσύνης, είναι ακόμη πιο σημαντική η πρόσβαση μας στον Νόμο Αυτού και η ανάλογη ενεργητική νομοθεσία του.
Την πρόσβαση στον Νόμο την έχει μόνο η γενναία σκέψη· γι’ αυτό, πρέπει να ενθαρρύνεται από το κοινωνικό σύνολο η ερωτηματικότητα της, ώστε να μας οδηγεί πέραν του υφιστάμενου και ήδη γνωστού στον άγνωστο Λόγο Αυτού, που μας ορίζει όλους ως έλλογα όντα. Μέσα από την τόλμη της ειλικρίνειας της μαθαίνουμε την αλήθεια, όπως και μέσα από τα θαρραλέα της ανοίγματα κερδίζουμε τον πλούτο των μορφών που μας ευμορφούν εν τω γίγνεσθαι μας. Αυτή προηγείται και όσοι τη φέρουν, για όσο τη φέρουν, είναι αυτοί που θα έπρεπε να ηγούνται φυσιολογικά των κοινωνικών εξελίξεων. Όταν, αντί για γενναίους ηγέτες, μας κυβερνούν επιτήδειοι διαχειριστές του φόβου, έχουμε σαν αποτέλεσμα μια πραγματικότητα κατώτερη μας, που ασκεί τη δύναμη συνοχής της για να μας συγκρατήσει στο λίγο εκφοβίζοντας μας, αντί να μας προωθήσει στο πολύ ενθαρρύνοντας μας.
Ανεξάρτητα από την όποια κατάσταση της πραγματικότητας, η γενναία σκέψη μπορεί να αντλεί αποθέματα ερμηνευτικής δύναμης και να υπερισχύει του φόβου που μετέρχονται οι κάθε μορφής εξουσίες (της ολιγαρχίας ή της μάζας, αδιάφορο) αναφερόμενη άμεσα στο απόλυτο, από όπου πηγάζει η δύναμη του γένους της. Βέβαια, κάθε σκέψη, ακόμη και η πιο δειλή ή η κακόβουλη και σκοταδιστική, έχει ένα δικό της απόλυτο για να αντλεί δύναμη, να τη δικαιολογεί και να τη στηρίζει, διότι όπως και να σκέφτεται παραμένει σκέψη, που σαν τέτοια χρειάζεται μέσα της τον μηχανισμό του απόλυτου για να λειτουργήσει. Ο λόγος, κοινός σε κάθε άνθρωπο, όπως κι αν χρησιμοποιείται, αναπαράγει εκ φύσεως τον Λόγο στον οποίο οφείλεται και έτσι φέρει την καταγωγή του απόλυτου σε κάθε του διατύπωση, όσο κι αν ο χρήστης του δεν το συνειδητοποιεί. Η διαφορά της γενναίας σκέψης είναι ότι δέχεται το απόλυτο ως αυτό που είναι, σαν άμεση ιδιότητα Αυτού και ιδιοκτησία κανενός. Αντίθετα, η φοβισμένη και εκφοβιστική σκέψη προσπαθεί απεγνωσμένα να το ιδιοποιηθεί, είτε για να οχυρωθεί και να κλειστεί σε αυτό, είτε για να επιτεθεί με αυτό και να επιβάλλει τον φοβισμένο απολυταρχισμό της σε όσους την αμφισβητούν.
Όσοι από τους αμφισβητίες δεν καταλαβαίνουν τη διαρκή χρησιμοποίηση του απόλυτου στις υποκειμενικές κρίσεις και σηκώνουν ως απελευθερωτική σημαία τους τον υποκειμενισμό της γνώσης, πέφτουν σε αντίφαση γιατί ακόμη και ο σχετικισμός τους έχει κάτι απόλυτο να τον στηρίζει, όπως άλλωστε και κάθε γενική διατύπωση. Αν η γενναία σκέψη, παρόλες τις καλές της προθέσεις, δεν στηρίζεται συνειδητά στην αναφορά της στο απόλυτο, η ερμηνεία της αποδεικνύεται ασταθής πατώντας στο αβέβαιο σχετικό και ανατρέπεται εύκολα από την υπεροπλία φόβου που διαθέτουν όσοι κατέχουν τα μέσα να επιβάλλουν την αυθαίρετη γνώμη τους ως απόλυτη. Όταν η αλήθεια είναι σχετική, λες και είναι θέμα συγκατάνευσης υποκειμένων η αποδοχή της ύπαρξης της, (και όχι κάτι πέραν αυτών, ως το απόλυτο που τα εμπεριέχει και στο οποίο τείνουν για να ολοκληρωθούν), τότε, η συγκατάνευση του ενός μπορεί να αποσπασθεί με την απειλή του άλλου, που έχει τα μέσα να τον εκφοβίσει, αφού ο πρώτος στερείται της σταθεράς που θα του έδινε τη δυνατότητα να υπερισχύσει του φόβου του άλλου, ερμηνεύοντάς τον αντικειμενικά.
No comments:
Post a Comment