Αφού ό,τι κάνουμε το κάνουμε εν Αυτώ και δι’ Αυτό, όντας προσδιορισμένοι εξ Αυτού, αυτό σημαίνει ότι δεν αποφασίζουμε εμείς το περιεχόμενο της νόησης μας, ούτε την αξιολογική της Αρχή. Στην πραγματικότητα, δεν γνωρίζουμε, αλλά, αναγνωρίζουμε. Όταν, επίσης, μιλάμε για αναφορά σε κάτι πέρα από εμάς, δεν εννοούμε μια εξωτερική σχέση με Αυτό, αλλά μία εκ των ένδον αναφορά, με την έννοια ότι το μέσα μας έχει την αναφορά και μάλιστα αυτή που είναι δική του, όχι εξωτερική και επιβεβλημένη.
Η εγγενής αναφορικότητα του λόγου διαπερνά όλους τους έλλογους μηχανισμούς, τις διανοητικές λειτουργίες και πνευματικές συνιστώσες μας, όπως τη γλώσσα, την ερμηνεία και τη θεωρία. Η θεωρία οργανώνει το ερμηνευτικό της σύστημα αναφερόμενη πέραν αυτής σε αυτό που την ορίζει και έτσι ξεκαθαρίζει ο γόνιμος ρόλος της ως ενδιάμεσης μεταξύ αυτού και της πράξης. Ανάλογα, η κατά την ερμηνευτική διαδικασία αναζήτηση μιας σταθεράς πέραν των επιμέρους παρατηρήσεων της, κλιμακώνει τις ερμηνευτικές τους συζεύξεις προς τη πλήρη θεώρηση του Όλου, άγοντας τες στη συστηματική ολοκλήρωση τους προς μια γενική θεωρία. Η γλώσσα, επίσης, λειτουργεί με ένα κλιμακούμενο σύστημα αναφορών, αφού για να προσδιορίσει κάτι ονομαστικά, το ονομάζει σε σχέση με κάτι άλλο κι αυτό με κάτι άλλο και έτσι η όλη ονοματοθεσία της τείνει σε ένα σταθερό σημείο εκτός αυτής για να στηριχθεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, έχουμε ένα γενικότερο σύστημα κλιμακούμενων αναφορών όλων των έλλογων (υπο)συστημάτων, βάσει της τάσης του λόγου προς το σταθερό σημείο που ορίζει το απόλυτο του, ήτοι τον Λόγο, που αν και άγνωστος και ερωτηματικός, είναι το μόνιμο στήριγμα του σαν λόγος της ύπαρξης του και υποστηρίζει οποιαδήποτε απάντηση του νου μάς προσφέρει αντικειμενική γνώση, εφόσον είναι λογική, δηλαδή, στηριγμένη στους κανόνες του Λόγου, όπως εκφράζονται και παρουσιάζονται μέσω του λόγου και μέσα σε αυτόν. Εφόσον αυτά τα (υπο)συστήματα ρυθμίζονται βάσει της έλλογης αναφορικότητας, κλιμακώνονται απρόσκοπτα στην εννόηση του Όλου, υποδεικνύοντας στην πράξη την κατεύθυνση της ολοκλήρωσης μας ως έλλογα όντα. Αν αστοχούν, το λάθος δεν βρίσκεται στον λόγο, αλλά στην λανθασμένη ρύθμιση τους ως προς αυτόν ή στην απορρύθμιση τους.
Το πρόβλημα δεν μπορεί να το έχει ο λόγος, που είναι το ανά-λογο του Λόγου λειτουργικό σύστημα του νου μας, αποτελώντας αντίγραφο της νοημοσύνης Αυτού στα μέτρα μας. Το πρόβλημα βρίσκεται στο κατά πόσο τα διανοήματα μας είναι ρυθμισμένα βάσει αυτού, στο κατά πόσο είμαστε ανοιχτοί στη ροή της συνείδησης, που τα συνδέει τόσο μεταξύ τους, όσο και με τον λόγο στην τριαδική του συνάρτηση με το σώμα και τη ψυχή, στο κατά πόσο ερευνούμε ερωτηματικά το άγνωστο διευρύνοντας γενναία τη γνώση μας και στο κατά πόσο όλα όσα γνωρίζουμε τα εκφράζουμε με τη γλώσσα άφοβα προς τα έξω κοινοποιώντας το σωστό και τροποποιώντας την ανάλογα, ώστε να τα εκφράζει σωστά.
Αν η γλώσσα δεν πατάει στέρεα στον λόγο, που στηρίζεται στον Λόγο, ταλανίζεται μες την αμφισημία και γίνεται πρόξενος σύγχυσης. Το γλωσσικό εργαλείο, όσο εξελιγμένο κι αν είναι ιστορικά σε κάποιες εθνικές γλώσσες, δεν αρκεί για την ερμηνεία και τη μετάδοση της, αν δεν χειρίζεται σε σχέση με τη νοηματοδοτική του σταθερά. Ο μηχανισμός των λέξεων και των εκφράσεων δεν μπορεί να αποδώσει ερμηνευτικά χωρίς την ένδοθεν αναφορά του σε ένα σταθερό σημείο πέραν αυτού, που όσο και αν είναι άφατο -μιας και δεν μπορεί να εκφραστεί με λέξεις, αφού τις ξεπερνάει- είναι αυτό που θέλγει ερω(τημα)τικά τη γλώσσα έλκοντας την να τα πει όλα μέχρι να μην έχει τίποτε άλλο να πει και μετά να περάσει στην εμβριθή σιωπή τής απεραντοσύνης του Όλου, φέρνοντας μας σε επαφή με την κατανυκτική σαγήνη του απόλυτου.
Χωρίς το απόλυτο στην «καρδιά» του συστήματος της, η γλώσσα δεν έχει κατεύθυνση και διαλύεται σε σκόρπιες λέξεις χωρίς συνάφεια. Το «εγώ» δεν είναι αρκετό να συνδέσει τις λέξεις οργανώνοντας τες γύρω από τον εαυτό του, ως τη μόνη υπάρχουσα βεβαιότητα (όπως έχουν πει), διότι είναι και το ίδιο συνδεδεμένο, άρα σχετικό και αβέβαιο αφεαυτού. Το ομιλούν υποκείμενο δεν είναι η βάση της γλώσσας, αλλά φορέας της έκφρασης της. Οι ποικίλες εκφράσεις της γλώσσας, με το πλήθος των παραλλαγών της από ένα ισάριθμο πλήθος υποκειμένων (ομαδοποιημένων, έστω, στα συμβατικά πλαίσια των εθνικών τους γλωσσών) είναι αυστηρά δομημένες πάνω στην ίδια και μοναδική βάση στην οποία στηρίζονται κι αυτά για να υπάρχουν, που δεν είναι άλλη από τον Λόγο Αυτού, τον Λόγο ύπαρξης του κάθε τι, όπως και του λόγου μας. Η κοινή έλλογη βάση γλώσσας και υποκειμένου τα συνδέει μέσω των λέξεων στη συμφωνημένη λεκτική αναφορά τους προς κάτι τρίτο εκτός αυτών, η οποία έτσι εξαντικειμενικεύεται. Αυτή η λεκτική αντικειμενικότητα δίνει τη δυνατότητα στα διαφορετικά υποκείμενα να επικοινωνούν μεταξύ τους και να συνεννοούνται (τόσο εντός των εθνικών τους γλωσσών, όσο και κατά την αμοιβαία εκμάθηση τους). Αυτή η δυνατότητα δίδεται στους ανθρώπους για κάποιο λόγο. Ο λόγος για τον οποίο πρέπει να επικοινωνούμε και να συνεννοούμαστε, ακόμη κι αν διαφωνούμε, είναι μεν άγνωστος, όπως και Αυτό στο οποίο οφείλεται, αλλά εμπεριέχεται μέσα στην ίδια τη γλώσσα μας, ως ο λόγος της.
Θέτοντας το ερώτημα για ποιον λόγο τελικά μιλάμε, πιάνουμε την άκρη του νήματος των κοινωνικών μορφών που πλέχθηκαν με τον ιστό της γλώσσας και ακολουθώντας τον έλλογο μίτο της, μπορούμε να τις ξεμπλέξουμε από όσα ξένα στοιχεία έχουν μπλεχτεί σε αυτές φοβίζοντας μας και αποξενώνοντας μας. Ό,τι ανοίκειο έχει παρεισφρύσει μεταξύ μας, το έχει καταφέρει αποσυνδέοντας τη γλώσσα από την έλλογη βάση και οργάνωση της. Η αλλοίωση της έλλογης αναλογικότητας των γλωσσικών διατυπώσεων μπορεί να μεταφέρει στον νου λάθος εικόνα της πραγματικότητας και να τον παραπλανεί με συνέπεια να κατευθύνει την πράξη στη στο κενό και στη συντριβή. Είναι μια εχθρική ενέργεια εναντίον της γλώσσας από όσους κερδοσκοπούν ανόητα πάνω στην απώλεια του άλλου προδίδοντας τις λέξεις, αφού, χωρίς την ανα-λογικότητα τους θα χαθούν κι αυτοί με τη σειρά τους μέσα σε έναν λαβύρινθο ψευδαισθητικών αντανακλάσεων. Η αποκατάσταση της λεκτικής αντικειμενικότητας, όπως έχει δομηθεί βάσει του λόγου, και η αναφορική κλιμάκωση των έλλογων διατυπώσεων της γλώσσας στο απόλυτο, μας επανασυνδέει με το ζήτημα της αλήθειας, αποκαθιστώντας την ανα-λογικότητα της νόησης μας, ώστε να καθρεπτίζει σωστά την πραγματικότητα στον βαθμό που την ξέρουμε πραγματικά και την μαθαίνουμε ερμηνεύοντας την. Μεταδίδοντας και διασταυρώνοντας μέσω της γλώσσας τις ερμηνευτικές μας διαπιστώσεις, ελέγχεται η γενική τους ισχύς και έτσι μπορεί να αναδειχθεί η γενική θεωρία που θα συντονίσει τις υποκειμενικές μας προσπάθειες σε μια κοινή και αντικειμενική πρόσβαση στην αλήθεια. Για την επίτευξη αυτής της γενικότητας ο ρόλος του λόγου στη γλώσσα είναι καθοριστικός, διότι συνέχει τα υποκείμενα ορίζοντας την κοινή έλλογη δομή όλων των γλωσσικών ιδιωμάτων, εκφράσεων και παραλλαγών τους
Η εγγενής αναφορικότητα του λόγου διαπερνά όλους τους έλλογους μηχανισμούς, τις διανοητικές λειτουργίες και πνευματικές συνιστώσες μας, όπως τη γλώσσα, την ερμηνεία και τη θεωρία. Η θεωρία οργανώνει το ερμηνευτικό της σύστημα αναφερόμενη πέραν αυτής σε αυτό που την ορίζει και έτσι ξεκαθαρίζει ο γόνιμος ρόλος της ως ενδιάμεσης μεταξύ αυτού και της πράξης. Ανάλογα, η κατά την ερμηνευτική διαδικασία αναζήτηση μιας σταθεράς πέραν των επιμέρους παρατηρήσεων της, κλιμακώνει τις ερμηνευτικές τους συζεύξεις προς τη πλήρη θεώρηση του Όλου, άγοντας τες στη συστηματική ολοκλήρωση τους προς μια γενική θεωρία. Η γλώσσα, επίσης, λειτουργεί με ένα κλιμακούμενο σύστημα αναφορών, αφού για να προσδιορίσει κάτι ονομαστικά, το ονομάζει σε σχέση με κάτι άλλο κι αυτό με κάτι άλλο και έτσι η όλη ονοματοθεσία της τείνει σε ένα σταθερό σημείο εκτός αυτής για να στηριχθεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, έχουμε ένα γενικότερο σύστημα κλιμακούμενων αναφορών όλων των έλλογων (υπο)συστημάτων, βάσει της τάσης του λόγου προς το σταθερό σημείο που ορίζει το απόλυτο του, ήτοι τον Λόγο, που αν και άγνωστος και ερωτηματικός, είναι το μόνιμο στήριγμα του σαν λόγος της ύπαρξης του και υποστηρίζει οποιαδήποτε απάντηση του νου μάς προσφέρει αντικειμενική γνώση, εφόσον είναι λογική, δηλαδή, στηριγμένη στους κανόνες του Λόγου, όπως εκφράζονται και παρουσιάζονται μέσω του λόγου και μέσα σε αυτόν. Εφόσον αυτά τα (υπο)συστήματα ρυθμίζονται βάσει της έλλογης αναφορικότητας, κλιμακώνονται απρόσκοπτα στην εννόηση του Όλου, υποδεικνύοντας στην πράξη την κατεύθυνση της ολοκλήρωσης μας ως έλλογα όντα. Αν αστοχούν, το λάθος δεν βρίσκεται στον λόγο, αλλά στην λανθασμένη ρύθμιση τους ως προς αυτόν ή στην απορρύθμιση τους.
Το πρόβλημα δεν μπορεί να το έχει ο λόγος, που είναι το ανά-λογο του Λόγου λειτουργικό σύστημα του νου μας, αποτελώντας αντίγραφο της νοημοσύνης Αυτού στα μέτρα μας. Το πρόβλημα βρίσκεται στο κατά πόσο τα διανοήματα μας είναι ρυθμισμένα βάσει αυτού, στο κατά πόσο είμαστε ανοιχτοί στη ροή της συνείδησης, που τα συνδέει τόσο μεταξύ τους, όσο και με τον λόγο στην τριαδική του συνάρτηση με το σώμα και τη ψυχή, στο κατά πόσο ερευνούμε ερωτηματικά το άγνωστο διευρύνοντας γενναία τη γνώση μας και στο κατά πόσο όλα όσα γνωρίζουμε τα εκφράζουμε με τη γλώσσα άφοβα προς τα έξω κοινοποιώντας το σωστό και τροποποιώντας την ανάλογα, ώστε να τα εκφράζει σωστά.
Αν η γλώσσα δεν πατάει στέρεα στον λόγο, που στηρίζεται στον Λόγο, ταλανίζεται μες την αμφισημία και γίνεται πρόξενος σύγχυσης. Το γλωσσικό εργαλείο, όσο εξελιγμένο κι αν είναι ιστορικά σε κάποιες εθνικές γλώσσες, δεν αρκεί για την ερμηνεία και τη μετάδοση της, αν δεν χειρίζεται σε σχέση με τη νοηματοδοτική του σταθερά. Ο μηχανισμός των λέξεων και των εκφράσεων δεν μπορεί να αποδώσει ερμηνευτικά χωρίς την ένδοθεν αναφορά του σε ένα σταθερό σημείο πέραν αυτού, που όσο και αν είναι άφατο -μιας και δεν μπορεί να εκφραστεί με λέξεις, αφού τις ξεπερνάει- είναι αυτό που θέλγει ερω(τημα)τικά τη γλώσσα έλκοντας την να τα πει όλα μέχρι να μην έχει τίποτε άλλο να πει και μετά να περάσει στην εμβριθή σιωπή τής απεραντοσύνης του Όλου, φέρνοντας μας σε επαφή με την κατανυκτική σαγήνη του απόλυτου.
Χωρίς το απόλυτο στην «καρδιά» του συστήματος της, η γλώσσα δεν έχει κατεύθυνση και διαλύεται σε σκόρπιες λέξεις χωρίς συνάφεια. Το «εγώ» δεν είναι αρκετό να συνδέσει τις λέξεις οργανώνοντας τες γύρω από τον εαυτό του, ως τη μόνη υπάρχουσα βεβαιότητα (όπως έχουν πει), διότι είναι και το ίδιο συνδεδεμένο, άρα σχετικό και αβέβαιο αφεαυτού. Το ομιλούν υποκείμενο δεν είναι η βάση της γλώσσας, αλλά φορέας της έκφρασης της. Οι ποικίλες εκφράσεις της γλώσσας, με το πλήθος των παραλλαγών της από ένα ισάριθμο πλήθος υποκειμένων (ομαδοποιημένων, έστω, στα συμβατικά πλαίσια των εθνικών τους γλωσσών) είναι αυστηρά δομημένες πάνω στην ίδια και μοναδική βάση στην οποία στηρίζονται κι αυτά για να υπάρχουν, που δεν είναι άλλη από τον Λόγο Αυτού, τον Λόγο ύπαρξης του κάθε τι, όπως και του λόγου μας. Η κοινή έλλογη βάση γλώσσας και υποκειμένου τα συνδέει μέσω των λέξεων στη συμφωνημένη λεκτική αναφορά τους προς κάτι τρίτο εκτός αυτών, η οποία έτσι εξαντικειμενικεύεται. Αυτή η λεκτική αντικειμενικότητα δίνει τη δυνατότητα στα διαφορετικά υποκείμενα να επικοινωνούν μεταξύ τους και να συνεννοούνται (τόσο εντός των εθνικών τους γλωσσών, όσο και κατά την αμοιβαία εκμάθηση τους). Αυτή η δυνατότητα δίδεται στους ανθρώπους για κάποιο λόγο. Ο λόγος για τον οποίο πρέπει να επικοινωνούμε και να συνεννοούμαστε, ακόμη κι αν διαφωνούμε, είναι μεν άγνωστος, όπως και Αυτό στο οποίο οφείλεται, αλλά εμπεριέχεται μέσα στην ίδια τη γλώσσα μας, ως ο λόγος της.
Θέτοντας το ερώτημα για ποιον λόγο τελικά μιλάμε, πιάνουμε την άκρη του νήματος των κοινωνικών μορφών που πλέχθηκαν με τον ιστό της γλώσσας και ακολουθώντας τον έλλογο μίτο της, μπορούμε να τις ξεμπλέξουμε από όσα ξένα στοιχεία έχουν μπλεχτεί σε αυτές φοβίζοντας μας και αποξενώνοντας μας. Ό,τι ανοίκειο έχει παρεισφρύσει μεταξύ μας, το έχει καταφέρει αποσυνδέοντας τη γλώσσα από την έλλογη βάση και οργάνωση της. Η αλλοίωση της έλλογης αναλογικότητας των γλωσσικών διατυπώσεων μπορεί να μεταφέρει στον νου λάθος εικόνα της πραγματικότητας και να τον παραπλανεί με συνέπεια να κατευθύνει την πράξη στη στο κενό και στη συντριβή. Είναι μια εχθρική ενέργεια εναντίον της γλώσσας από όσους κερδοσκοπούν ανόητα πάνω στην απώλεια του άλλου προδίδοντας τις λέξεις, αφού, χωρίς την ανα-λογικότητα τους θα χαθούν κι αυτοί με τη σειρά τους μέσα σε έναν λαβύρινθο ψευδαισθητικών αντανακλάσεων. Η αποκατάσταση της λεκτικής αντικειμενικότητας, όπως έχει δομηθεί βάσει του λόγου, και η αναφορική κλιμάκωση των έλλογων διατυπώσεων της γλώσσας στο απόλυτο, μας επανασυνδέει με το ζήτημα της αλήθειας, αποκαθιστώντας την ανα-λογικότητα της νόησης μας, ώστε να καθρεπτίζει σωστά την πραγματικότητα στον βαθμό που την ξέρουμε πραγματικά και την μαθαίνουμε ερμηνεύοντας την. Μεταδίδοντας και διασταυρώνοντας μέσω της γλώσσας τις ερμηνευτικές μας διαπιστώσεις, ελέγχεται η γενική τους ισχύς και έτσι μπορεί να αναδειχθεί η γενική θεωρία που θα συντονίσει τις υποκειμενικές μας προσπάθειες σε μια κοινή και αντικειμενική πρόσβαση στην αλήθεια. Για την επίτευξη αυτής της γενικότητας ο ρόλος του λόγου στη γλώσσα είναι καθοριστικός, διότι συνέχει τα υποκείμενα ορίζοντας την κοινή έλλογη δομή όλων των γλωσσικών ιδιωμάτων, εκφράσεων και παραλλαγών τους
No comments:
Post a Comment