Το γενικό ενισχύεται από την ειδίκευση των ατόμων, εφόσον αυτή είναι αποτέλεσμα μεγιστο-ποίησης και όχι ελαχιστοποίησης τους. Για να βγει κάτι πολύ στο γενικό χρειάζεται το πολύ των πολλών. Το γενικό που βγαίνει από το λιγόστεμα των πολλών με την αναγκαστική εξειδίκευση τους στο σύστημα μιας οικονομίστικης ανάπτυξης προσηλωμένης στην ποσότητα, είναι παρόμοια ποσοτικά υπερμέγεθες και ποιοτικά υποδεές, σε σημείο να συνθλίβει τα άτομα, τα οποία, ανήμπορα να αντιδράσουν στον όγκο του, ομογενοποιούνται σε μια ενιαία και διαχειρίσιμη μάζα. Η αναγκαστική εξειδίκευση των ατόμων εκ της ένταξης τους σε μηχανισμούς παραγωγής αποσπασματικών ποσοτήτων και συσσώρευσης ποσών στα χέρια λίγων δεν είναι, βέβαια, φυσική επιλογή τους, οπότε και το γενικό παράγωγο της δεν τους ενδιαφέρει, με αποτέλεσμα, αυτό να αναπτύσσεται αποσυνδεδεμένο από τα άτομα και να διογκώνεται τόσο, που στο τέλος να μην το ελέγχει κανείς, όση ισχύ κι αν έχει. Η αύξηση της μηχανιστικής αλληλεξάρτησης εξειδικευμένων ατόμων και το ανεξέλεγκτο γενικό της μπορεί να εξισορροπηθεί μόνο με τη γενίκευση μεγιστο-ποιητικών πρωτοβουλιών, που θα επαναφέρουν το ζήτημα του γενικού στα μέτρα του ατόμου και της προσωπικής του επιλογής.
Το αποπροσωποιημένο γενικό, που παράγει η επεκτατικότητα των ποσοτικών μηχανισμών, διαμορφώνει ένα εχθρικό περιβάλλον που απειλεί τη διακεκριμένη υπόσταση του ατόμου. Στην περίπτωση, μάλιστα, που ο επεκτατισμός του εξαπλωθεί παντού στη γη, τότε, τα άτομα, μη έχοντας καμία δυνατότητα διαφυγής, μπορεί να στραφούν εναντίον όλων στην προσπάθεια τους να διασωθούν, υιοθετώντας μαζικά το σύνθημα «ο σώζων εαυτόν σωθείτο». Τότε, ο υφέρπον πυρετός ενός «εγώ» με διαρκώς κινητοποιημένους αμυντικούς μηχανισμούς μπορεί να διαλύσει τα ευπαθή άτομα και να τα πολτοποιήσει σε μάζα, δίνοντας στο γενικό μια εικόνα απεχθή, η οποία μπορεί εύκολα να προκαλέσει επιθετικότητα στα ευέξαπτα άτομα αναγκάζοντας τα ευπαθή να αντεπιτεθούν, οπότε το μαζικό γενικό να αποσυντεθεί σταδιακά σε μισαλλόδοξες ομαδοποιήσεις, στις οποίες θα συνασπιστούν τα άτομα για να το καταστρέψουν αλληλοκαταστρεφόμενα, και όχι για να δημιουργήσουν ένα άλλο γενικό, ενωμένα υπέρ της γενίκευσης των μεγιστο-ποιητικών τους πρωτοβουλιών. Απ’ την άλλη, ούτε η σύγκρουση με το μαζικό γενικό μπορεί να αποδώσει κάποιο άλλο, ποιητικό και ποιοτικά διαφορετικό, αν γίνεται ως μετωπική αντιπαράθεση προκαλώντας τα αμυντικά αντανακλαστικά των μαζικοποιημένων ατόμων και όχι ως ερω(τημα)τική διείσδυση που τα ενεργοποιεί ερω(τημα)τικά απεγκλωβίζοντας τα από τις κοινότυπες απαντήσεις που τα μαζικοποιούν αποχαυνώνοντας τα.
Μέσα στη μάζα υπάρχουν δυνάμεις εγκλωβισμένες κι έτοιμες προς διαφοροποίηση, οι οποίες ψάχνουν διέξοδο και δεν τη βρίσκουν, οπότε καταστρέφουν ή αυτοκαταστρέφονται. Για να διαφανεί η δημιουργική προοπτική και να φτάσει η αισιοδοξία της στα καταφύγια των φοβισμένων ατόμων χρειάζεται η έντονη και ξεκάθαρη προβολή ενός καθαρά ποιοτικού και ποιοτικά καθαρού γενικού, ενθαρρυντικού της διαφοροποίησης, το οποίο να εμπνέει εμπιστοσύνη και να συγκροτείται από τη γενναιόφρονα οικειότητα, όπως προκύπτει αβίαστα με το άνοιγμα των ατόμων στο μέγιστο τους, που τα συνέχει στο κοινό γίγνεσθαι και τα ευφορεί σε γόνιμες συναντήσεις.
Η δημιουργική προοπτική διανοίγεται μόνο θετικά, με την ευκτική προσφυγή του ατόμου στο μέγιστο του, όπως προβάλλεται μέσα του σαν ευχή δίνοντας δημιουργική κατεύθυνση στη διάθεση του πλεονάσματος του και οδηγώντας το έτσι πέρα από την ελλιπή του πραγματικότητα· δεν διανοίγεται από μια σκέτη αντίθεση προς την πραγματικότητα, ούτε μπορεί να προκύψει αμυντικά, από αναζήτηση προστασίας στη μαζικοποίηση της, αλλά, κερδίζεται μόνο υπέρ-θετικά μέσα από την υπέρ-βαση, την υπέρ-προσφορά και την ποιητική γενναιοδωρία του παθιασμένου ερω(τημα)τικά ατόμου, που παραβιάζει κάθε οικονομίστικη λογική του μαζικού γενικού.
Η δημιουργικότητα δεν είναι εφικτή χωρίς την υπερβολή που δεν υποτάσσεται στα δεδομένα και τα ξεπερνά με το ερωτικό-ποιητικό της πάθος. Χωρίς το πάθος της, είμαστε καταδικασμένοι να υφιστάμεθα ανά τους αιώνες την ίδια ελλιπή πραγματικότητα στην ανακύκλωση της, με την όλο και πιο παράλογη αναπαραγωγή των ελλειμμάτων της, που οδηγεί παράλογα στην καταστροφή της φύσης, και είναι παράλογα παράλογη, διότι είμαστε πια ιστορικά ενήμεροι και δεν μπορούμε να υποκρινόμαστε ότι αγνοούμε την επανάληψη αυτής της ιστορίας, ούτε να πούμε ότι κανείς δεν μας προειδοποίησε για την περιβαλλοντική καταστροφή, όταν τόσα επιστημονικά δεδομένα την καταμαρτυρούν.
Όταν, ενώ γνωρίζουμε, δεν κάνουμε τίποτε, αυτό καταμαρτυρεί μια γνώση που δεν έχει το δημιουργικό πάθος τής υπερβολής να την κινητοποιεί. Μια σχολαστική γνώση, που περιορίζεται στην ανάλυση δεδομένων και στις παθητικές προβλέψεις, είναι υποταγμένη στο μοιραίο. Η αναλυτικότητα της κρύβει μια γνώση τσιγκούνικη, κλεισμένη σε ένα γνωστικό υποκείμενο που σχολιάζει εκ του ασφαλούς χωρίς να εκτίθεται. Η προσωπική στάση του δεν καθορίζεται από την προσφορά τού γνωστικού πλεονάσματος του, αλλά από τη διαφύλαξη του. Μια τέτοια αμυντικότητα, όμως, δεν μπορεί να αντέξει για πολύ στον επιθετικό παραλογισμό της μάζας, ούτε να δώσει μιαν άλλη, δημιουργική προοπτική του γενικού.
Το δημιουργικό γενικό δεν μπορεί παρά να συσταθεί από γενναία άτομα, τα οποία εφορμούμενα προσωπικά παραβιάζουν κάθε κατεστημένη έννοια γενικότητας, τείνοντας ατομικά στα μεγιστο-ποιητικά τους όρια. Η τάση προς τα όρια οδηγεί τα άτομα στο απόλυτο, το οποίο ως αντικειμενικό, γενικό και ουδέτερο, τα επαναφέρει αντικειμενικά στο γενικό. Αυτή η επαναφορά στο γενικό, μέσω της μεγιστοποίησης του ειδικού, είναι που εμπλουτίζει το κοινό γένος με ποικιλία ειδών, κατά τις επιταγές του γίγνεσθαι εν Αυτώ.
Η διαφορά ανάμεσα στο μαζικό-ποσοτικό γενικό και το δημιουργικό-ποιητικό βρίσκεται στην ποιοτική σύσταση και στην ποιητική σύνθεση του· το μαζικό αθροίζει ελαχιστοποιημένα άτομα, το ποιητικό δημιουργείται από μεγιστοποιημένα. Η χροιά του γενικού βγαίνει από την ποιοτική κατάσταση της ατομικότητας εντός του. Ως προς την ποσοτική του σύνθεση είναι απαράλλαχτο, μιας και στις δύο περιπτώσεις δεν αποτελεί παρά τον αριθμό των ατόμων που το απαρτίζουν, τα οποία απλά αθροίζει για να δώσει το αριθμητικό τους σύνολο. Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι η ποιότητα. Η ποσότητα είναι αδιάφορη, μιας και δεν αποτελεί παρά ένα δεδομένο, χωρίς να σημαίνει ότι πρέπει να αγνοείται, αφού τίποτε δεν πραγματοποιείται εκτός τόπου και ό,τι γίνεται λαμβάνει χώρα καταλαμβάνοντας ποσοτικές διαστάσεις. Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν μπορεί να είναι το ποσοτικό γενικό, μιας και δεν αποτελεί παρά ένα δεδομένο, έστω κι αν αυξάνεται αριθμητικά με την προσθήκη νέων ατόμων ή πληθυσμών. Όταν προσφεύγουμε στο Γενικό (με «γάμα» κεφαλαίο) θέλοντας να σηματοδοτήσουμε κάτι, δηλαδή κάτι ξεχωριστό, καθαρό και διακεκριμένο, δεν μπορεί παρά να αναφερόμαστε στο ποιητικό γενικό του γένους, που παράγεται δημιουργικά από τη γενναιότητα των ατόμων. Το καθαρό γενικό έχει την ποιητική δυναμική και τη δημιουργική υπερβολή να υπερβαίνει το απλό άθροισμα των μονάδων, στις οποίες θα μπορούσε να αναλυθεί αν ήταν απλά ποσοτικό· είναι ένα ρέον, ζωντανό και παλλόμενο ποίημα του γίγνεσθαι, που δεν αναλύεται, αλλά συντίθεται διαρκώς από δημιουργικά άτομα, με την αναφορά τους στο απόλυτο.
Το καθαρό γενικό ως προϊόν αναφοράς του ειδικού προς το πέραν αυτού, αποτελεί το απώτατο σημείο αναφοράς κάθε ειδικού. Είναι αυτό που μπορεί να συγκεντρώσει όλες τις ειδικές αναφορές στον γενικό του στόχο, συνιστώντας και συστήνοντας την κοινή αναφορά τους στο γένος όλων των ειδών, σε Αυτό. Σηματοδοτώντας τον κοινό στόχο των υποσυστημάτων αναφοράς, που συγκροτούν τα ομαδοποιημένα υποσύνολα των ανθρώπων, ανοίγει διόδους και κάνει συνδέσεις μεταξύ τους, οι οποίες επιτρέπουν την κλιμάκωση της διάθεσης του ειδικού πλεονάσματος των στη γενική αναφορά τους σε Αυτό, το Γένος όλων, που συγκεντρώνει το πολλαπλό και ειδικό στη μοναδικότητα του, από την οποία γεννάται κάθε τι και στην οποία επιστρέφει πολλαπλασιασμένο μετασχηματιστικά. Ως εκ τούτου, το καθαρό γενικό των ανθρώπων δεν αποτελείται από αυτούς, αλλά από αυτούς συν κάτι ακόμη, το πέραν αυτών, που τους βγάζει από το άθροισμα τους και τους εντάσσει στο όλον.
Το αποπροσωποιημένο γενικό, που παράγει η επεκτατικότητα των ποσοτικών μηχανισμών, διαμορφώνει ένα εχθρικό περιβάλλον που απειλεί τη διακεκριμένη υπόσταση του ατόμου. Στην περίπτωση, μάλιστα, που ο επεκτατισμός του εξαπλωθεί παντού στη γη, τότε, τα άτομα, μη έχοντας καμία δυνατότητα διαφυγής, μπορεί να στραφούν εναντίον όλων στην προσπάθεια τους να διασωθούν, υιοθετώντας μαζικά το σύνθημα «ο σώζων εαυτόν σωθείτο». Τότε, ο υφέρπον πυρετός ενός «εγώ» με διαρκώς κινητοποιημένους αμυντικούς μηχανισμούς μπορεί να διαλύσει τα ευπαθή άτομα και να τα πολτοποιήσει σε μάζα, δίνοντας στο γενικό μια εικόνα απεχθή, η οποία μπορεί εύκολα να προκαλέσει επιθετικότητα στα ευέξαπτα άτομα αναγκάζοντας τα ευπαθή να αντεπιτεθούν, οπότε το μαζικό γενικό να αποσυντεθεί σταδιακά σε μισαλλόδοξες ομαδοποιήσεις, στις οποίες θα συνασπιστούν τα άτομα για να το καταστρέψουν αλληλοκαταστρεφόμενα, και όχι για να δημιουργήσουν ένα άλλο γενικό, ενωμένα υπέρ της γενίκευσης των μεγιστο-ποιητικών τους πρωτοβουλιών. Απ’ την άλλη, ούτε η σύγκρουση με το μαζικό γενικό μπορεί να αποδώσει κάποιο άλλο, ποιητικό και ποιοτικά διαφορετικό, αν γίνεται ως μετωπική αντιπαράθεση προκαλώντας τα αμυντικά αντανακλαστικά των μαζικοποιημένων ατόμων και όχι ως ερω(τημα)τική διείσδυση που τα ενεργοποιεί ερω(τημα)τικά απεγκλωβίζοντας τα από τις κοινότυπες απαντήσεις που τα μαζικοποιούν αποχαυνώνοντας τα.
Μέσα στη μάζα υπάρχουν δυνάμεις εγκλωβισμένες κι έτοιμες προς διαφοροποίηση, οι οποίες ψάχνουν διέξοδο και δεν τη βρίσκουν, οπότε καταστρέφουν ή αυτοκαταστρέφονται. Για να διαφανεί η δημιουργική προοπτική και να φτάσει η αισιοδοξία της στα καταφύγια των φοβισμένων ατόμων χρειάζεται η έντονη και ξεκάθαρη προβολή ενός καθαρά ποιοτικού και ποιοτικά καθαρού γενικού, ενθαρρυντικού της διαφοροποίησης, το οποίο να εμπνέει εμπιστοσύνη και να συγκροτείται από τη γενναιόφρονα οικειότητα, όπως προκύπτει αβίαστα με το άνοιγμα των ατόμων στο μέγιστο τους, που τα συνέχει στο κοινό γίγνεσθαι και τα ευφορεί σε γόνιμες συναντήσεις.
Η δημιουργική προοπτική διανοίγεται μόνο θετικά, με την ευκτική προσφυγή του ατόμου στο μέγιστο του, όπως προβάλλεται μέσα του σαν ευχή δίνοντας δημιουργική κατεύθυνση στη διάθεση του πλεονάσματος του και οδηγώντας το έτσι πέρα από την ελλιπή του πραγματικότητα· δεν διανοίγεται από μια σκέτη αντίθεση προς την πραγματικότητα, ούτε μπορεί να προκύψει αμυντικά, από αναζήτηση προστασίας στη μαζικοποίηση της, αλλά, κερδίζεται μόνο υπέρ-θετικά μέσα από την υπέρ-βαση, την υπέρ-προσφορά και την ποιητική γενναιοδωρία του παθιασμένου ερω(τημα)τικά ατόμου, που παραβιάζει κάθε οικονομίστικη λογική του μαζικού γενικού.
Η δημιουργικότητα δεν είναι εφικτή χωρίς την υπερβολή που δεν υποτάσσεται στα δεδομένα και τα ξεπερνά με το ερωτικό-ποιητικό της πάθος. Χωρίς το πάθος της, είμαστε καταδικασμένοι να υφιστάμεθα ανά τους αιώνες την ίδια ελλιπή πραγματικότητα στην ανακύκλωση της, με την όλο και πιο παράλογη αναπαραγωγή των ελλειμμάτων της, που οδηγεί παράλογα στην καταστροφή της φύσης, και είναι παράλογα παράλογη, διότι είμαστε πια ιστορικά ενήμεροι και δεν μπορούμε να υποκρινόμαστε ότι αγνοούμε την επανάληψη αυτής της ιστορίας, ούτε να πούμε ότι κανείς δεν μας προειδοποίησε για την περιβαλλοντική καταστροφή, όταν τόσα επιστημονικά δεδομένα την καταμαρτυρούν.
Όταν, ενώ γνωρίζουμε, δεν κάνουμε τίποτε, αυτό καταμαρτυρεί μια γνώση που δεν έχει το δημιουργικό πάθος τής υπερβολής να την κινητοποιεί. Μια σχολαστική γνώση, που περιορίζεται στην ανάλυση δεδομένων και στις παθητικές προβλέψεις, είναι υποταγμένη στο μοιραίο. Η αναλυτικότητα της κρύβει μια γνώση τσιγκούνικη, κλεισμένη σε ένα γνωστικό υποκείμενο που σχολιάζει εκ του ασφαλούς χωρίς να εκτίθεται. Η προσωπική στάση του δεν καθορίζεται από την προσφορά τού γνωστικού πλεονάσματος του, αλλά από τη διαφύλαξη του. Μια τέτοια αμυντικότητα, όμως, δεν μπορεί να αντέξει για πολύ στον επιθετικό παραλογισμό της μάζας, ούτε να δώσει μιαν άλλη, δημιουργική προοπτική του γενικού.
Το δημιουργικό γενικό δεν μπορεί παρά να συσταθεί από γενναία άτομα, τα οποία εφορμούμενα προσωπικά παραβιάζουν κάθε κατεστημένη έννοια γενικότητας, τείνοντας ατομικά στα μεγιστο-ποιητικά τους όρια. Η τάση προς τα όρια οδηγεί τα άτομα στο απόλυτο, το οποίο ως αντικειμενικό, γενικό και ουδέτερο, τα επαναφέρει αντικειμενικά στο γενικό. Αυτή η επαναφορά στο γενικό, μέσω της μεγιστοποίησης του ειδικού, είναι που εμπλουτίζει το κοινό γένος με ποικιλία ειδών, κατά τις επιταγές του γίγνεσθαι εν Αυτώ.
Η διαφορά ανάμεσα στο μαζικό-ποσοτικό γενικό και το δημιουργικό-ποιητικό βρίσκεται στην ποιοτική σύσταση και στην ποιητική σύνθεση του· το μαζικό αθροίζει ελαχιστοποιημένα άτομα, το ποιητικό δημιουργείται από μεγιστοποιημένα. Η χροιά του γενικού βγαίνει από την ποιοτική κατάσταση της ατομικότητας εντός του. Ως προς την ποσοτική του σύνθεση είναι απαράλλαχτο, μιας και στις δύο περιπτώσεις δεν αποτελεί παρά τον αριθμό των ατόμων που το απαρτίζουν, τα οποία απλά αθροίζει για να δώσει το αριθμητικό τους σύνολο. Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι η ποιότητα. Η ποσότητα είναι αδιάφορη, μιας και δεν αποτελεί παρά ένα δεδομένο, χωρίς να σημαίνει ότι πρέπει να αγνοείται, αφού τίποτε δεν πραγματοποιείται εκτός τόπου και ό,τι γίνεται λαμβάνει χώρα καταλαμβάνοντας ποσοτικές διαστάσεις. Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν μπορεί να είναι το ποσοτικό γενικό, μιας και δεν αποτελεί παρά ένα δεδομένο, έστω κι αν αυξάνεται αριθμητικά με την προσθήκη νέων ατόμων ή πληθυσμών. Όταν προσφεύγουμε στο Γενικό (με «γάμα» κεφαλαίο) θέλοντας να σηματοδοτήσουμε κάτι, δηλαδή κάτι ξεχωριστό, καθαρό και διακεκριμένο, δεν μπορεί παρά να αναφερόμαστε στο ποιητικό γενικό του γένους, που παράγεται δημιουργικά από τη γενναιότητα των ατόμων. Το καθαρό γενικό έχει την ποιητική δυναμική και τη δημιουργική υπερβολή να υπερβαίνει το απλό άθροισμα των μονάδων, στις οποίες θα μπορούσε να αναλυθεί αν ήταν απλά ποσοτικό· είναι ένα ρέον, ζωντανό και παλλόμενο ποίημα του γίγνεσθαι, που δεν αναλύεται, αλλά συντίθεται διαρκώς από δημιουργικά άτομα, με την αναφορά τους στο απόλυτο.
Το καθαρό γενικό ως προϊόν αναφοράς του ειδικού προς το πέραν αυτού, αποτελεί το απώτατο σημείο αναφοράς κάθε ειδικού. Είναι αυτό που μπορεί να συγκεντρώσει όλες τις ειδικές αναφορές στον γενικό του στόχο, συνιστώντας και συστήνοντας την κοινή αναφορά τους στο γένος όλων των ειδών, σε Αυτό. Σηματοδοτώντας τον κοινό στόχο των υποσυστημάτων αναφοράς, που συγκροτούν τα ομαδοποιημένα υποσύνολα των ανθρώπων, ανοίγει διόδους και κάνει συνδέσεις μεταξύ τους, οι οποίες επιτρέπουν την κλιμάκωση της διάθεσης του ειδικού πλεονάσματος των στη γενική αναφορά τους σε Αυτό, το Γένος όλων, που συγκεντρώνει το πολλαπλό και ειδικό στη μοναδικότητα του, από την οποία γεννάται κάθε τι και στην οποία επιστρέφει πολλαπλασιασμένο μετασχηματιστικά. Ως εκ τούτου, το καθαρό γενικό των ανθρώπων δεν αποτελείται από αυτούς, αλλά από αυτούς συν κάτι ακόμη, το πέραν αυτών, που τους βγάζει από το άθροισμα τους και τους εντάσσει στο όλον.
No comments:
Post a Comment