Ο Λόγος Αυτού είναι ένα ερώτημα που απαντιέται μόνο με ένα ερώτημα. Για όλα τα άλλα ερωτήματα μπορεί να βρεθούν κάποια στιγμή απαντήσεις, αλλά Αυτό είναι αδύνατον να απαντηθεί από εμάς. Γι’ αυτό, πρέπει να μένει ως ερώτημα πάντα ανοιχτό κι έτσι να παρακινεί το λογικό μας στην εξεύρεση όλων των άλλων απαντήσεων, με την ερωτηματοθεσία του χώρου που ανοίγεται συν τω χρόνω με Αυτό μπροστά μας, φέρνοντας μας σε επαφή με την ολότητα του.
Αυτό δεν είναι ξέχωρο από τον κόσμο και το γίγνεσθαι του, αλλά είναι ο ίδιος ο κόσμος στην ολότητα του και το γίγνεσθαι στην αιωνιότητα του. Δεν βρίσκεται εκτός των πραγμάτων, αλλά παρουσιάζεται μέσω αυτών, αποτελώντας την κάθε τους στιγμή και ταυτόχρονα την αιωνιότητα από όπου πηγάζουν, στην οποία πλέουν και σε αυτήν που επιστρέφουν. Ο Λόγος Αυτού εμπεριέχεται στο κάθε τι, σαν η αιτία της ύπαρξης κάθε πράγματος, σαν ο λόγος αυτού του πράγματος. Δεν θα τον συλλάβουμε πηδώντας έξω από τα πράγματα, τον χώρο και τον χρόνο, αλλά εξερευνώντας τα ως προς Αυτό, γνωρίζοντας τα εν σχέσει με το απόλυτο του και μαθαίνοντας τον εαυτό μας στη σχέση του με αυτό.
Η ατελεύτητη και απρόσκοπτη, φυσική και αβίαστη ερωτηματοθεσία μας μπορεί να μας οδηγήσει με τις απαντήσεις που βρίσκει κοντά σε Αυτό και οι οποίες εκπορεύονται σαν ερωτήσεις από Αυτό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο πλουτίζουμε σε γνώσεις, αλλά ό,τι μαθαίνουμε είναι σύμφωνο με Αυτό και ευσταθεί. Όταν η γνώση δεν επι-στρέφεται σαν ερώτηση για το Όλον, από όπου προήλθε το επιμέρους πράγμα που εμείς καταφέραμε να γνωρίσουμε, αλλά κατακρατείται σαν δική μας απάντηση, ώστε να εκμεταλλευτούμε με αυτήν το πράγμα που μας την έδωσε, παραβαίνει την τάξη της συμπαντικής οικονομίας κατακρατώντας κάτι που δεν της ανήκει. Η τάξη αυτή όντας ασύλληπτη όπως κι Αυτό, δεν εμπίπτει στον δικό μας έλεγχο για να τη χειραγωγήσουμε και τιμωρεί αναπόφευκτα την παραβατική γνώση του ανθρώπου.
Η σύλληψη της τάξης Αυτού είναι εκτός δυνατοτήτων της συμβατικής γνώσης και βρίσκεται ακριβώς στα όρια της, εκεί, όπου η γνώση έχοντας εξαντλήσει τη γνωστική της δύναμη ανοίγεται στο άγνωστο, αποδέχεται την ασύλληπτη τάξη του και γίνεται πίστη. Η πίστη, ως υπερβατική γνώση, που (ανα)γνωρίζει το άγνωστο χωρίς να το ξέρει, έλκει σαν μαγνήτης τη γνωστικότητα να αναπτυχθεί στο πεδίο της για να γνωρίσει κι αυτή από κοντά τη μυστική γνώση της πίστης. Με αποτέλεσμα, η γνώση αναπτυσσόμενη μέσα στο ελκτικό πεδίο της πίστης να διευρύνει διαρκώς τα όρια της, χωρίς να τα παραβαίνει.
Μέσα στα διαρκώς διευρυνόμενα όρια της γνώσης, τα ονόματα και τα σύμβολα που δίνουμε στα πράγματα που γνωρίζουμε και στις σχέσεις που διαπιστώνουμε, ονομάζουν συμβατικά κάτι το υπερβατικό το οποίο πάντα θα μας διαφεύγει, που είναι το Όλον όπου είναι ενταγμένα τα πράγματα κι από όπου αναβλύζουν οι μορφές τους. Αν το παραγνωρίζουμε και νομίζουμε ότι ονομάζοντας τα πράγματα, μπορούμε και να τα ελέγξουμε, σαν να τα κατέχουμε στην ολότητα τους, αυθαιρετούμε. Μπορεί τα πράγματα να υποχωρούν προσωρινά στον αυθαίρετο γνωστικό τους εγκλωβισμό, που τα διασπά σε αναλυτικούς χαρακτηρισμούς των μερών τους για να τα ελέγχει διαιρεμένα, αλλά όταν αυτά όλα μαζί ανασυντίθενται σαν ο σύνολος κόσμος ενώπιον του δικαστηρίου της όλης και αδιαίρετης πραγματικότητας Αυτού, καταδικάζουν τον αυθαιρετούντα άνθρωπο αφαιρώντας του κάθε εξουσία. Αν δεν το καταλάβει αυτό έγκαιρα, τότε, ο άνθρωπος θα κληθεί, αργά ή γρήγορα, να επιστρέψει με τόκο όσο πλούτο απέκτησε με τη λαφυραγωγημένη γνώση της φύσης. Τα κενά της αποσπασματικής του γνώσης δεν θα μπορούν για πολύ να συγκαλύπτονται με τους δογματισμούς κάθε είδους που μετέρχεται για να ολοκληρώσει κατ’ ιδίαν και αυτάρεσκα την ερμηνεία του κόσμου, αποστομώνοντας τα ερωτήματα του λόγου του και οικειοποιούμενος καταχρηστικά Αυτό που τον υπερβαίνει και δεν θα το μάθει ποτέ, όσο κι αν θέλει να τα ξέρει όλα.
Οι απαντήσεις που έχουν δώσει όλα ανεξαιρέτως τα δόγματα, θρησκευτικά ή επιστημονικά, για να οικειοποιηθούν Αυτό παρουσιάζοντας το απαντημένο από αυτά, δεν στηρίζονται στη φυσική και λογική αλληλουχία αιτίας και αποτελέσματος, αλλά τη διακόπτουν βίαια, χωρίς να παρακολουθούν τις συνέπειες της και την κλείνουν βιαστικά επικαλούμενες κάποιον αβέβαιο κανόνα σαν συμπαντική εξίσωση τους ή κάποιο αφύσικο γεγονός σαν θεό τους. Αυτή η διακοπή της λογικής ακολουθίας επιτρέπει τον παραλογισμό να παρεισφρέει κατά καιρούς μαζικά στην τάξη των ανθρώπων προκαλώντας απώλεια νοήματος, έκπτωση γνώσεων, αταξία και καταστροφή σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτό έχει ιστορικά συμβεί και δεν αποκλείεται να ξανασυμβεί, αν δεν αντιληφθούμε τη βαθύτερη αιτία αυτού του παραλογισμού· τον βιαστικό και βίαιο τερματισμό της λογικής μας ακολουθίας. Επειδή ο λόγος μας κατευθύνεται αβίαστα και από μόνος του στον Λόγο, ρέοντας μέσα από τη φυσική κοίτη των λέξεων, των προτάσεων και της λογικής τους ακολουθίας προς Αυτό, όταν διακόπτεται και φράσσεται η ροή του, υπερπηδά τα λογικά του πλαίσια πλημμυρίζοντας με παράλογα πάθη τον άνθρωπο, που με τον εξοπλισμό του μπορεί να προκαλεί υπέρμετρες καταστροφές. Η απρόσκοπτη ροή του λόγου μας είναι η μόνη που μπορεί να μας προστατεύσει από τέτοιες περιοδικές (αυτό)καταστροφές και να μας ανοίξει ασφαλή περάσματα προς την αέναη δημιουργία Αυτού, από όπου έχουμε προέλθει και όπου επιστρέφουμε περνώντας από αυτή τη γη που ζούμε.
Εφόσον το ποιο είναι Αυτό μένει σαν ερώτημα ανοιχτό και δεν φράσσεται με πρόχειρες απαντήσεις, που ανακόπτουν την ερωτηματικότητα μας οδηγώντας την πρόωρα στο τέλος της, προκαλεί το λογικό μας να κινηθεί προς συνάντησή του και το προσκαλεί σαν έρωτας. Ο έρωτας και το ερώτημα έχουν ρίζα κοινή στα ελληνικά (όπως και οι συναφείς λέξεις του «ρο», «ροή», «ρώμη» και «ρήμα»), γιατί αυτό που ερωτά ή αναρωτιέται είναι ανοικτό και αναζητά μια απάντηση, κάποιον ή κάτι να το συναντήσει, ενώ, αντίθετα, ότι είναι απαντημένο είναι και κλειστό. Εφόσον Αυτό μένει ανοιχτό στη σκέψη μας, έλκει ερωτηματικά το λογικό μας να συνευρεθεί με την ολότητά του και του δίνει χώρο ελεύθερο να αναπτυχθεί προς κάθε κατεύθυνση μέχρι να φωτίσει όλες τις πτυχές της ύπαρξης μας και να εξερευνήσει κάθε δυνατότητα, ώσπου να μας ταξιδέψει στις εσχατιές μας και εκεί να μας ενώσει με Αυτό, το πέρα από εμάς. Προσανατολισμένοι ερωτικά και ερωτηματικά σε Αυτό, όχι μόνο μαθαίνουμε, αλλά μαθαίνοντας συν-ουσιαζόμαστε την πληρότητα του, βιώνοντας την ευφορία της. Γνωρίζοντας τον κόσμο ερω(τημα)τικά, η γνώση αποκτά βιωματική και οργανική χροιά, η οποία μας αγγίζει παντού και μας ικανοποιεί συνολικά, όχι μόνο «εγκεφαλικά». Διεγείρει όλες τις πλευρές μας σε μέθεξη Αυτού που μας ξεπερνά και μας μεθά σαν έρωτας. Με την κορύφωση της συν-ουσίας Αυτού και έχοντας εξαντλήσει κάθε ετερότητα μας, αφού θα έχουμε διαθέσει όλη τη λογική μας δύναμη στον έρωτα του Λόγου Του, μπορούμε να ενταχθούμε σαν άρτια μέρη στην απλή, αυτονόητη, επαναλαμβανόμενη αρτιότητα, ολότητα και κυκλικότητα του αέναου κόσμου, όπως μας τον υποδεικνύει παραδειγματικά η γύρω μας φύση.
Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ποιο ακριβώς είναι Αυτό, όπως δεν μπορούμε να αιτιολογήσουμε ποτέ πλήρως τον έρωτα μας. Όμως, όπως στον έρωτα αν και δεν τον ξέρουμε ακριβώς, μπορούμε να διακρίνουμε τι είναι ερωτικό και τι δεν είναι, έτσι και με Αυτό, μπορούμε να διακρίνουμε τι είναι αυτό που του αναλογεί, όπως η ερω(τημα)τικότητα ή άλλα χαρακτηριστικά, τα οποία να μας δώσουν τη γενική κατεύθυνση και τα συγκεκριμένα πατήματα για να βαδίζουμε σωστά. Ρυθμίζοντας το σωστό ως προς Αυτό, σημαίνει ότι ρυθμίζουμε τις πράξεις και τις κρίσεις μας σαφώς ερωτηματικά, δηλαδή ως προς κάτι που δεν ξέρουμε ακόμη, και όχι ως προς κάτι που ήδη γνωρίζουμε από πριν. Αυτό απελευθερώνει το σωστό από τα λάθη του παρελθόντος και το κάνει να είναι σωστό, όχι γιατί δεν είναι λάθος, αλλά γιατί είναι σωστό.
Αυτό δεν είναι ξέχωρο από τον κόσμο και το γίγνεσθαι του, αλλά είναι ο ίδιος ο κόσμος στην ολότητα του και το γίγνεσθαι στην αιωνιότητα του. Δεν βρίσκεται εκτός των πραγμάτων, αλλά παρουσιάζεται μέσω αυτών, αποτελώντας την κάθε τους στιγμή και ταυτόχρονα την αιωνιότητα από όπου πηγάζουν, στην οποία πλέουν και σε αυτήν που επιστρέφουν. Ο Λόγος Αυτού εμπεριέχεται στο κάθε τι, σαν η αιτία της ύπαρξης κάθε πράγματος, σαν ο λόγος αυτού του πράγματος. Δεν θα τον συλλάβουμε πηδώντας έξω από τα πράγματα, τον χώρο και τον χρόνο, αλλά εξερευνώντας τα ως προς Αυτό, γνωρίζοντας τα εν σχέσει με το απόλυτο του και μαθαίνοντας τον εαυτό μας στη σχέση του με αυτό.
Η ατελεύτητη και απρόσκοπτη, φυσική και αβίαστη ερωτηματοθεσία μας μπορεί να μας οδηγήσει με τις απαντήσεις που βρίσκει κοντά σε Αυτό και οι οποίες εκπορεύονται σαν ερωτήσεις από Αυτό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο πλουτίζουμε σε γνώσεις, αλλά ό,τι μαθαίνουμε είναι σύμφωνο με Αυτό και ευσταθεί. Όταν η γνώση δεν επι-στρέφεται σαν ερώτηση για το Όλον, από όπου προήλθε το επιμέρους πράγμα που εμείς καταφέραμε να γνωρίσουμε, αλλά κατακρατείται σαν δική μας απάντηση, ώστε να εκμεταλλευτούμε με αυτήν το πράγμα που μας την έδωσε, παραβαίνει την τάξη της συμπαντικής οικονομίας κατακρατώντας κάτι που δεν της ανήκει. Η τάξη αυτή όντας ασύλληπτη όπως κι Αυτό, δεν εμπίπτει στον δικό μας έλεγχο για να τη χειραγωγήσουμε και τιμωρεί αναπόφευκτα την παραβατική γνώση του ανθρώπου.
Η σύλληψη της τάξης Αυτού είναι εκτός δυνατοτήτων της συμβατικής γνώσης και βρίσκεται ακριβώς στα όρια της, εκεί, όπου η γνώση έχοντας εξαντλήσει τη γνωστική της δύναμη ανοίγεται στο άγνωστο, αποδέχεται την ασύλληπτη τάξη του και γίνεται πίστη. Η πίστη, ως υπερβατική γνώση, που (ανα)γνωρίζει το άγνωστο χωρίς να το ξέρει, έλκει σαν μαγνήτης τη γνωστικότητα να αναπτυχθεί στο πεδίο της για να γνωρίσει κι αυτή από κοντά τη μυστική γνώση της πίστης. Με αποτέλεσμα, η γνώση αναπτυσσόμενη μέσα στο ελκτικό πεδίο της πίστης να διευρύνει διαρκώς τα όρια της, χωρίς να τα παραβαίνει.
Μέσα στα διαρκώς διευρυνόμενα όρια της γνώσης, τα ονόματα και τα σύμβολα που δίνουμε στα πράγματα που γνωρίζουμε και στις σχέσεις που διαπιστώνουμε, ονομάζουν συμβατικά κάτι το υπερβατικό το οποίο πάντα θα μας διαφεύγει, που είναι το Όλον όπου είναι ενταγμένα τα πράγματα κι από όπου αναβλύζουν οι μορφές τους. Αν το παραγνωρίζουμε και νομίζουμε ότι ονομάζοντας τα πράγματα, μπορούμε και να τα ελέγξουμε, σαν να τα κατέχουμε στην ολότητα τους, αυθαιρετούμε. Μπορεί τα πράγματα να υποχωρούν προσωρινά στον αυθαίρετο γνωστικό τους εγκλωβισμό, που τα διασπά σε αναλυτικούς χαρακτηρισμούς των μερών τους για να τα ελέγχει διαιρεμένα, αλλά όταν αυτά όλα μαζί ανασυντίθενται σαν ο σύνολος κόσμος ενώπιον του δικαστηρίου της όλης και αδιαίρετης πραγματικότητας Αυτού, καταδικάζουν τον αυθαιρετούντα άνθρωπο αφαιρώντας του κάθε εξουσία. Αν δεν το καταλάβει αυτό έγκαιρα, τότε, ο άνθρωπος θα κληθεί, αργά ή γρήγορα, να επιστρέψει με τόκο όσο πλούτο απέκτησε με τη λαφυραγωγημένη γνώση της φύσης. Τα κενά της αποσπασματικής του γνώσης δεν θα μπορούν για πολύ να συγκαλύπτονται με τους δογματισμούς κάθε είδους που μετέρχεται για να ολοκληρώσει κατ’ ιδίαν και αυτάρεσκα την ερμηνεία του κόσμου, αποστομώνοντας τα ερωτήματα του λόγου του και οικειοποιούμενος καταχρηστικά Αυτό που τον υπερβαίνει και δεν θα το μάθει ποτέ, όσο κι αν θέλει να τα ξέρει όλα.
Οι απαντήσεις που έχουν δώσει όλα ανεξαιρέτως τα δόγματα, θρησκευτικά ή επιστημονικά, για να οικειοποιηθούν Αυτό παρουσιάζοντας το απαντημένο από αυτά, δεν στηρίζονται στη φυσική και λογική αλληλουχία αιτίας και αποτελέσματος, αλλά τη διακόπτουν βίαια, χωρίς να παρακολουθούν τις συνέπειες της και την κλείνουν βιαστικά επικαλούμενες κάποιον αβέβαιο κανόνα σαν συμπαντική εξίσωση τους ή κάποιο αφύσικο γεγονός σαν θεό τους. Αυτή η διακοπή της λογικής ακολουθίας επιτρέπει τον παραλογισμό να παρεισφρέει κατά καιρούς μαζικά στην τάξη των ανθρώπων προκαλώντας απώλεια νοήματος, έκπτωση γνώσεων, αταξία και καταστροφή σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτό έχει ιστορικά συμβεί και δεν αποκλείεται να ξανασυμβεί, αν δεν αντιληφθούμε τη βαθύτερη αιτία αυτού του παραλογισμού· τον βιαστικό και βίαιο τερματισμό της λογικής μας ακολουθίας. Επειδή ο λόγος μας κατευθύνεται αβίαστα και από μόνος του στον Λόγο, ρέοντας μέσα από τη φυσική κοίτη των λέξεων, των προτάσεων και της λογικής τους ακολουθίας προς Αυτό, όταν διακόπτεται και φράσσεται η ροή του, υπερπηδά τα λογικά του πλαίσια πλημμυρίζοντας με παράλογα πάθη τον άνθρωπο, που με τον εξοπλισμό του μπορεί να προκαλεί υπέρμετρες καταστροφές. Η απρόσκοπτη ροή του λόγου μας είναι η μόνη που μπορεί να μας προστατεύσει από τέτοιες περιοδικές (αυτό)καταστροφές και να μας ανοίξει ασφαλή περάσματα προς την αέναη δημιουργία Αυτού, από όπου έχουμε προέλθει και όπου επιστρέφουμε περνώντας από αυτή τη γη που ζούμε.
Εφόσον το ποιο είναι Αυτό μένει σαν ερώτημα ανοιχτό και δεν φράσσεται με πρόχειρες απαντήσεις, που ανακόπτουν την ερωτηματικότητα μας οδηγώντας την πρόωρα στο τέλος της, προκαλεί το λογικό μας να κινηθεί προς συνάντησή του και το προσκαλεί σαν έρωτας. Ο έρωτας και το ερώτημα έχουν ρίζα κοινή στα ελληνικά (όπως και οι συναφείς λέξεις του «ρο», «ροή», «ρώμη» και «ρήμα»), γιατί αυτό που ερωτά ή αναρωτιέται είναι ανοικτό και αναζητά μια απάντηση, κάποιον ή κάτι να το συναντήσει, ενώ, αντίθετα, ότι είναι απαντημένο είναι και κλειστό. Εφόσον Αυτό μένει ανοιχτό στη σκέψη μας, έλκει ερωτηματικά το λογικό μας να συνευρεθεί με την ολότητά του και του δίνει χώρο ελεύθερο να αναπτυχθεί προς κάθε κατεύθυνση μέχρι να φωτίσει όλες τις πτυχές της ύπαρξης μας και να εξερευνήσει κάθε δυνατότητα, ώσπου να μας ταξιδέψει στις εσχατιές μας και εκεί να μας ενώσει με Αυτό, το πέρα από εμάς. Προσανατολισμένοι ερωτικά και ερωτηματικά σε Αυτό, όχι μόνο μαθαίνουμε, αλλά μαθαίνοντας συν-ουσιαζόμαστε την πληρότητα του, βιώνοντας την ευφορία της. Γνωρίζοντας τον κόσμο ερω(τημα)τικά, η γνώση αποκτά βιωματική και οργανική χροιά, η οποία μας αγγίζει παντού και μας ικανοποιεί συνολικά, όχι μόνο «εγκεφαλικά». Διεγείρει όλες τις πλευρές μας σε μέθεξη Αυτού που μας ξεπερνά και μας μεθά σαν έρωτας. Με την κορύφωση της συν-ουσίας Αυτού και έχοντας εξαντλήσει κάθε ετερότητα μας, αφού θα έχουμε διαθέσει όλη τη λογική μας δύναμη στον έρωτα του Λόγου Του, μπορούμε να ενταχθούμε σαν άρτια μέρη στην απλή, αυτονόητη, επαναλαμβανόμενη αρτιότητα, ολότητα και κυκλικότητα του αέναου κόσμου, όπως μας τον υποδεικνύει παραδειγματικά η γύρω μας φύση.
Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ποιο ακριβώς είναι Αυτό, όπως δεν μπορούμε να αιτιολογήσουμε ποτέ πλήρως τον έρωτα μας. Όμως, όπως στον έρωτα αν και δεν τον ξέρουμε ακριβώς, μπορούμε να διακρίνουμε τι είναι ερωτικό και τι δεν είναι, έτσι και με Αυτό, μπορούμε να διακρίνουμε τι είναι αυτό που του αναλογεί, όπως η ερω(τημα)τικότητα ή άλλα χαρακτηριστικά, τα οποία να μας δώσουν τη γενική κατεύθυνση και τα συγκεκριμένα πατήματα για να βαδίζουμε σωστά. Ρυθμίζοντας το σωστό ως προς Αυτό, σημαίνει ότι ρυθμίζουμε τις πράξεις και τις κρίσεις μας σαφώς ερωτηματικά, δηλαδή ως προς κάτι που δεν ξέρουμε ακόμη, και όχι ως προς κάτι που ήδη γνωρίζουμε από πριν. Αυτό απελευθερώνει το σωστό από τα λάθη του παρελθόντος και το κάνει να είναι σωστό, όχι γιατί δεν είναι λάθος, αλλά γιατί είναι σωστό.
No comments:
Post a Comment