Αυτό που λείπει για να αναπτυχθεί η συνιστώσα δυναμική των ανθρώπων, είναι η καθαρή προβολή του Γενικού, που θα συγκεντρώσει τα εν δυνάμει ηγετικά άτομα από διάφορες περιοχές στη διαμόρφωση των εξελικτικών του προτύπων. Δεν λείπουν οι πρωτοπορίες σε διάφορους επιμέρους τομείς, ούτε στερούνται προτύπων όσοι ειδικοί χώροι συγκεντρώνουν ικανά άτομα στα δικά τους υποσυστήματα αναφοράς. Μάλιστα, δεν λείπει ούτε ο γενικός χώρος, που διαπραγματεύεται γενικά ζητήματα, αλλά είναι «λίγος» γιατί μικραίνει, επιμερίζει, εξειδικεύει ή σχετικοποιεί το γενικό· αυτό τον καθιστά ανεπαρκή για την προβολή του καθαρού Γενικού.
Αυτό που λείπει είναι το πολύ· το λίγο υπάρχει, τουλάχιστον για πολλούς, αν και κάποιοι μπορεί να μην το έχουν ούτε κι αυτό, οπότε τους λείπει περισσότερο το πολύ, για να τους σώσει από αυτό το ελάχιστο που δεν αρκεί ούτε για την επιβίωση τους. Το πολύ, που λείπει γενικά, δεν μπορεί να παραχθεί από ένα γενικό που δεν γενικεύεται στον μέγιστο βαθμό, ώστε να συστηματοποιεί τις ειδικότητες των ατόμων στην κατεύθυνση του μεγιστοποιημένου πλούτου που εγγυάται η ένταξη τους στο γενικό του σύστημα.
Όταν το γενικό γενικεύεται διαρκώς τείνοντας στο καθαρό Γενικό, καμία μορφή της ανθρώπινης ύπαρξης δεν μπορεί να επιτεθεί κάποιας άλλης για να την υποτάξει, να την εκτοπίσει ή να την υποκαταστήσει ως γενικότερη αυτής, τη στιγμή που όλες θα κλιμακώνονται προς την καθαρότητα τους βάσει της κοινής τους αναφοράς στο Γενικό, που τις βγάζει από τη σχηματοποίηση τους ανοίγοντας τες στο πέραν αυτών. Έτσι, η κλιμάκωση των ειδικών αναφορών στην κοινή αναφορά τους σε ένα Γενικό πέραν αυτών, αποκλιμακώνει και τις εντάσεις μεταξύ των μορφών κάθε είδους, αποφορτίζει την εγκλωβισμένη σε αδιέξοδες αυτοαναφορικότητες ενέργεια τους και τις οδηγεί στην καθαρότητα.
Η αποφόρτιση των διϋποκειμενικών και ενδοϋποκειμενικών εντάσεων μέσω της ρηματικής αναφοράς τους στο απόλυτο ή σε έννοιες αναγόμενες σε αυτό, επιτρέπει την αντικειμενικότητα, τόσο αυτή καθαυτή, όσο και αντικειμενοποιημένη (με τη μορφή των αντικειμένων). Η αντικειμενικότητα αυτή καθαυτή αναδεικνύεται εκ της αντικειμενικότητας του απόλυτου· αφού τα υποκείμενα αναφέρονται σε αυτό δεν μπορεί παρά να αποδέχονται την ύπαρξη μιας αντικειμενικότητας πέραν αυτών. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί στην αποδοχή της αντικειμενικότητας των αντικειμένων, των οποίων ο διακεκριμένος χώρος αναγνωρίζεται σαν υπάρχον έξω από τα υποκείμενα, τα οποία πλέον περιορίζονται στον δικό τους χώρο, αυτόν που τους ανήκει καθαρά, οπότε, η ένταση τους κατευθύνεται εκεί που αντικειμενικά είναι να πάει, στο πέραν του χώρου τους, στον χρόνο και στον βιωματικό τους πλούτο.
Η επαναφορά των υποκειμένων στο αντικειμενικό τους ζητούμενο, τον χρόνο, εξαντικειμενικεύει τις ατομικές αναζητήσεις πλούτου εντάσσοντας τες στο γενικό πλαίσιο του κοινού γίγνεσθαι όλων, από το οποίο προέρχονται και στο οποίο επιστρέφουν τα άτομα, χωρίς να κρατούν τίποτε για αυτά, αφού παρέρχονται με τον χρόνο κι ό,τι μένει είναι αυτό που αντικειμενικά αφήνουν πίσω τους, ως έργο ή πράγμα, και το οποίο ορίζει τον αντικειμενικό πλούτο. Ο μόνος πλούτος που ανήκει για πάντα στο άτομο είναι ο βιωματικός, που είναι και ο καθαρά υποκειμενικός. Ενώ, ο αντικειμενοποιημένος σε έργο ή πράγμα πλούτος είναι αντικειμενικός και καθαρά Γενικός, μη ανήκοντας καν στο σύνολο των ανθρώπων, αλλά στο όλον όλων των μορφών. Όπως ο αντικειμενικός πλούτος είναι γενικός, έτσι και η αντικειμενική φτώχεια είναι γενική, και θα συνεχίσει να είναι μέχρι να μην απομείνει κανείς ελλιπής και τίποτε λειψό.
Η ανάδειξη του καθαρού Γενικού σε σημείο αναφοράς των υποκειμενικών εντάσεων εξαντικειμενικεύει τον πλουτισμό αποφορτίζοντας τον υποκειμενισμό του και στρέφοντας το ενεργειακό πλεόνασμα του υποκειμένου στη ρηματική διάθεση του προς το αντικείμενο με το οποίο συνέχεται σε κοινή πρόταση εν τω γίγνεσθαι. Η μεταφορά ενέργειας από το υποκείμενο στο αντικείμενο μέσω του ρηματικού χρόνου παράγει καθαρό πλούτο, τόσο στην υποκειμενική του μορφή, παρέχοντας το βίωμα του χρόνου, όσο και στην αντικειμενική, παράγοντας με την αντικειμενοποίηση τής ενέργειας τα έργα και τα πράγματα που αποφέρουν πλούτο σε όλους, ενώ, εμπλουτίζει συνάμα το Γενικό με τις μορφές που παράγει. Έτσι έχουμε πλούτο με όλη τη σημασία, μέσα από μια αφθονία που ξεχειλίζει και τους τρέφει όλους: και το εγώ (σαν υποκείμενο) και το εσύ (σαν αντικείμενο) και το εμείς (σαν γενικό).
Η αφθονία, που φέρει τη γενική ευφορία, βγαίνει από την ευφορική διάθεση του επιμέρους προς το Γενικό, όταν το Γενικό εμπιστεύεται σαν η γόνιμη μήτρα του γένους, που γεννά τον πλούτο επιστρέφοντας πολλαπλάσιο ό,τι της προσφέρεται παράγοντας διαρκώς κάτι το τρίτο, το οποίο υπερβαίνει τα δύο που ενώθηκαν για αυτό. Το πώς το κάνει είναι άγνωστο και αναπάντητο ερωτηματικό, αλλά το μόνο βέβαιο είναι ότι Αυτό, το Γένος όλων, το κάνει, όπως έκανε κι εμάς και κάθε τι. Μόνο η αναφορά σε ένα τόσο ερω(τημα)τικά πλουσιοπάροχο Γενικό μπορεί να προκαλέσει τέτοια ευφορική διάθεση και να παράγει τόσο πλούτο που να ξεχειλίζει αφθονία σκορπώντας γενική ευφορία.
Οτιδήποτε λιγότερο από Αυτό στην καθαρή του απροσδιοριστία, σημαίνει περιορισμό του μέγιστου δυνατού. Ο περιορισμός Αυτού σε κάτι επιμέρους, ειδικό και προσδιορίσιμο, περιορίζει και τη δυνατότητα μεγιστοποίησης στα πλαίσια του ελάχιστου. Γι’ αυτό όπου, αντί για τη δυνατότητα του πλούτου, προβάλλεται το αναντίρρητο δεδομένο της φτώχειας, η προβολή αυτή συνοδεύεται πάντα με την εικόνα ενός συγκεκριμένου «θεού» ή με τον τύπο ενός «απόλυτου κανόνα» προσδιορισμένου και συνεπώς περιορισμένου.
Η φτώχεια είναι αναντίρρητα υπαρκτή· δεν αποτελεί ένα ζητούμενο, αλλά ένα δεδομένο, που μετράει αυτό που δεν έχουμε, ενώ θα μπορούσαμε, όπως κι αυτό που δεν είμαστε ακόμη, ενώ το μπορούμε. Δίνει το μέτρο της έλλειψης και για αυτό συνοδεύεται από δυσφορία για την απόσταση που μας χωρίζει από την πληρότητα, στην οποία μας οδηγεί ο καθαρός πλούτος, που γι’ αυτό προκαλεί ευφορία και έτσι όλοι τον θέλουν. Το ζήτημα που βάζει η φτώχεια δεν είναι αυτή, αλλά αυτό ως προς το οποίο ορίζεται μετρώντας την απόσταση, δηλαδή ο πλούτος. Το ερώτημα, λοιπόν, τίθεται προς την πληρότητα, στην οποία μας οδηγεί ο πλούτος και από την οποία, απλά, η φτώχεια μετράει την απόσταση που μας χωρίζει.
Αυτό που λείπει είναι το πολύ· το λίγο υπάρχει, τουλάχιστον για πολλούς, αν και κάποιοι μπορεί να μην το έχουν ούτε κι αυτό, οπότε τους λείπει περισσότερο το πολύ, για να τους σώσει από αυτό το ελάχιστο που δεν αρκεί ούτε για την επιβίωση τους. Το πολύ, που λείπει γενικά, δεν μπορεί να παραχθεί από ένα γενικό που δεν γενικεύεται στον μέγιστο βαθμό, ώστε να συστηματοποιεί τις ειδικότητες των ατόμων στην κατεύθυνση του μεγιστοποιημένου πλούτου που εγγυάται η ένταξη τους στο γενικό του σύστημα.
Όταν το γενικό γενικεύεται διαρκώς τείνοντας στο καθαρό Γενικό, καμία μορφή της ανθρώπινης ύπαρξης δεν μπορεί να επιτεθεί κάποιας άλλης για να την υποτάξει, να την εκτοπίσει ή να την υποκαταστήσει ως γενικότερη αυτής, τη στιγμή που όλες θα κλιμακώνονται προς την καθαρότητα τους βάσει της κοινής τους αναφοράς στο Γενικό, που τις βγάζει από τη σχηματοποίηση τους ανοίγοντας τες στο πέραν αυτών. Έτσι, η κλιμάκωση των ειδικών αναφορών στην κοινή αναφορά τους σε ένα Γενικό πέραν αυτών, αποκλιμακώνει και τις εντάσεις μεταξύ των μορφών κάθε είδους, αποφορτίζει την εγκλωβισμένη σε αδιέξοδες αυτοαναφορικότητες ενέργεια τους και τις οδηγεί στην καθαρότητα.
Η αποφόρτιση των διϋποκειμενικών και ενδοϋποκειμενικών εντάσεων μέσω της ρηματικής αναφοράς τους στο απόλυτο ή σε έννοιες αναγόμενες σε αυτό, επιτρέπει την αντικειμενικότητα, τόσο αυτή καθαυτή, όσο και αντικειμενοποιημένη (με τη μορφή των αντικειμένων). Η αντικειμενικότητα αυτή καθαυτή αναδεικνύεται εκ της αντικειμενικότητας του απόλυτου· αφού τα υποκείμενα αναφέρονται σε αυτό δεν μπορεί παρά να αποδέχονται την ύπαρξη μιας αντικειμενικότητας πέραν αυτών. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί στην αποδοχή της αντικειμενικότητας των αντικειμένων, των οποίων ο διακεκριμένος χώρος αναγνωρίζεται σαν υπάρχον έξω από τα υποκείμενα, τα οποία πλέον περιορίζονται στον δικό τους χώρο, αυτόν που τους ανήκει καθαρά, οπότε, η ένταση τους κατευθύνεται εκεί που αντικειμενικά είναι να πάει, στο πέραν του χώρου τους, στον χρόνο και στον βιωματικό τους πλούτο.
Η επαναφορά των υποκειμένων στο αντικειμενικό τους ζητούμενο, τον χρόνο, εξαντικειμενικεύει τις ατομικές αναζητήσεις πλούτου εντάσσοντας τες στο γενικό πλαίσιο του κοινού γίγνεσθαι όλων, από το οποίο προέρχονται και στο οποίο επιστρέφουν τα άτομα, χωρίς να κρατούν τίποτε για αυτά, αφού παρέρχονται με τον χρόνο κι ό,τι μένει είναι αυτό που αντικειμενικά αφήνουν πίσω τους, ως έργο ή πράγμα, και το οποίο ορίζει τον αντικειμενικό πλούτο. Ο μόνος πλούτος που ανήκει για πάντα στο άτομο είναι ο βιωματικός, που είναι και ο καθαρά υποκειμενικός. Ενώ, ο αντικειμενοποιημένος σε έργο ή πράγμα πλούτος είναι αντικειμενικός και καθαρά Γενικός, μη ανήκοντας καν στο σύνολο των ανθρώπων, αλλά στο όλον όλων των μορφών. Όπως ο αντικειμενικός πλούτος είναι γενικός, έτσι και η αντικειμενική φτώχεια είναι γενική, και θα συνεχίσει να είναι μέχρι να μην απομείνει κανείς ελλιπής και τίποτε λειψό.
Η ανάδειξη του καθαρού Γενικού σε σημείο αναφοράς των υποκειμενικών εντάσεων εξαντικειμενικεύει τον πλουτισμό αποφορτίζοντας τον υποκειμενισμό του και στρέφοντας το ενεργειακό πλεόνασμα του υποκειμένου στη ρηματική διάθεση του προς το αντικείμενο με το οποίο συνέχεται σε κοινή πρόταση εν τω γίγνεσθαι. Η μεταφορά ενέργειας από το υποκείμενο στο αντικείμενο μέσω του ρηματικού χρόνου παράγει καθαρό πλούτο, τόσο στην υποκειμενική του μορφή, παρέχοντας το βίωμα του χρόνου, όσο και στην αντικειμενική, παράγοντας με την αντικειμενοποίηση τής ενέργειας τα έργα και τα πράγματα που αποφέρουν πλούτο σε όλους, ενώ, εμπλουτίζει συνάμα το Γενικό με τις μορφές που παράγει. Έτσι έχουμε πλούτο με όλη τη σημασία, μέσα από μια αφθονία που ξεχειλίζει και τους τρέφει όλους: και το εγώ (σαν υποκείμενο) και το εσύ (σαν αντικείμενο) και το εμείς (σαν γενικό).
Η αφθονία, που φέρει τη γενική ευφορία, βγαίνει από την ευφορική διάθεση του επιμέρους προς το Γενικό, όταν το Γενικό εμπιστεύεται σαν η γόνιμη μήτρα του γένους, που γεννά τον πλούτο επιστρέφοντας πολλαπλάσιο ό,τι της προσφέρεται παράγοντας διαρκώς κάτι το τρίτο, το οποίο υπερβαίνει τα δύο που ενώθηκαν για αυτό. Το πώς το κάνει είναι άγνωστο και αναπάντητο ερωτηματικό, αλλά το μόνο βέβαιο είναι ότι Αυτό, το Γένος όλων, το κάνει, όπως έκανε κι εμάς και κάθε τι. Μόνο η αναφορά σε ένα τόσο ερω(τημα)τικά πλουσιοπάροχο Γενικό μπορεί να προκαλέσει τέτοια ευφορική διάθεση και να παράγει τόσο πλούτο που να ξεχειλίζει αφθονία σκορπώντας γενική ευφορία.
Οτιδήποτε λιγότερο από Αυτό στην καθαρή του απροσδιοριστία, σημαίνει περιορισμό του μέγιστου δυνατού. Ο περιορισμός Αυτού σε κάτι επιμέρους, ειδικό και προσδιορίσιμο, περιορίζει και τη δυνατότητα μεγιστοποίησης στα πλαίσια του ελάχιστου. Γι’ αυτό όπου, αντί για τη δυνατότητα του πλούτου, προβάλλεται το αναντίρρητο δεδομένο της φτώχειας, η προβολή αυτή συνοδεύεται πάντα με την εικόνα ενός συγκεκριμένου «θεού» ή με τον τύπο ενός «απόλυτου κανόνα» προσδιορισμένου και συνεπώς περιορισμένου.
Η φτώχεια είναι αναντίρρητα υπαρκτή· δεν αποτελεί ένα ζητούμενο, αλλά ένα δεδομένο, που μετράει αυτό που δεν έχουμε, ενώ θα μπορούσαμε, όπως κι αυτό που δεν είμαστε ακόμη, ενώ το μπορούμε. Δίνει το μέτρο της έλλειψης και για αυτό συνοδεύεται από δυσφορία για την απόσταση που μας χωρίζει από την πληρότητα, στην οποία μας οδηγεί ο καθαρός πλούτος, που γι’ αυτό προκαλεί ευφορία και έτσι όλοι τον θέλουν. Το ζήτημα που βάζει η φτώχεια δεν είναι αυτή, αλλά αυτό ως προς το οποίο ορίζεται μετρώντας την απόσταση, δηλαδή ο πλούτος. Το ερώτημα, λοιπόν, τίθεται προς την πληρότητα, στην οποία μας οδηγεί ο πλούτος και από την οποία, απλά, η φτώχεια μετράει την απόσταση που μας χωρίζει.
No comments:
Post a Comment