Friday, August 18, 2006

[1]

ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
Υπάρχει «κάτι» πέρα από τον καθένα μας, κάποιο κριτήριο υπεράνω όλων μας, στο οποίο μπορούμε και πρέπει να στραφούμε για να προσανατολίσουμε τις κρίσεις και τις πράξεις μας βάσει του υπέρτατου νόμου και κανόνα του για να ευδοκιμήσουμε στη ζωή. Χωρίς αυτό προχωρούμε στα τυφλά, μαθαίνοντας ό,τι μαθαίνουμε μόνο από τα λάθη μας, τα οποία μπορεί κάποια στιγμή να αποβούν μοιραία αποκλείοντας μας από κάθε εκ των υστέρων γνώση. Με αυτό το «κάτι πέρα από τον καθένα μας» αναφερόμαστε σε αυτό που δεν αρχίζει και τελειώνει με εμάς, αλλά προηγείται και έπεται από εμάς. Είναι αυτό που μας υπερβαίνει και μας εμπεριέχει, αποτελώντας τον καταγωγικό νόμο, που πρέπει να σεβαστούμε, όπως και τον προαγωγικό κανόνα, που μπορούμε να έχουμε οδηγό για να μην πηγαίνουμε στα τυφλά. «Αυτό το κάτι» είναι ο λόγος για τον οποίο υπάρχουμε. Είναι το ύστατο «γιατί» στο οποίο καταλήγουν όλες οι ερωτήσεις μας και μένουν αναπάντητες, αφήνοντάς το να αιωρείται υπεράνω όλων των απαντήσεων μας, σαν το ανυπέρβλητο μας ερωτηματικό.

Ακόμη κι αν μπορέσουμε να βρούμε κάποτε το πώς έγινε το κάθε τι, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να μάθουμε το γιατί έγινε, διότι η απάντηση αυτού του «γιατί» μάς περιλαμβάνει. Είμαστε μέσα της και δεν μπορούμε να τη διακρίνουμε έξω από εμάς. Ο λόγος της ύπαρξης μας υπάρχει μέσα μας, είναι ένα και ταυτό με εμάς. Μπροστά του δεν έχουμε κανενός είδους καθρέπτη να μας δούμε, αφού η δυνατότητα του αντικαθρεφτίσματος που μας δίνει ο λόγος, έχει τον ίδιο λόγο ύπαρξης με τον λόγο της ύπαρξης μας. Εδώ, δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την έλλογη αντανάκλαση των πραγμάτων μέσα μας με τα είδωλα των λέξεων τους, ώστε να καταφέρουμε να δούμε εμάς και μαζί τον ίδιο τον καθρέφτη, δηλαδή τον λόγο του λόγου μας.

Τον απώτατο, ύστατο και δημιουργό λόγο όλων των λόγων ύπαρξης του κάθε τι, άρα και του δικού μας λογικού, δεν μπορούμε να τον διακρίνουμε διότι προηγείται από εμάς και τη νόηση μας, που δεν είναι παρά δημιούργημα του. Μπορούμε, όμως, να τον προϋποθέσουμε, αφού αυτός είναι η προϋπόθεση της ύπαρξης μας, όπως και να υποθέσουμε τον τρόπο που εκδηλώνεται στα πράγματα, φανερώνεται στα φαινόμενα και υπάρχει σαν «γιατί» μέσα στο «πώς», το «ποιό» και «πόσο» του κάθε τι. Σύμφωνα με τις υποθέσεις του τρόπου του, μπορούμε να κινηθούμε μες το σκοτάδι της άγνοιάς μας, χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα να χτυπάμε το κεφάλι στις συνέπειες των λαθών μας για να μαθαίνουμε.

Κάτι που δεν μπορούμε να το ξέρουμε δεν μπορούμε βέβαια και να το ονομάσουμε. Κάθε όνομα που έχει δοθεί σε «αυτό το κάτι», μόνο μεταφορικά μπορεί να γίνει δεκτό. Όσοι χρησιμοποιούν λέξεις, εκφράσεις, διατυπώσεις και αφηγήσεις πιστεύοντας ότι αναφέρονται κυριολεκτικά σε «αυτό το κάτι», (κι όχι υπαινικτικά μέσω μεταφορών, θρησκευτικών ή λογικών), αυταπατώνται ή εξαπατούν, επιχειρώντας μάταια να ιδιοποιηθούν αυτό στο οποίο ανήκουν.

Δεν μπορεί να δοθεί συγκεκριμένο όνομα με ορισμένο περιεχόμενο σε «αυτό» το οποίο είναι ο όρος και η προϋπόθεση κάθε ονόματος και οποιασδήποτε ονοματοθεσίας. Μπορεί μόνο να του γίνει έμμεση αναφορά και υπαινιγμός με λέξεις όσο πιο γενικές και ουδέτερες γίνεται. Ουδέτερες από κάθε περιεχόμενο και χαρακτηρισμό, που κάποιες γενικές λέξεις έχουν αποκτήσει με τη χρήση χάνοντας τη γενικότητα τους. Γι’ αυτό, θα αποφύγουμε τη λέξη «θεός», όχι μόνο επειδή είναι αρσενικού γένους στα ελληνικά, οπότε δεν είναι ουδέτερη γραμματικά, αλλά και διότι είναι μυθοποιημένη από τη θρησκευτική της χρήση. Παρόλο που σαν λέξη σημαίνει για όλους «αυτό το κάτι», όταν την αναφέρουμε παίρνει αμέσως περιεχόμενο ανάλογα με τη θρησκευτική θέση ή αντίθεση του καθένα. Είναι προσδιορισμένη ιστορικά, διότι ακόμη και όταν την αρνούμαστε, αρνούμαστε την ιστορία της· αυτό τη σημαδεύει και τη χαρακτηρίζει καθιστώντας την μεροληπτική κι όχι γενική και ουδέτερη, όπως πρέπει.

Η λέξη Λόγος, (με λάμδα κεφαλαίο, σαν λόγος του λόγου), είναι μεν κατάλληλα γενική, αφού αναφέρεται στον λόγο ύπαρξης τού κάθε τι, δεν είναι όμως γραμματικά ουδέτερη στα ελληνικά (είναι αρσενικού γένους), και επιπλέον έχει χαρακτηριστεί από την ακαδημαϊκή χρήση της. Παρά αυτές τις επιφυλάξεις θα τη χρησιμοποιούμε, διότι έχει κάποιες συνδηλώσεις (στα ελληνικά) που ταιριάζουν αν θέλουμε να αναφερθούμε σε «αυτό το κάτι» σαν αιτία, λόγο και πρωταρχικό ερώτημα της ύπαρξης μας. Άλλες γενικές και ουδέτερες λέξεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά περίσταση είναι το «Όλον» ή «Άπαν» ή «Σύμπαν», το «Είναι» ή το «Ον», το «Απόλυτο», το «Αιώνιο» ή «Αέναο», και άλλες, που αναφέρονται σ’ «αυτό» χωρίς τη ματαιοδοξία να το ονομάσουν κυριολεκτικά, αλλά μάλλον να το υπαινιχθούν μέσα από έννοιες ταυτόσημες του. Τις λέξεις που άπτονται «αυτού», τις γράφουμε με αρχικά κεφαλαία, τόσο για να τις διακρίνουμε από την «καθημερινή» χρήση τους, όπου αυτές αναφέρονται σε κάτι επιμέρους (και γράφονται με μικρό αρχικό), όσο και για να δείξουμε την αναβάθμιση που επιφέρουν στο επιμέρους ανάγοντας το στο απόλυτο της καταγωγής του (π.χ. ο λόγος του λόγου είναι ο Λόγος, το όλον όλων είναι το Όλον, το είναι του είναι ανα-κεφαλαιώνεται σε Είναι, κλπ).

Η καταλληλότερη λέξη για «αυτό» είναι η λέξη Αυτό. Είναι ουδέτερη από περιεχόμενο, γένος και ιστορία. Είναι γενική, αφού κάθε τι μπορεί να υποδειχθεί σαν «αυτό», και επιπλέον, φέρει κατάλληλες συνδηλώσεις. Αναδεικνύει την ερωτηματική φύση του λογικού μας, διότι όταν την εκφέρουμε μόνη της και λέμε «Αυτό», προκαλεί αυθόρμητα την ερώτηση «ποιο αυτό;». Υποδεικνύει προσανατολισμό, αφού λέγοντας «Αυτό», είναι σαν να δείχνουμε προς τα κάπου και να λέμε «δες, αυτό είναι». Επίσης, μας δίνει τη διαβεβαίωση που χρειαζόμαστε, όταν τη λέμε κατηγορηματικά σαν «Αυτό!», υπογραμμίζοντας ότι «Αυτό είναι και τίποτε άλλο», «Αυτό» το μόνο στο οποίο μπορούμε και πρέπει να βασιστούμε.

Η αναφορά σε Αυτό είναι αναπόσπαστο στοιχείο της φύσης του ανθρώπου, όπως φαίνεται τόσο στις θρησκείες και στις κοσμοθεωρίες που έχει επινοήσει για να το προσεγγίσει, όσο και στην ίδια τη λειτουργία του λογικού του, που με τη φυσική ανάπτυξη της σαν ερωτηματοθεσία καταλήγει σε Αυτό, την απώτατη αιτία όλων των αποτελεσμάτων και το ύστατο αποτέλεσμα όλων των αιτιών. Η καταληκτική αναφορά σε Αυτό όλων των ερμηνευτικών υποσυστημάτων είναι λογική συνέπεια της ύπαρξης μας και συνέπεια της λογικής ύπαρξης μας. Ακόμη και όταν κάποιες ερμηνείες καταλήγουν στην ανυπαρξία λογικής ή τον παραλογισμό για να ερμηνεύσουν ή να μην ερμηνεύσουν την πραγματικότητα, πάλι επικαλούνται έναν έσχατο λόγο για να στηρίξουν την όποια απόφανση τους, έστω κι αν αυτός είναι η απουσία λόγου. Η λογική του ανθρώπου δεν μπορεί να λειτουργήσει ερμηνευτικά χωρίς να αναφέρεται σε Αυτό, όποιο όνομα κι αν του δίνει. Ανάλογα πώς το αντιλαμβάνεται κάθε φορά και τι πιστεύει για Αυτό, συγκροτεί μια γενική θεωρία, βάσει της οποίας ερμηνεύει συστηματικά και πράττει ειδικά. Αν ερμηνεύει και πράττει λάθος, τότε η καταγωγή του λάθους πρέπει να αναζητηθεί στη λανθασμένη αναφορά του σε Αυτό. Εφόσον η αναφορά σε Αυτό είναι φυσική τάση του ανθρώπου δεν μπορεί να λανθάνει η ίδια αυτή καθ’ αυτή. Το λάθος πρέπει να συμβαίνει όταν ο άνθρωπος δεν αναφέρεται σε Αυτό καθαρά για να αναφερθεί σε Αυτό, όπως τον οδηγεί η φύση του, αλλά για κάποιον άλλο λόγο, όπως το να αποσπάσει από Αυτό κάποια χρησιμοθηρική γνώση (επιστημονική προσέγγιση) ή μια κατευναστική ηθική (θρησκευτική προσέγγιση). Ο κόσμος που κατασκευάζει ο άνθρωπος αναφερόμενος τεχνικά και τεχνητά σε Αυτό, μπορεί να καλύπτει κάποιες ανάγκες του και να τον εφησυχάζει προσωρινά, όμως μένει μόνιμα ελλιπής, μιας και δεν τον ολοκληρώνει, αφού αφήνει ανικανοποίητη τη φυσική του ανάγκη να αναφερθεί καθαρά σε Αυτό, όσο κι αν την εφησυχάζει με υποκατάστατα. Όταν η αναφορά του σε Αυτό ικανοποιηθεί καθαρά αυτή καθ’ αυτή και συμμετάσχει ακέραια στη διαμόρφωση του κόσμου του, τότε θα μπορέσει ο άνθρωπος να ησυχάσει και να εκ-πληρωθεί. Όσο θα ζούμε σε έναν κόσμο που δεν μας συμπεριλαμβάνει ακέραια ως πλήρεις οντότητες, αφήνοντας κάτι δικό μας από έξω ανένταχτο κι ανέκφραστο, βουβό και μόνο, δεν θα μπορούμε να ταυτιστούμε με αυτόν, ούτε και να ησυχάσουμε

3 comments:

Anonymous said...

Στράτο,

διάβασα το κείμενό σου, αυτό το πρώτο τουλάχιστον, με προσοχή…

ο Wittgenstein συνήθιζε να διακρίνει την αιτία – όπως χρησιμοποιεί την αιτία η σύγχρονη τεχνική ή επιστήμη – από το κίνητρο ή τον σκοπό εν γένει – που καθορίζει μερικώς και την συγκεκριμένη ιστορική πράξη… αν και η αναγωγή που οδηγεί από την πράξη στον σκοπό / ή στην αιτία της είναι αυτονόητη, εντούτοις, ο τόπος του αυτονόητου είναι ο τόπος που αξιώνει την προσοχή μας… αυτή η διάκριση δεν είναι καινοφανής: ο Kant είχε ήδη διακρίνει αποφασιστικά ανάμεσα σε ερωτήματα της επιστήμης και σε ερωτήματα του λόγου… η επιστήμη ευθυγραμμίζεται με την απαράβατη αρχή της αιτιότητας· αυτή είναι μία μεταφυσική αρχή η οποία ισχύει στέρεη σε κάθε έκφανση του μέγιστου ή και του ελάχιστου της ύλης – κι εδώ, σύμφωνα και με τον Kant, οφείλουμε να συλλάβουμε μία έννοια της ύλης που υπερβαίνει την διάσταση ύλη/δύναμη των αρχαίων και των σχολαστικών: κανένα υλικό αντικείμενο δεν κατονομάζεται, μόνον οι συγκροτητικοί και ρυθμιστικοί νόμοι που διαμορφώνουν τον τρόπο που συλλαμβάνουμε την ύλη διατυπώνονται… τα ερώτηματα του λόγου όμως συνυφαίνονται με την απορία και την αξίωση διατύπωσης, ρητής διατύπωσης, μίας αρχής ως αιτίας και λόγου του παντός… αυτά τα ερωτήματα είναι επίμονα, κατεξοχήν ιδιοτροπίες του ανθρώπου… αν ο Kant αναλαμβάνει να σχεδιαγραφήσει μία απάντηση, αυτό το πράττει προσανατολιζόμενος σαφώς στο πολιτικό / πραξεολογικό – κατ’ουσίαν η αρχή του απολύτου, σύμφωνα με τον Kant, θα παραμείνει σύστοιχη προς το πνεύμα που αν και μπορεί και συλλαμβάνει την αρχή, εντούτοις, δεν είναι σε θέση να διέλθει όλων των συλλογισμών προκειμένου να ανέλθει και να θεαθεί την αρχή (ο γερμανός είναι προφανώς καχύποπτος απέναντι σε κάθε συνοπτική τέχνη ή διαλεκτική)… ο Wittgenstein, αντίθετα, θέτοντας έμμεσα σε αμφιβολία κάθε δυνατότητα ρύθμισης της πράξης εκτός των παραδεδομένων εθυμοτυπιών ανάγει ως μείζων φιλοσοφική θέση την Σιωπή ή την Ησυχία… η σιωπή επισκέπτεται τη γλώσσα (ή η γλώσσα προσπέφτει γονυπετής στην άγνοια) όταν η γλώσσα πια δεν γνωρίζει προκειμένου να αρθρώσει τον λόγο της άγνοιάς της… όλα όσα λέω είναι φυσικά υπό αίρεση… η άγνοια έτσι μεταμορφώνεται σε απαράβατο άσυλο, ο ιερός τόπος που αρνείται κάθε προσδιορισμό – κατά το πρότυπο της μητρίας θεραπενίδας της, η φιλοσοφία εκπληρώνει τα σκοτεινά σημάδια των χρησμών της αποφατικής θεολογίας…

όλοι όμως μιλάμε κάπως – έστω αδέξια, όπως εγώ – και θέλουμε ενδόμυχα να διατυπώσουμε την αρχή ή μία ιδέα ή έννοια που να καθιστά το παν διάφανο, παρέχοντας τον σκοπό πια, και όχι την αιτία, αν όχι της ύπαρξής μας, τουλάχιστον της θλιβερής επίγνωσης του ζώου αυτού, ότι δηλαδή υπάρχει…

πολύ σωστά, αναφέρεσαι στη ‘μεταφορά’… η χρήση της λέξης ‘αυτό’ είναι μεταφορική (στο μέτρο που περικλείει αναρίθμητες συμπαραδηλώσεις και σημασίες) και ταυτόχρονα ως σχήμα επιτρέπει την υπόδειξη κάθε δυνατού αντικειμένου… ωστόσο θα παραπέμψω στον Σωκράτη και τον Πλάτωνα που σε χαλεπούς καιρούς συναρμόσαν οριστικά την υπόδειξη ή αναφορά με την πράξη της αναφοράς ή της υπόδειξης και προσδιόρισαν τον θεμελιοκρατικό λόγο ή εντόπισαν τον λόγο των θεμελίων στη δύναμη της ψυχής και τη μέθοδο ή όργανο – κοινό κτήμα όλων… θα επιμείνω ίσως, θρασύς, στον Λόγο… η μεταφορά προϋποθέτει την ανα-λογία… ως μεταφορά (λ.χ. μεταφορικά μιλάω) κάθε λεκτική χρήση, εν προκειμένω, η λέξη ‘αυτό’ αίρει τον ουδέτερο τόπο της διανοίγοντας κάθε ουδετερότητα στα γένη – εδώ το θηλυκό… η μεταφορά οφείλει να υποκαθιστά κάτι και αυτό το κάτι οφείλει να ενσαρκωθεί σε λόγο (γραφή και κείμενο) – όπως πράττουμε εμείς τώρα… η ενσάρκωση καθε μεταφοράς είτε είναι φιλοσοφικός λόγος ή καλλιτεχνική έκφραση ή ιστορική / πολιτική πράξη συγκαλύπτει την καταγωγή της και διανοίγει ως δυνατότητα την παραγωγή (καταγωγικός νόμος και προαγωγικός κανόνας, αναφέρεις, εξαιρετικά εύγλωττα και συνετά)… αυτή η ενσάρκωση είναι ανάγκη (ταυτόχρονα ως ιδιωτική στάση, αλλά πιο σημαντικά, νομοτελειακή κίνηση)… άρα οι ιστορικές μορφές αυτής της ενσάρκωσης δεν είναι μόνον σημεία / σημάδια της διέλευσης του απολύτου (Schelling), μνημεία ενός ουδέτερου λόγου, αλλά είναι η μοναδική δυνατότητα κάθε μεταφοράς, κάθε σκοτεινού ή λαμπερού ανθρώπινου χρησμού (ανθρώπινης πράξης)… είναι η ιστορία… εδώ είναι το ιερό σφαγείο του πνεύματος που επιβάλλει βίαια προσδιορισμούς και ευθυγραμμίζει σύμφωνα με τα παραδεδομένα όλες τις πράξεις – επιβάλλει τις πράξεις της… το χέρι της μαίας που ξεπετά την απορία μέσα από τα σωθικά μου είναι η διαρκής αναίρεση των προσδιορισμών και η ταυτόχρονη διαφύλαξή τους ως συλλογικής μνήμης, ιστορικής αφήγησης, κειμένων, μουσικής, ζωγραφικής κτλ. και όλα αυτά με ένα πνεύμα συγγενικό προς τον Fichte και το σκοτεινό εγώ της νύχτας του υποκειμένου, ωστόσο, μεγαλόπρεπο και ευγενικό στη φύση…

αυτό ωστόσο εγώ δεν μπορώ ούτε ‘αυτό’ να το κατονομάσω… προτιμώ την εκλεκτή ομήγυρη των φιλοσόφων που πειράστηκαν (συγκρότησαν το κείμενο ταυτόχρονα ως πείραμα και εμπειρία) και αποτύχαν… ευ-τυχία ή δυσ-τυχία, τύχη πάντοτε με την κυριολεκτική της σημασίας: εκείνη που μεταστρέφει ή διαστρέφει την τύχη σε ανάγκη και τανάπαλιν…

ο σκοτεινός λόγος που με παρακολουθεί είναι ο πιο καντιανός όλων (πιο καντιανός και από τον Kant ακόμη) όσων ακολουθήσαν ή θα ακολουθήσουν: ο Hegel…

ΥΓ. 1. οι παραπομπές είναι ένας τρόπος εύκολος που διευκολύνει την συγκάλυψη της αδυναμίας σκέψης μου – να με συγχωρείς αν η συναρμογή είναι αδέξια...
2. αν προτιμώ τον Λόγο είναι ακριβώς επειδή ο λόγος αξιώνει ταυτόχρονα τη γνώση, την απορία και την ερώτηση, την απάντηση και την επεξήγηση της απάντησης… ο λόγος συνυφαίνεται νοηματικά με τα γένη (και τα είδη), θηλυκά και αρσενικά και ουδέτερα… το ‘αυτό’ αντίθετα προϋποθέτει σιωπηλά το δάχτυλο που υποδεικνύει άρα την πράξη της υπόδειξης ή ένα εγώ που παρακολουθεί σιωπηλά και δεικνύει… θα ήθελα να πω ότι ο λόγος παράγει και παράγεται εκ των έσω, ενόσω το Αυτό συνιστά εξωτερικό προσδιορισμό - όμως δεν είμαι βέβαιος ότι πιστεύω ή μπορώ να διακρίνω το έσω από το έξω πια...
3. ελπίζω να μην έχω παρανοήσει σε σημείο που δεν μπορώ πια να επιστρέψω…
4. θα ήθελα να περιγράψεις αν και όποτε έχεις χρόνο ποιο ον είναι πλήρες, πώς δηλαδή εννοείς την πληρότητα - εκτός κι αν προτρέχω και θα πρέπει να συνεχίσω το διάβασμα με τις υποθέσεις της γενικής θεωρίας...
5. το κείμενό μου είναι αυτοκριτική… το δικό σου μου άρεσε ιδιαίτερα…

Στέλιος (κατά κόσμον Aufheber)

stratos said...

Στέλιο,
θα ευχόμουν να διαβάσεις και τα υπόλοιπα "με προσοχή".
(Αν και χωρίς προσοχή είναι αδύνατον να τα διαβάσει κάποιος.)

Οι επισημάνσεις σου είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Πρέπει να τις διαβάζει κανείς προσεκτικά, το οποίο θα προσπαθήσω με την επανειλημμένη ανάγνωση τους.

Κάποια από αυτά που θίγεις τα εξετάζω παρακάτω, όπως και το ερώτημα της πληρότητας.

Παρόλο που συχνά μού είναι αδύνατον να αναφερθώ στο ανείπωτο Αυτό χωρίς να αναφέρομαι στον Λόγο (όπως θα δεις παρακάτω), προτιμώ το "Αυτό" από τον "Λόγο", ακριβώς για να ξεπεράσω τον διχασμό του έσω-έξω μας, υποδεικνύοντας κάτι πέραν από εμάς, το οποίο όμως μας εμπεριέχει, άρα δεν είμαστε εμείς που το υποδεικνύουμε, αλλά Αυτό που μας υποδεικνύει να υποδεικνύουμε το πέραν από εμάς.

Anonymous said...

ό,τι με βασανίζει είναι να έχω αδικήσει... κι έχω αδικήσει καθώς διαβάζω τώρα την συνέχεια και μπορώ και βλέπω ότι έχω αδικήσει... όμως με παρηγορεί ότι κάθε έκφραση συγκροτεί μία βίαιη, άρα άδικη, πράξη που διακόπτει το συνεχές και εκκρεμεί μετέωρη μεταξύ της παλιννόστησης ή της οριστικής απόσχισης...

ζητώ προκαταβολικά συγνώμη

Στέλιος