Το κακό υπάρχει ως κενό, ως κάτι που δεν υπάρχει, αφού εν Αυτώ τίποτε δεν μπορεί να είναι κακό, από τι στιγμή που «είναι» κάτι, άρα έχει μια θέση στην ολότητα Αυτού. Το κακό είναι το «μη-είναι». Δεν έχει καμία υπόσταση, παρά συμβαίνει σαν καθαρή απώλεια, η οποία διαγράφει δια παντός από το Είναι ό,τι είναι λάθος. Όταν λέμε ότι κάτι είναι κακό ή κάνει το κακό εννοούμε ότι επιφέρει καθαρή απώλεια, ως καθαρό λάθος, που διαπράττεται μέσα στα όρια του γνωστού. Γι’ αυτό, είναι κακό να μη μαθαίνεις αυτό που είναι γνωστό, όπως είναι και κακό να μην ανακοινώνεις αυτό που ξέρεις. Η άγνοια από μόνη της δεν είναι κακό. Κακό είναι η απόκρυψη του γνωστού, η αποσιώπηση της αλήθειας, η εσκεμμένη αμάθεια ή, ακόμη χειρότερα, η σκόπιμη παραπληροφόρηση, δηλαδή το ψέμα.
Το ψέμα είναι το χειρότερο, επειδή μπορεί να επιφέρει μεγαλύτερη απώλεια παραπληροφορώντας κάποιον και κατευθύνοντάς τον στο λάθος ενεργητικά (και όχι παθητικά, όπως όταν του αποκρύβεται η αλήθεια). Όταν λέγεται ένα ψέμα, εκλαμβάνεται εύκολα ως αλήθεια, διότι ο λόγος εκ φύσεως έχει την ιδιότητα να λέει τα πράγματα ως έχουν και όχι να παραπλανεί. Έτσι τον μαθαίνουν τα παιδιά και είναι αδύνατον να τον μάθουν διαφορετικά, τουλάχιστον στην αρχή. Βάσει της αρχικά φυσικής πειστικότητας του, έχει τη δυνατότητα να εξαπατά όταν αλλοιώνεται τεχνητά και λέει άλλα αντ’ άλλων. Η εξαπάτηση είναι η κερκόπορτα από την οποία εισχωρεί το κακό στον κόσμο των ανθρώπων ξεγελώντας τα φυσικά αντανακλαστικά του λογικού τους ελέγχου, διότι ενδύεται μέσω του λόγου τη μάσκα της αλήθειας.
Ο άνθρωπος, μαθαίνοντας το ψέμα στην πορεία, δεν βασίζεται στον λόγο και κοιτάζει άλλα στοιχεία και εκφράσεις για να διαπιστώσει αν ο λόγος αληθεύει ή ψεύδεται. Κατά συνέπεια, το ψέμα διαβρώνει την εμπιστοσύνη στον λόγο κλονίζοντας την αξιοπιστία τού μόνου μέσου που μπορεί να μεταφέρει άμεσα την έλλογη γνώση και να διαδώσει ευθέως την αλήθεια. Εξ αιτίας της φθοράς του λόγου χάνεται χρόνος στην εξακρίβωση όσων λέγονται, γεγονός που καθυστερεί την εξέλιξη του ανθρώπου γενικά, αλλά και του ατόμου ειδικά, αν και τα άτομα καταφεύγουν, συνήθως, στο ψέμα νομίζοντας ότι θα κερδίσουν χρόνο υπεκφεύγοντας της αλήθειας. Μέσα σε αυτά τα «κλεμμένα» χρονικά περιθώρια, βιάζονται να κάνουν κάτι που θα ενισχύσει τη διαπραγματευτική τους θέση, ώστε μετά να παζαρέψουν την αλήθεια από θέση ισχύος. Όμως η αλήθεια είναι αναπόφευκτη και όταν επέρχεται σαρώνει τα έργα του ψεύδους, που τόση ενέργεια και τόσους πόρους ανάλωσαν μάταια. Για την πολλαπλή απώλεια που προκαλεί το ψέμα, πρέπει να καταδικάζεται ανάλογα, ενώ, η ειλικρίνεια πρέπει να επιβραβεύεται ανάλογα, σαν η μεγαλύτερη αρετή.
Η ειλικρίνεια φέρει πολλαπλά οφέλη, διότι δεν λειτουργεί θετικά μόνο με τη διάδοση της γνώσης - την οποία ένας ειλικρινής άνθρωπος παρέχει στους άλλους, αποκαλύπτοντας τους όσα γνωρίζει - αλλά, συντελεί και στη διεύρυνση των ορίων της γνώσης, με την περαιτέρω ανακάλυψη της αλήθειας. Όταν κάποιος είναι ειλικρινής τοποθετείται χωρίς υπεκφυγές απέναντι στον εαυτό του και τον θέτει ενώπιον της ενδόμυχης αλήθειας του, ακόμη και αν αυτή δεν συμφωνεί με ό,τι συμβαίνει και είναι κοινωνικά αποδεχτό. Έτσι μπορεί να οδηγηθεί έξω από τα όρια όσων έχουν γίνει και είναι ήδη γνωστά, προς κάτι που αυτός ακράδαντα πιστεύει ή αμετάκλητα θέλει. Έτσι, ως θαρραλέα ομολογία πίστεως, η ειλικρίνεια ωθεί τη γνώση στην υπερβατικότητα που χρειάζεται για την πρόσβαση της στην άγνωστη αλήθεια, και ως ομολογία επιθυμίας, κινητοποιεί την πράξη πέραν όσων έχουν ήδη γίνει και την ωθεί στο γίγνεσθαι εν Αυτώ.
Η ειλικρίνεια ως δικός μας τρόπος προσέγγισης της αλήθειας αποτελεί ήθος. Η αλήθεια αντιστοιχώντας άμεσα σε ό,τι όντως είναι, αποτελεί κατηγόρημα Αυτού και βρίσκεται πέραν του καλού και του κακού, όπως και πέραν του σωστού και του λάθους· αυτά είναι ηθικοί χαρακτηρισμοί του ανθρώπου, που χαρακτηρίζουν θετικά ό,τι μας φέρνει σε επαφή με το είναι μας και την αλήθεια του, και αρνητικά ό,τι μας χωρίζει από αυτήν, κρατώντας μας στην άγνοια ή, ακόμη χειρότερα, μας απομακρύνει παραπλανώντας μας με το ψέμα.
Η αλήθεια τού είναι μας δεν βρίσκεται κάπου έξω από εμάς για να την πλησιάσουμε διανύοντας ένα κάποιο διάστημα χώρου, αλλά βρίσκεται μέσα μας και είναι πάντα εκεί. Γι’ αυτό, η ειλικρίνεια σηματοδοτεί την επιστροφή μας από τον μετρήσιμο χώρο στον αέναο χρόνο, προκαλώντας την καθετοποίηση της γνώσης μας και της δράσης μας στην πηγή του Είναι, και επαναφέροντας την επεκτατικότητα μας στο ερώτημα του λόγου της. Η ειλικρίνεια είναι μια ποιοτική κατηγορία θετικά προσδιορισμένη, δηλαδή καλή, επειδή σηματοδοτεί έναν θετικό τρόπο προσέγγισης του ποιοτικού ερωτήματος «ποιοί είμαστε», από το οποίο, αντίθετα, μας απομακρύνει το ψέμα, που είναι γι’ αυτό αρνητικά προσδιορισμένο, άρα κακό.
Το καλό δεν είναι μια κατάσταση ουδέτερη, ούτε η καλοσύνη μια στάση παθητική (όσο κι αν έχει υποδειχθεί έτσι από τις θρησκείες της καρτερικότητας), αλλά, ως προς την αλήθεια, κάτι πρέπει να είναι θετικό και ενεργητικό για να είναι καλό. Το καλό μάς προάγει στο σωστό άγοντας μας σε Αυτό· η καλοσύνη ενθαρρύνει την ειλικρίνεια, που μας ωθεί στο σωστό, πέρα από το ήδη γνωστό και κοινωνικά αποδεκτό, προς αυτό που πιστεύουμε και θέλουμε αληθινά, παρέχοντας μας έτσι τη δυνατότητα πρόσβασης στην αλήθεια τού είναι μας. Συναρτώντας το καλό με το σωστό και το κακό με το εγνωσμένο λάθος, συναρτούμε την ηθική με τη γνώση και την εντάσσουμε λειτουργικά στη θεωρία. Ο ρόλος της ηθικής σε αυτήν είναι να τονίζει θετικά ό,τι μας φέρνει σε επαφή με την αλήθεια και αρνητικά ό,τι μας απομακρύνει.
Ο άνθρωπος, βέβαια, έχει την ελευθερία να επιλέξει όποια κατεύθυνση θέλει, από το να αναδιπλωθεί σε ξεπερασμένες και δογματικές «ηθικές», μέχρι να φερθεί ανήθικα, αλλά δεν έχει τη δυνατότητα να αποφύγει τις συνέπειες των επιλογών του. Οι τεχνολογικές επιτυχίες του και η τεχνητή πραγματικότητα που κατασκεύασαν μπορεί να του έχουν δώσει τη ψευδαίσθηση αυτοκαθορισμού και να νομίζει ότι οι όροι της ύπαρξης του εξαρτώνται από τον ίδιο, αλλά αυτό δεν είναι παρά ένας παραλογισμός από τη μέθη της δύναμης του λόγου του. Σκεπτόμενος νηφάλια, ο άνθρωπος ξέρει ότι δεν μπορεί να οριστεί αφ’ εαυτού και να αυτοκαθοριστεί, διότι δεν είναι αυθύπαρκτος, όπως άλλωστε τίποτε στον κόσμο δεν υφίσταται από μόνο του και δεν μπορεί να οριστεί πλήρως και καθαρά καθ’ εαυτό και αφ’ εαυτό, αφού όλα εξαρτούν από κάτι άλλο την ύπαρξη τους. Μόνο το όλον όλων αυτών είναι αυθύπαρκτο, πλήρες και αυτάρκες, άρα το μόνο που αυτοκαθορίζεται. Όλα τα άλλα υπάρχουν και ορίζονται εν σχέσει με κάτι άλλο πέραν αυτών, με το οποίο συνδεόμενα ολοκληρώνονται και ταυτοποιούνται. Η ταυτοποίηση τους, μάλιστα, βρίσκεται στη σύνδεση τους με αυτό που τα ολοκληρώνει και όχι στην αποσύνδεση τους από ό,τι τα καταργεί. Ορίζεται θετικά και όχι αρνητικά.
Το ψέμα είναι το χειρότερο, επειδή μπορεί να επιφέρει μεγαλύτερη απώλεια παραπληροφορώντας κάποιον και κατευθύνοντάς τον στο λάθος ενεργητικά (και όχι παθητικά, όπως όταν του αποκρύβεται η αλήθεια). Όταν λέγεται ένα ψέμα, εκλαμβάνεται εύκολα ως αλήθεια, διότι ο λόγος εκ φύσεως έχει την ιδιότητα να λέει τα πράγματα ως έχουν και όχι να παραπλανεί. Έτσι τον μαθαίνουν τα παιδιά και είναι αδύνατον να τον μάθουν διαφορετικά, τουλάχιστον στην αρχή. Βάσει της αρχικά φυσικής πειστικότητας του, έχει τη δυνατότητα να εξαπατά όταν αλλοιώνεται τεχνητά και λέει άλλα αντ’ άλλων. Η εξαπάτηση είναι η κερκόπορτα από την οποία εισχωρεί το κακό στον κόσμο των ανθρώπων ξεγελώντας τα φυσικά αντανακλαστικά του λογικού τους ελέγχου, διότι ενδύεται μέσω του λόγου τη μάσκα της αλήθειας.
Ο άνθρωπος, μαθαίνοντας το ψέμα στην πορεία, δεν βασίζεται στον λόγο και κοιτάζει άλλα στοιχεία και εκφράσεις για να διαπιστώσει αν ο λόγος αληθεύει ή ψεύδεται. Κατά συνέπεια, το ψέμα διαβρώνει την εμπιστοσύνη στον λόγο κλονίζοντας την αξιοπιστία τού μόνου μέσου που μπορεί να μεταφέρει άμεσα την έλλογη γνώση και να διαδώσει ευθέως την αλήθεια. Εξ αιτίας της φθοράς του λόγου χάνεται χρόνος στην εξακρίβωση όσων λέγονται, γεγονός που καθυστερεί την εξέλιξη του ανθρώπου γενικά, αλλά και του ατόμου ειδικά, αν και τα άτομα καταφεύγουν, συνήθως, στο ψέμα νομίζοντας ότι θα κερδίσουν χρόνο υπεκφεύγοντας της αλήθειας. Μέσα σε αυτά τα «κλεμμένα» χρονικά περιθώρια, βιάζονται να κάνουν κάτι που θα ενισχύσει τη διαπραγματευτική τους θέση, ώστε μετά να παζαρέψουν την αλήθεια από θέση ισχύος. Όμως η αλήθεια είναι αναπόφευκτη και όταν επέρχεται σαρώνει τα έργα του ψεύδους, που τόση ενέργεια και τόσους πόρους ανάλωσαν μάταια. Για την πολλαπλή απώλεια που προκαλεί το ψέμα, πρέπει να καταδικάζεται ανάλογα, ενώ, η ειλικρίνεια πρέπει να επιβραβεύεται ανάλογα, σαν η μεγαλύτερη αρετή.
Η ειλικρίνεια φέρει πολλαπλά οφέλη, διότι δεν λειτουργεί θετικά μόνο με τη διάδοση της γνώσης - την οποία ένας ειλικρινής άνθρωπος παρέχει στους άλλους, αποκαλύπτοντας τους όσα γνωρίζει - αλλά, συντελεί και στη διεύρυνση των ορίων της γνώσης, με την περαιτέρω ανακάλυψη της αλήθειας. Όταν κάποιος είναι ειλικρινής τοποθετείται χωρίς υπεκφυγές απέναντι στον εαυτό του και τον θέτει ενώπιον της ενδόμυχης αλήθειας του, ακόμη και αν αυτή δεν συμφωνεί με ό,τι συμβαίνει και είναι κοινωνικά αποδεχτό. Έτσι μπορεί να οδηγηθεί έξω από τα όρια όσων έχουν γίνει και είναι ήδη γνωστά, προς κάτι που αυτός ακράδαντα πιστεύει ή αμετάκλητα θέλει. Έτσι, ως θαρραλέα ομολογία πίστεως, η ειλικρίνεια ωθεί τη γνώση στην υπερβατικότητα που χρειάζεται για την πρόσβαση της στην άγνωστη αλήθεια, και ως ομολογία επιθυμίας, κινητοποιεί την πράξη πέραν όσων έχουν ήδη γίνει και την ωθεί στο γίγνεσθαι εν Αυτώ.
Η ειλικρίνεια ως δικός μας τρόπος προσέγγισης της αλήθειας αποτελεί ήθος. Η αλήθεια αντιστοιχώντας άμεσα σε ό,τι όντως είναι, αποτελεί κατηγόρημα Αυτού και βρίσκεται πέραν του καλού και του κακού, όπως και πέραν του σωστού και του λάθους· αυτά είναι ηθικοί χαρακτηρισμοί του ανθρώπου, που χαρακτηρίζουν θετικά ό,τι μας φέρνει σε επαφή με το είναι μας και την αλήθεια του, και αρνητικά ό,τι μας χωρίζει από αυτήν, κρατώντας μας στην άγνοια ή, ακόμη χειρότερα, μας απομακρύνει παραπλανώντας μας με το ψέμα.
Η αλήθεια τού είναι μας δεν βρίσκεται κάπου έξω από εμάς για να την πλησιάσουμε διανύοντας ένα κάποιο διάστημα χώρου, αλλά βρίσκεται μέσα μας και είναι πάντα εκεί. Γι’ αυτό, η ειλικρίνεια σηματοδοτεί την επιστροφή μας από τον μετρήσιμο χώρο στον αέναο χρόνο, προκαλώντας την καθετοποίηση της γνώσης μας και της δράσης μας στην πηγή του Είναι, και επαναφέροντας την επεκτατικότητα μας στο ερώτημα του λόγου της. Η ειλικρίνεια είναι μια ποιοτική κατηγορία θετικά προσδιορισμένη, δηλαδή καλή, επειδή σηματοδοτεί έναν θετικό τρόπο προσέγγισης του ποιοτικού ερωτήματος «ποιοί είμαστε», από το οποίο, αντίθετα, μας απομακρύνει το ψέμα, που είναι γι’ αυτό αρνητικά προσδιορισμένο, άρα κακό.
Το καλό δεν είναι μια κατάσταση ουδέτερη, ούτε η καλοσύνη μια στάση παθητική (όσο κι αν έχει υποδειχθεί έτσι από τις θρησκείες της καρτερικότητας), αλλά, ως προς την αλήθεια, κάτι πρέπει να είναι θετικό και ενεργητικό για να είναι καλό. Το καλό μάς προάγει στο σωστό άγοντας μας σε Αυτό· η καλοσύνη ενθαρρύνει την ειλικρίνεια, που μας ωθεί στο σωστό, πέρα από το ήδη γνωστό και κοινωνικά αποδεκτό, προς αυτό που πιστεύουμε και θέλουμε αληθινά, παρέχοντας μας έτσι τη δυνατότητα πρόσβασης στην αλήθεια τού είναι μας. Συναρτώντας το καλό με το σωστό και το κακό με το εγνωσμένο λάθος, συναρτούμε την ηθική με τη γνώση και την εντάσσουμε λειτουργικά στη θεωρία. Ο ρόλος της ηθικής σε αυτήν είναι να τονίζει θετικά ό,τι μας φέρνει σε επαφή με την αλήθεια και αρνητικά ό,τι μας απομακρύνει.
Ο άνθρωπος, βέβαια, έχει την ελευθερία να επιλέξει όποια κατεύθυνση θέλει, από το να αναδιπλωθεί σε ξεπερασμένες και δογματικές «ηθικές», μέχρι να φερθεί ανήθικα, αλλά δεν έχει τη δυνατότητα να αποφύγει τις συνέπειες των επιλογών του. Οι τεχνολογικές επιτυχίες του και η τεχνητή πραγματικότητα που κατασκεύασαν μπορεί να του έχουν δώσει τη ψευδαίσθηση αυτοκαθορισμού και να νομίζει ότι οι όροι της ύπαρξης του εξαρτώνται από τον ίδιο, αλλά αυτό δεν είναι παρά ένας παραλογισμός από τη μέθη της δύναμης του λόγου του. Σκεπτόμενος νηφάλια, ο άνθρωπος ξέρει ότι δεν μπορεί να οριστεί αφ’ εαυτού και να αυτοκαθοριστεί, διότι δεν είναι αυθύπαρκτος, όπως άλλωστε τίποτε στον κόσμο δεν υφίσταται από μόνο του και δεν μπορεί να οριστεί πλήρως και καθαρά καθ’ εαυτό και αφ’ εαυτό, αφού όλα εξαρτούν από κάτι άλλο την ύπαρξη τους. Μόνο το όλον όλων αυτών είναι αυθύπαρκτο, πλήρες και αυτάρκες, άρα το μόνο που αυτοκαθορίζεται. Όλα τα άλλα υπάρχουν και ορίζονται εν σχέσει με κάτι άλλο πέραν αυτών, με το οποίο συνδεόμενα ολοκληρώνονται και ταυτοποιούνται. Η ταυτοποίηση τους, μάλιστα, βρίσκεται στη σύνδεση τους με αυτό που τα ολοκληρώνει και όχι στην αποσύνδεση τους από ό,τι τα καταργεί. Ορίζεται θετικά και όχι αρνητικά.
No comments:
Post a Comment