Η καθαρότητα είναι το διαρκές ζητούμενο της μορφο-ποιητικής του γίγνεσθαι, που κινεί το Είναι στο περαιτέρω ξεδίπλωμα του σε νέες μορφές ύπαρξης πιο καθαρές. Το «πιο» είναι ένας τονισμός· τονίζει ότι αυτό που υπάρχει δεν είναι αρκετό και θέλει κάτι περισσότερο για να είναι τέλειο, άρα καθαρό, μιας και χωρίς καθαρότητα δεν υπάρχει τελειότητα, αφού, μια μορφή που δεν είναι καθαρή, όταν κρύβει κάτι, δεν μπορεί να ισορροπήσει αρμονικά με την πλήρη ταύτιση της φόρμας και του περιεχόμενου της, και για αυτό είναι ατελής. Η ατέλεια είναι μια κατάσταση απαράδεκτη για ό,τι είναι κάτι, που ως κάτι είναι μέρος Αυτού και μετέχει της τελειότητας, άρα και της καθαρότητας του. Η ατέλεια διορθώνεται με τον τονισμό του γίγνεσθαι πάνω σε ό,τι είναι κάτι έχοντας πάρει κάποια μορφή, προς το παρόν ατελή, την οποία το γίγνεσθαι τονίζοντας, την ωθεί να εξελιχθεί σε πιο καθαρή, συγχρονισμένη στον τόνο της συμπαντικής μορφοποίησης του Είναι.
Στο σύμπαν όλα είναι μορφές υπο διαμόρφωση και κινούνται ανάμεσα σε δύο όρια· στο ένα όριο φτιάχνονται σαν νέες καθαρές μορφές και στο άλλο ξεφτιάχνονται για να δώσουν τη θέση τους στις νέες. Ανάμεσα στις δύο οριακές καταστάσεις γένεσης και θανάτου των μορφών, το σύνηθες είναι ένα ρευστό μίγμα ή μικτό ρεύμα περάσματος τους από το νόθο στο καθαρό, όπου ό,τι υπάρχει τείνει συν-τονισμένο από το τόνο του συμπαντικού γίγνεσθαι στο ξεκαθάρισμα του αποβάλλοντας τα νόθα ή παλιά ή νεκρά στοιχεία του. Εν τω γίγνεσθαι δεν υπάρχει κάτι καθαρά καθαρό, αλλά όλα είναι εν δυνάμει καθαρά, με το μόνο καθαρά καθαρό να είναι τον Όλον αυτών, Αυτό, ως προς το οποίο ξεκαθαρίζουν όλα τα άλλα, κι όχι από μόνα τους, όχι αυτοαναφερόμενα, αλλά αναφερόμενα στην απόλυτη καθαρότητα Αυτού στο οποίο εντάσσονται και ως προς το οποίο λειτουργούν. Το ζήτημα της καθαρότητας τίθεται στις μορφές εν δυνάμει, ως ξεκαθάρισμα του ρόλου τους εν Αυτώ, παρά ως επιδίωξη αυτοδύναμης καθαρότητας, αφού δεν είναι αυθύπαρκτες οντότητες, ούτε πρόκειται να γίνουν.
Η καθαρότητα ορίζει ένα ποιοτικό ζητούμενο, παρά κάτι ποσοτικό. Ποσοτικά, δεν τίθεται θέμα στη μορφοποιητική διαδικασία, αφού το γίγνεσθαι δεν αλλάζει την ποσότητα του Είναι, αλλά την παραλλάσσει δίνοντας της το πλήθος των μορφών. Κάθε μορφή είναι μια παραλλαγή του ίδιου και απαράλλαχτου Είναι· αυτό που τη συνιστά ως κάτι ξεχωριστό είναι καθαρά ποιοτικό, είναι ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει, παρά ο χώρος που καταλαμβάνει. Άλλωστε και ο χώρος δεν είναι παρά ένας τρόπος να εκδηλώνεται Αυτό πολλαπλά παραμένοντας Εν. Ποιοτικά, οι μορφές ξεκαθαρίζουν, λαμβάνοντας τις ακριβείς διαστάσεις τους στον χώρο συν τω χρόνω, κινούμενες δυναμικά προς αυτό που είναι κι όχι περιχαρακώνοντας τον εαυτό τους για να κρατήσουν απόσταση από ό,τι δεν είναι. Για να καταλάβουμε τον δυναμικό τρόπο που γίνονται τα πράγματα πρέπει να συντονιστούμε με τον τόνο της συμπαντικής μορφοποίησης τους, κινούμενοι συγχρόνως μαζί τους, και όχι τέμνοντας και παγώνοντας τον χρόνο, τον δικό τους και το δικό μας, για να τα παρατηρήσουμε. Η ιστορική καταγωγή όποιων μορφών της πραγματικότητας μας (οντικής, κοινωνικής, πολιτικής, κλπ.) έχουν φτάσει ως εμάς κι έχουμε στοιχεία του παρελθόντος τους, είναι ένα δεδομένο ικανό για να φωτίσει ένα μέρος της διαδρομής τους, αλλά όχι αρκετό να τις ερμηνεύσει καθολοκληρία, αφού οι μορφές είναι πάντα κάτι παραπάνω από την ιστορία τους, συνιστώντας ένα πλεόνασμα που ξεπερνάει τα καταγωγικά τους δεδομένα και τις κινεί να ξεκαθαρίσουν διατιθέμενες πλήρως προς το πέραν αυτών, το καθαρά καθαρό Αυτό.
Η καθαρότητα Αυτού είναι ασύλληπτη για εμάς στον απόλυτο βαθμό της. Δεν μπορούμε να την προσδιορίσουμε, ούτε να της δώσουμε κάποιο περιεχόμενο, όπως και καμία άλλη ποιότητα του. Αυτή η αποδοχή της ασάφειας Αυτού για εμάς, δεν σημαίνει την οποιαδήποτε έλλειψη καθαρότητας του, διότι Αυτό μπορεί να είναι ασαφές για εμάς, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση νόθο, περιλαμβάνοντας ξένα στοιχεία εντός του. Η νόθα κατάσταση είναι δική μας και δεν δικαιολογούμαστε εξ αιτίας της να την αποδίδουμε σε Αυτό, αιτιώμενοι το γεγονός ότι αφού είμαστε μέρος της ολότητας του θα έπρεπε να μετέχουμε της καθαρότητας του ή θα έπρεπε να είναι νόθο Αυτό για να δικαιολογείται η δική μας ατέλεια. Ανάμεσα μας υπάρχει διαφορά κλίμακας· η διαφορά ανάμεσα στο αδιαβάθμητο απόλυτο του και στη διαβαθμισμένη σχετικότητα μας είναι απροσμέτρητη και δεν υπάρχει μεταξύ μας μέτρο σύγκρισης, αφού, δεν είμαστε κάτι ξεχωριστό από Αυτό, σαν ένα αποσπασμένο μέρος του Όλου του, για να μπορούμε να σταθούμε εκτός του και να συγκριθούμε μαζί του.
Είμαστε ενταγμένοι, θέλουμε δεν θέλουμε, στην ολότητα Αυτού, και η όποια απόκλιση μας από την τελειότητα του διορθώνεται με τον εξελικτικό τονισμό μας εκ του τόνου του συμπαντικού του γίγνεσθαι, που μας ωθεί να εξελιχθούμε περαιτέρω ξεκαθαρίζοντας τις μορφές της ύπαρξης μας συντονιζόμενοι μαζί του. Αν δεν είναι καθαρές επειδή δεν έχουν ακόμη εξελιχθεί αντικειμενικά μέχρι του σημείου να ξεκαθαρίσουν, δεν δημιουργούν σύγχυση μεταξύ μας, αφού, όντας εν δυνάμει καθαρές, λειτουργούν υπέρ του ξεκαθαρίσματος μας και όχι της νόθευσης μας. Μες την ακούσια ή αντικειμενική ατέλεια τους είναι ειλικρινείς, γιατί δεν κρύβουν κάτι, αφού δεν το ξέρουν ακόμη για να το κρύψουν και μέλλει να το μάθουν για να το φανερώσουν εξελισσόμενες και εξαντικειμενικεύοντας την αλήθεια για λόγου μας. Το κακό είναι όταν αποκρύβουν κάτι που ήδη γνωρίζουν, όταν δείχνουν εσκεμμένα άλλα αντ’ άλλων, όταν νοθεύονται επι τούτου. Τότε παραπλανούν και συγχύζουν οδηγώντας μας στη ματαίωση και στην καταστροφή, τότε προκαλούν ασχήμια και είναι πραγματικά άσχημες, όχι όταν είναι προς το παρόν ατελείς περιλαμβάνοντας νόθα στοιχεία που δεν τα έχουν ακόμη αντιληφθεί. Είναι άλλο το νόθο ως λανθάνον και άλλο το εσκεμμένα νοθευμένο· αυτό είναι λανθασμένο. Το λανθάνον στην πορεία μπορεί να ξεκαθαριστεί, το λανθασμένο, όμως, πρέπει να ξεκοπεί άμεσα από τις μορφές για να μπορέσουν να ξεκαθαρίσουν.
Αυτό που νοθεύει τις μορφές δεν είναι άλλο από τον φόβο της εκδήλωσης τους, ειδικά όταν η απειλή προέρχεται από ιερατεία και θεσμούς που δήθεν κατέχουν καθαρά Αυτό, το οποίο ναι μεν είναι καθαρό καθ’ αυτό, αλλά είναι αδύνατο για εμάς να το ξεκαθαρίσουμε. Η αποδοχή της ασάφειας του Όλου, όπως και η ομολογία της άγνοιας Αυτού, όχι μόνο δεν εμποδίζουν την αποσαφήνιση του επιμέρους, αλλά συνηγορούν στην καθαρότητα των μορφών της ύπαρξης μας, διότι αναγνωρίζοντας μας σαν μέρος του όλου το οποίον είναι αδύνατο να γνωρίσουμε, μας επιστρέφουν στον εαυτό μας και έτσι οι μορφές που δίνουμε στην ύπαρξη μας εκφράζουν καθαρά εμάς κι όχι κάτι που εμείς δεν είμαστε.
Η αποδοχή της άγνοιας μας για Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν το δεχόμαστε επειδή δεν το γνωρίζουμε. Η αντίδραση στα ιερατεία και τους θεσμούς παρασύρει συχνά στην άρνηση Αυτού, η οποία είναι το ίδιο διαστρεβλωτική, όπως κι ο προσεταιρισμός του. Αν δεν υπάρχει ένας λόγος έξω από εμάς, που να δικαιολογεί την ύπαρξη μας και στον οποίο είμαστε υπόλογοι, τότε οδηγούμαστε στην αυθάδεια, που αντιλαμβανόμενη το όλον με υποκειμενικούς όρους παράγει αυθαίρετες μορφές, οι οποίες δεν εκφράζουν τίποτε, αφού αντιλαμβάνονται το εγώ που τις παρήγε σαν αρκετό. Αν όμως το εγώ είναι αρκετό, τότε δεν χρειάζεται κάποια επιπλέον μορφή να το ικανοποιεί, άρα δεν έχει νόημα η ύπαρξη της. Τότε, η απουσία νοήματος μιας μορφής συγκαλύπτεται με προβολή της φόρμας της κι έτσι με τον φορμαλισμό αναπαράγεται η εξαπάτηση των ιερατείων, διότι όπως εκεί, έτσι κι εδώ η εκδήλωση της μορφής δεν προέρχεται από μια καθαρή και ειλικρινή σχέση με το Είναι, αλλά αποκρύβει κάτι, έστω κι αν αυτό είναι το κενό.
Οι νοθευμένες μορφές, παρουσιάζοντας άλλα αντ’ άλλων, μπορεί να φέρουν διανοητική σύγχυση και νοητική βλάβη, ειδικά, όταν γίνονται καθολικά αποδεχτές ως καθαρές και δεν αντιλαμβάνεται κανείς την υποκρισία τους, (ή αν την αντιλαμβάνεται δεν την καταγγέλλει), ούτε καν αυτοί που τη διαχειρίζονται. Επιβάλλοντας τη διαστροφή τους ως φυσικότητα και τη φυσικότητα σε διαστροφή εισχωρούν τόσο μέσα στον μηχανισμό πρόσληψης της πραγματικότητας που μπορούν να τον αλλοιώσουν, ειδικά σε όσους είναι ευπαθείς ή ασταθείς. Η προσπέλαση του αδιαπέραστου ψεύδους τους επιτυγχάνεται με την ανυποχώρητα σταθερή ερμηνεία, όχι μόνο διότι η νόθευση οφείλεται στη συσκότιση εκ του φόβου, που ξεδιαλύνεται με τη γενναιότητα της ερμηνείας, αλλά και διότι, σε τόσο διαβρωμένες περιπτώσεις, είναι συχνά δύσκολο να διαγνωστεί η νοθεία, αν δεν ερμηνευθεί, πέρα από την επιφανειακή και προφανή συμπτωματολογία της, σε σχέση με το καταγωγικό της ατόπημα, το οποίο είναι βαθιά μέσα μας κρυμμένο, αφού δεν είναι άλλο από την παρερμηνεία του εγώ, του δημιουργικού πυρήνα των μορφών.
Στο σύμπαν όλα είναι μορφές υπο διαμόρφωση και κινούνται ανάμεσα σε δύο όρια· στο ένα όριο φτιάχνονται σαν νέες καθαρές μορφές και στο άλλο ξεφτιάχνονται για να δώσουν τη θέση τους στις νέες. Ανάμεσα στις δύο οριακές καταστάσεις γένεσης και θανάτου των μορφών, το σύνηθες είναι ένα ρευστό μίγμα ή μικτό ρεύμα περάσματος τους από το νόθο στο καθαρό, όπου ό,τι υπάρχει τείνει συν-τονισμένο από το τόνο του συμπαντικού γίγνεσθαι στο ξεκαθάρισμα του αποβάλλοντας τα νόθα ή παλιά ή νεκρά στοιχεία του. Εν τω γίγνεσθαι δεν υπάρχει κάτι καθαρά καθαρό, αλλά όλα είναι εν δυνάμει καθαρά, με το μόνο καθαρά καθαρό να είναι τον Όλον αυτών, Αυτό, ως προς το οποίο ξεκαθαρίζουν όλα τα άλλα, κι όχι από μόνα τους, όχι αυτοαναφερόμενα, αλλά αναφερόμενα στην απόλυτη καθαρότητα Αυτού στο οποίο εντάσσονται και ως προς το οποίο λειτουργούν. Το ζήτημα της καθαρότητας τίθεται στις μορφές εν δυνάμει, ως ξεκαθάρισμα του ρόλου τους εν Αυτώ, παρά ως επιδίωξη αυτοδύναμης καθαρότητας, αφού δεν είναι αυθύπαρκτες οντότητες, ούτε πρόκειται να γίνουν.
Η καθαρότητα ορίζει ένα ποιοτικό ζητούμενο, παρά κάτι ποσοτικό. Ποσοτικά, δεν τίθεται θέμα στη μορφοποιητική διαδικασία, αφού το γίγνεσθαι δεν αλλάζει την ποσότητα του Είναι, αλλά την παραλλάσσει δίνοντας της το πλήθος των μορφών. Κάθε μορφή είναι μια παραλλαγή του ίδιου και απαράλλαχτου Είναι· αυτό που τη συνιστά ως κάτι ξεχωριστό είναι καθαρά ποιοτικό, είναι ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει, παρά ο χώρος που καταλαμβάνει. Άλλωστε και ο χώρος δεν είναι παρά ένας τρόπος να εκδηλώνεται Αυτό πολλαπλά παραμένοντας Εν. Ποιοτικά, οι μορφές ξεκαθαρίζουν, λαμβάνοντας τις ακριβείς διαστάσεις τους στον χώρο συν τω χρόνω, κινούμενες δυναμικά προς αυτό που είναι κι όχι περιχαρακώνοντας τον εαυτό τους για να κρατήσουν απόσταση από ό,τι δεν είναι. Για να καταλάβουμε τον δυναμικό τρόπο που γίνονται τα πράγματα πρέπει να συντονιστούμε με τον τόνο της συμπαντικής μορφοποίησης τους, κινούμενοι συγχρόνως μαζί τους, και όχι τέμνοντας και παγώνοντας τον χρόνο, τον δικό τους και το δικό μας, για να τα παρατηρήσουμε. Η ιστορική καταγωγή όποιων μορφών της πραγματικότητας μας (οντικής, κοινωνικής, πολιτικής, κλπ.) έχουν φτάσει ως εμάς κι έχουμε στοιχεία του παρελθόντος τους, είναι ένα δεδομένο ικανό για να φωτίσει ένα μέρος της διαδρομής τους, αλλά όχι αρκετό να τις ερμηνεύσει καθολοκληρία, αφού οι μορφές είναι πάντα κάτι παραπάνω από την ιστορία τους, συνιστώντας ένα πλεόνασμα που ξεπερνάει τα καταγωγικά τους δεδομένα και τις κινεί να ξεκαθαρίσουν διατιθέμενες πλήρως προς το πέραν αυτών, το καθαρά καθαρό Αυτό.
Η καθαρότητα Αυτού είναι ασύλληπτη για εμάς στον απόλυτο βαθμό της. Δεν μπορούμε να την προσδιορίσουμε, ούτε να της δώσουμε κάποιο περιεχόμενο, όπως και καμία άλλη ποιότητα του. Αυτή η αποδοχή της ασάφειας Αυτού για εμάς, δεν σημαίνει την οποιαδήποτε έλλειψη καθαρότητας του, διότι Αυτό μπορεί να είναι ασαφές για εμάς, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση νόθο, περιλαμβάνοντας ξένα στοιχεία εντός του. Η νόθα κατάσταση είναι δική μας και δεν δικαιολογούμαστε εξ αιτίας της να την αποδίδουμε σε Αυτό, αιτιώμενοι το γεγονός ότι αφού είμαστε μέρος της ολότητας του θα έπρεπε να μετέχουμε της καθαρότητας του ή θα έπρεπε να είναι νόθο Αυτό για να δικαιολογείται η δική μας ατέλεια. Ανάμεσα μας υπάρχει διαφορά κλίμακας· η διαφορά ανάμεσα στο αδιαβάθμητο απόλυτο του και στη διαβαθμισμένη σχετικότητα μας είναι απροσμέτρητη και δεν υπάρχει μεταξύ μας μέτρο σύγκρισης, αφού, δεν είμαστε κάτι ξεχωριστό από Αυτό, σαν ένα αποσπασμένο μέρος του Όλου του, για να μπορούμε να σταθούμε εκτός του και να συγκριθούμε μαζί του.
Είμαστε ενταγμένοι, θέλουμε δεν θέλουμε, στην ολότητα Αυτού, και η όποια απόκλιση μας από την τελειότητα του διορθώνεται με τον εξελικτικό τονισμό μας εκ του τόνου του συμπαντικού του γίγνεσθαι, που μας ωθεί να εξελιχθούμε περαιτέρω ξεκαθαρίζοντας τις μορφές της ύπαρξης μας συντονιζόμενοι μαζί του. Αν δεν είναι καθαρές επειδή δεν έχουν ακόμη εξελιχθεί αντικειμενικά μέχρι του σημείου να ξεκαθαρίσουν, δεν δημιουργούν σύγχυση μεταξύ μας, αφού, όντας εν δυνάμει καθαρές, λειτουργούν υπέρ του ξεκαθαρίσματος μας και όχι της νόθευσης μας. Μες την ακούσια ή αντικειμενική ατέλεια τους είναι ειλικρινείς, γιατί δεν κρύβουν κάτι, αφού δεν το ξέρουν ακόμη για να το κρύψουν και μέλλει να το μάθουν για να το φανερώσουν εξελισσόμενες και εξαντικειμενικεύοντας την αλήθεια για λόγου μας. Το κακό είναι όταν αποκρύβουν κάτι που ήδη γνωρίζουν, όταν δείχνουν εσκεμμένα άλλα αντ’ άλλων, όταν νοθεύονται επι τούτου. Τότε παραπλανούν και συγχύζουν οδηγώντας μας στη ματαίωση και στην καταστροφή, τότε προκαλούν ασχήμια και είναι πραγματικά άσχημες, όχι όταν είναι προς το παρόν ατελείς περιλαμβάνοντας νόθα στοιχεία που δεν τα έχουν ακόμη αντιληφθεί. Είναι άλλο το νόθο ως λανθάνον και άλλο το εσκεμμένα νοθευμένο· αυτό είναι λανθασμένο. Το λανθάνον στην πορεία μπορεί να ξεκαθαριστεί, το λανθασμένο, όμως, πρέπει να ξεκοπεί άμεσα από τις μορφές για να μπορέσουν να ξεκαθαρίσουν.
Αυτό που νοθεύει τις μορφές δεν είναι άλλο από τον φόβο της εκδήλωσης τους, ειδικά όταν η απειλή προέρχεται από ιερατεία και θεσμούς που δήθεν κατέχουν καθαρά Αυτό, το οποίο ναι μεν είναι καθαρό καθ’ αυτό, αλλά είναι αδύνατο για εμάς να το ξεκαθαρίσουμε. Η αποδοχή της ασάφειας του Όλου, όπως και η ομολογία της άγνοιας Αυτού, όχι μόνο δεν εμποδίζουν την αποσαφήνιση του επιμέρους, αλλά συνηγορούν στην καθαρότητα των μορφών της ύπαρξης μας, διότι αναγνωρίζοντας μας σαν μέρος του όλου το οποίον είναι αδύνατο να γνωρίσουμε, μας επιστρέφουν στον εαυτό μας και έτσι οι μορφές που δίνουμε στην ύπαρξη μας εκφράζουν καθαρά εμάς κι όχι κάτι που εμείς δεν είμαστε.
Η αποδοχή της άγνοιας μας για Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν το δεχόμαστε επειδή δεν το γνωρίζουμε. Η αντίδραση στα ιερατεία και τους θεσμούς παρασύρει συχνά στην άρνηση Αυτού, η οποία είναι το ίδιο διαστρεβλωτική, όπως κι ο προσεταιρισμός του. Αν δεν υπάρχει ένας λόγος έξω από εμάς, που να δικαιολογεί την ύπαρξη μας και στον οποίο είμαστε υπόλογοι, τότε οδηγούμαστε στην αυθάδεια, που αντιλαμβανόμενη το όλον με υποκειμενικούς όρους παράγει αυθαίρετες μορφές, οι οποίες δεν εκφράζουν τίποτε, αφού αντιλαμβάνονται το εγώ που τις παρήγε σαν αρκετό. Αν όμως το εγώ είναι αρκετό, τότε δεν χρειάζεται κάποια επιπλέον μορφή να το ικανοποιεί, άρα δεν έχει νόημα η ύπαρξη της. Τότε, η απουσία νοήματος μιας μορφής συγκαλύπτεται με προβολή της φόρμας της κι έτσι με τον φορμαλισμό αναπαράγεται η εξαπάτηση των ιερατείων, διότι όπως εκεί, έτσι κι εδώ η εκδήλωση της μορφής δεν προέρχεται από μια καθαρή και ειλικρινή σχέση με το Είναι, αλλά αποκρύβει κάτι, έστω κι αν αυτό είναι το κενό.
Οι νοθευμένες μορφές, παρουσιάζοντας άλλα αντ’ άλλων, μπορεί να φέρουν διανοητική σύγχυση και νοητική βλάβη, ειδικά, όταν γίνονται καθολικά αποδεχτές ως καθαρές και δεν αντιλαμβάνεται κανείς την υποκρισία τους, (ή αν την αντιλαμβάνεται δεν την καταγγέλλει), ούτε καν αυτοί που τη διαχειρίζονται. Επιβάλλοντας τη διαστροφή τους ως φυσικότητα και τη φυσικότητα σε διαστροφή εισχωρούν τόσο μέσα στον μηχανισμό πρόσληψης της πραγματικότητας που μπορούν να τον αλλοιώσουν, ειδικά σε όσους είναι ευπαθείς ή ασταθείς. Η προσπέλαση του αδιαπέραστου ψεύδους τους επιτυγχάνεται με την ανυποχώρητα σταθερή ερμηνεία, όχι μόνο διότι η νόθευση οφείλεται στη συσκότιση εκ του φόβου, που ξεδιαλύνεται με τη γενναιότητα της ερμηνείας, αλλά και διότι, σε τόσο διαβρωμένες περιπτώσεις, είναι συχνά δύσκολο να διαγνωστεί η νοθεία, αν δεν ερμηνευθεί, πέρα από την επιφανειακή και προφανή συμπτωματολογία της, σε σχέση με το καταγωγικό της ατόπημα, το οποίο είναι βαθιά μέσα μας κρυμμένο, αφού δεν είναι άλλο από την παρερμηνεία του εγώ, του δημιουργικού πυρήνα των μορφών.
No comments:
Post a Comment