Το εγώ ολοκληρώνεται ως κάτι άλλο, μέσω του τρίτου που γεννάται από τη διάθεση του πλεονάσματος του, η οποία το άγει να ενωθεί με εκείνο το δεύτερο εκτός αυτού, που επιθυμεί. Το πλεόνασμα του διατιθέμενο κατά σειρά στην κίνηση προς το αντικείμενο της επιθυμίας, στην ένωση μαζί του και στην τροφοδότηση του γεννήματος της ένωσης τους (το οποίο με τη σειρά του θα πλεονάσει κάποια στιγμή ως τρίτο και θα κινηθεί ανάλογα), ανατροφοδοτεί διαρκώς το γίγνεσθαι με νέες μορφές του Είναι πέρα από όσες χάνονται με το θάνατο των ατόμων και το πέρασμα τους στο μη-είναι. Έτσι, το εγώ δεν χάνεται ποτέ, αλλά μετασχηματίζεται σε κάτι άλλο (όντας μετασχηματιστής) και διαιωνίζεται. Ό μετασχηματισμός του δεν γίνεται αποκλειστικά με τη γενετήσια διοχέτευση του πλεονάσματος του, οπότε μετασχηματίζεται στο άτομο που γεννιέται από αυτήν, αλλά μπορεί να γίνει και με τη δημιουργική του πρόσβαση στην ύλη, οπότε δημιουργεί ένα αντι-κείμενο του. Η αντικειμενο-ποίηση της πλεονάζουσας ενέργειας του ατόμου σε διακεκριμένες μορφές εκτός αυτού, εξαντικειμενικεύει την υποκειμενικότητα του και του δίνει μια σταθερή και αντικειμενική εικόνα της ύπαρξης του στην οποία μπορεί να αναγνωρίσει το είναι του βλέποντας εκτός του εγώ του (που δεν μπορεί, έτσι κι αλλιώς, να το δει) και πέραν του θανάτου του (που του είναι, επίσης, αδιανόητος).
Η διαρκής αναγωγή μας προς το απόλυτο, που μας άρει από το πεπερασμένο και μας συνδέει με το άπειρο πραγματοποιείται μέσα από την ύλη μας (το σώμα μας), μέσω της ύλης των άλλων (των αντι-κείμενων μας) και ενάντια στην αδράνεια εκείνης της ύλης που μας καθηλώνει στην ήδη υλοποιημένη πραγματικότητα.
Η συνοχή της ύλης είναι απαραίτητη για τη συγκρότηση των αναγωγικών μορφών που μας συνέχουν ανάγοντας μας στο πέραν από εμάς, αντικειμενοποιώντας την υποκειμενικότητα μας. Χωρίς τη συγκροτητική συνοχή της, οι μορφές δεν μπορούν να σταθεροποιηθούν και να αποκτήσουν υπόσταση. Η δύναμη συνοχής της ύλης είναι μια μορφή αντίστασης σε όποια άλλη δύναμη θέλει να την προσπελάσει άνευ λόγου. Έτσι προστατεύεται από την άσκοπη διάλυση της σε ένα άμορφο νεφέλωμα ασυνεχών στοιχείων, τον οριστικό διαχωρισμό της και την έκπτωση της σε μη είναι. Η ύλη είναι, και ως καθαρό Είναι συγκροτείται εν τω γίγνεσθαι, μετερχόμενη δυνάμεις που τη συνέχουν στον χώρο και της δίνουν διάρκεια στον χρόνο. Δεν υφίσταται η ύλη εκτός των μορφών που παίρνει, όπως και δεν υφίσταται το Είναι εκτός του γίγνεσθαι του· εν Αυτώ όλα ταυτίζονται. Γι’ αυτό, εξ ορισμού Αυτού, η αντίσταση της ύλης υποχωρεί τελικά, όταν η δύναμη που εισχωρεί στην πυκνότητα της φέρει το γόνιμο σπέρμα των εν δυνάμει μορφών Αυτού και δεν της επιτίθεται διαλυτικά.
Το γίγνεσθαι μεταπλάθει την αδράνεια της ύλης και τη διαφοροποιεί· δεν την καταργεί. Η μορφοποίηση αναμετριέται με την αδράνεια που της αντιστέκεται ειδικά, όχι με την αδράνεια γενικά, την οποία υπερβαίνει εύκολα, εφόσον η μορφοποίηση δεν περιορίζεται στην αντί-θεση απέναντι της, αλλά ευφορείται από τη θετική δυναμική του προ-ορισμού της, όπως ορίζεται εξ Αυτού. Η πλεονάζουσα δύναμη της βούλησης μας διεισδύει μορφοποιητικά στην ύλη, υπερβαίνει το φράγμα της γενικής και γενετικής αδράνειας της, μέχρι να φτάσει στην υλική συστοιχείωση που χρειάζεται για να σταθεροποιήσει με την ειδική της αδράνεια το υποδιαμόρφωση είδος της και να φανερώσει την εν δυνάμει μορφή του σαν μια ακόμη δυνατότητα της παρόμοιας και απαράλλαχτης δύναμης Αυτού. Αν η δύναμη πρόσβασης μας στην ύλη κινητοποιείται άμεσα ως προς Αυτό, ανάγοντας τη νόηση μας στον Λόγο του ώστε να μην αυτοανεφέρεται, αλλά να ωθεί το εγώ πέραν αυτού, για να ενωθεί, σύμφωνα με τη ψυχή του, με αυτό που βαθιά επιθυμεί, τότε, η ύλη μάς υποδέχεται και η επιθυμία μας υλοποιείται, προωθώντας μας περαιτέρω στη γενική ύλη μέχρι την πλήρη υλο-ποίηση του είδους μας.
Ως ανθρώπινο είδος προοδεύουμε εν Αυτώ υλοποιώντας ιδεατές μορφές που συλλαμβάνονται από τον νου μας αφαιρετικά (αναγόμενου πέραν των υλικών μορφών στην εννόηση του Λόγου τους), προβάλλονται στη βούληση μας κι εγκρίνονται από τη ψυχή μας, κλιμακώνοντας τις επιθυμίες μας στο απόλυτο της ευχής τους και κινητοποιώντας τη σωματική μας ύλη μέχρι να διασχίσουμε την αντίσταση της περιβάλλουσας ύλης και να συναντηθούμε με αυτήν με την οποίαν ενωμένοι θα υλοποιήσουμε την ιδεατή μορφή που οραματιζόμαστε. Η νέα μορφή, ως κάτι τρίτο, ορίζει ένα καθαρό πλεόνασμα που προωθεί περαιτέρω το γίγνεσθαι μας, στο οποίο είναι ενταγμένο εκ της γενέσεως του.
Η πρόοδος είναι μία συνθετική διαδικασία που συνδέει το μέγιστο αφαιρετικά (ιδεατό) με το ελάχιστο (υλικό) πλάθοντας εξελιγμένες μορφές από την ίδια πάντα αρχέγονη ύλη. Δεν μας ξεκόβει από τις «ρίζες» μας, όπως έχει διαβληθεί από τους καταχραστές της προόδου, οι οποίοι πλούτισαν εις βάρος του γενικού πλούτου εκμεταλλευόμενοι το γνωστικό πλεονέκτημα που τους έδωσε η αφαιρετικότητα του νου φανερώνοντας τους τις αιτίες των μορφών και το οποίο, αντί να το διαθέσουν μορφοποιητικά , το χρησιμοποίησαν εναντίων των μορφών για να τις διασπάσουν και να ιδιοποιηθούν τα αποσπάσματα τους, ώστε να προσαυξήσουν το εγώ τους.
Όταν η αφαιρετικότητα του νου δεν κινείται διασπαστικά, από την ιδιοτέλεια ενός διαχωρισμένου εγώ, τείνει φυσιολογικά στην αναγωγή της νόησης στο απόλυτο κι έτσι την επιστρέφει στην ολότητα. Το νοητικό πλεόνασμα του ανθρώπου διατιθέμενο στην διερεύνηση του αγνώστου, τον επαναφέρει στο αναπάντητο ερώτημα Αυτού και έτσι δεν του επιτρέπει καμία αυθάδεια. Η ερωτηματικότητα κρατάει την αφαιρετικότητα στον φυσικό της ρόλο, στην αναζήτηση των απώτερων αιτιών και στρέφει τη νόηση όλο και πιο πίσω όσο προοδεύει η γνώση της, επιστρέφοντας την στην εννόηση της Αρχή της,. Έτσι, ο αφαιρετικός νους δεν εξαιρεί την καταγωγική ύλη από τις συλλήψεις του, ούτε, κατά συνέπεια, αγνοεί το σώμα, τις ανάγκες του και πολύ περισσότερο τις επιθυμίες του από τους σχεδιασμούς του. Προβάλλει ιδεατές μορφές διακεκριμένες· όχι διαχωριστικές από το Εν Αυτώ, αλλά παραλλαγές και εκφράσεις του, όπως ακριβώς Αυτό θέλει να εκδηλωθεί πολλαπλά παραμένοντας Εν.
Η δική μας επιθυμία δεν είναι παρά παράγωγο της επιθυμίας Αυτού να υπάρχει επιθυμία, επειδή του χρειάζεται στην περαιτέρω μορφο-ποίηση του, μέχρι που να ξεδιπλώσει η συμπαγής ύλη ή η συμπυκνωμένη σε ύλη ενέργεια όλες τις εν δυνάμει μορφές της, ώστε να μην υπάρχει καμία δυνατότητα μορφής απραγματοποίητη. Η μόνη δύναμη που μπορεί να αναμετρηθεί με την αδράνεια και την αντίσταση της ύλης δεν είναι άλλη από την επιθυμία στην αναγωγή της στο απόλυτο, εκεί ακριβώς που γίνεται αναγκαία. Γι’ αυτό, με την επιθυμία κινούμαστε προοδευτικά και δημιουργικά, παράγοντας εξελιγμένες κι εξελικτικές μορφές, ενώ, με την ανάγκη κινούμαστε συντηρητικά και καταναλωτικά.
Όταν θα έχουμε εξαντλήσει κάθε περιθώριο πραγματοποίησης των επιθυμιών μας, μέχρι να φτάσουμε στο σημείο της ανυποχώρητης αντίστασης της ύλης, εφαπτόμενοι άμεσα με τη μέγιστη πυκνότητα της και καλύπτοντας κάθε απόσταση που μας χωρίζει από αυτήν, τότε θα έχουμε υλοποιηθεί πλήρως γεμίζοντας την ύπαρξη μας με το είναι της. Η εξάντληση αυτών των περιθωρίων και η πλήρης κάλυψη της απόστασης μας από τη αρχέγονη ύλη που μας αναλογεί, είναι αυτή που μας ταυτοποιεί. Κατά την κίνηση ταυτοποίησης μας, η ύλη δεν μας αντιστέκεται μόνο για να δοκιμάσει την ένταση των επιθυμιών μας και να επιτρέψει μόνο στην μέγιστη να την προσπελάσει, αλλά, ταυτόχρονα, μας πλαισιώνει αντιστεκόμενη στις παρεκτροπές μας έτσι ώστε αν κινηθούμε προς το μη-είναι με οποιονδήποτε (αυτό)καταστροφικό τρόπο η αντίσταση που να συναντήσουμε να είναι ανυποχώρητη. Αν, παρόλα αυτά, επιμείνουμε να εισχωρήσουμε βίαια μέσα στην ύλη, αυτή μπορεί να υποχωρήσει προσωρινά, αλλά μετά θα μας συνθλίψει ανασυντάσσοντας τις δυνάμεις συνοχής της εναντίον του παρείσακτου εισβολέα.
Εκεί που η ύλη είναι πραγματικά αδιαπέραστη, εκεί σταματάει κάθε δυνατότητα περαιτέρω μορφοποίησης μας και τότε δεν πρέπει να ασκείται καμία βία. Αν σταματάμε πριν από αυτό το σημείο, τότε παραιτούμαστε άνευ λόγου από κάτι που μας επιτρέπεται, επιτρέποντας, έτσι, την αδικαιολόγητη ύπαρξη του κενού στη ζωή μας. Με το κενό που αφήνουμε ανάμεσα σε εμάς και την ύλη που μας προσφέρεται, καταδικάζουμε την ύπαρξη μας σε μια αδικαιολόγητη απουσία της από το Είναι και ακυρώνουμε τη μετασχηματιστική μας ολοκλήρωση, ενώ είναι δυνατή. Με αυτόν τον τρόπο είναι σαν να κάνουμε κακό στον εαυτό μας, γεγονός παράλογο. Η ματαιότητα της παραίτησης μας από την υλο-ποίηση μας και ο αυτοκαταστροφικός παραλογισμός της είναι κάτι απαράδεκτο. Όσο η ύλη θα μας δια-τίθεται, δεν μπορούμε να επικαλούμαστε την αντίσταση της σαν άλλοθι για το κακό που εμείς επιτρέπουμε απέχοντας από το γίγνεσθαι μας. Μόνο η απροσπέλαστη ύλη μπορεί και πρέπει να μας σταματά. Αδιαπέραστο μπορεί να είναι επίσης το κενό, το τίποτε και το ανύπαρχτο, αλλά, αυτό, ως μη υπάρχον, δεν ελκύει κανέναν· εκτός αν είναι διεστραμμένος θέλοντας συνειδητά το κακό, δηλαδή το κενό και το τίποτε. Αυτό που μας ελκύει όλους, φυσιολογικά, είναι η υλική πυκνότητα που μας υπόσχεται ένα πλήθος μορφών. Όσο πιο πυκνή η ύλη, τόσο περισσότερο μας προκαλεί με τις μορφές που υπόσχεται, κι άλλο τόσο μας φοβίζει.
Η διαρκής αναγωγή μας προς το απόλυτο, που μας άρει από το πεπερασμένο και μας συνδέει με το άπειρο πραγματοποιείται μέσα από την ύλη μας (το σώμα μας), μέσω της ύλης των άλλων (των αντι-κείμενων μας) και ενάντια στην αδράνεια εκείνης της ύλης που μας καθηλώνει στην ήδη υλοποιημένη πραγματικότητα.
Η συνοχή της ύλης είναι απαραίτητη για τη συγκρότηση των αναγωγικών μορφών που μας συνέχουν ανάγοντας μας στο πέραν από εμάς, αντικειμενοποιώντας την υποκειμενικότητα μας. Χωρίς τη συγκροτητική συνοχή της, οι μορφές δεν μπορούν να σταθεροποιηθούν και να αποκτήσουν υπόσταση. Η δύναμη συνοχής της ύλης είναι μια μορφή αντίστασης σε όποια άλλη δύναμη θέλει να την προσπελάσει άνευ λόγου. Έτσι προστατεύεται από την άσκοπη διάλυση της σε ένα άμορφο νεφέλωμα ασυνεχών στοιχείων, τον οριστικό διαχωρισμό της και την έκπτωση της σε μη είναι. Η ύλη είναι, και ως καθαρό Είναι συγκροτείται εν τω γίγνεσθαι, μετερχόμενη δυνάμεις που τη συνέχουν στον χώρο και της δίνουν διάρκεια στον χρόνο. Δεν υφίσταται η ύλη εκτός των μορφών που παίρνει, όπως και δεν υφίσταται το Είναι εκτός του γίγνεσθαι του· εν Αυτώ όλα ταυτίζονται. Γι’ αυτό, εξ ορισμού Αυτού, η αντίσταση της ύλης υποχωρεί τελικά, όταν η δύναμη που εισχωρεί στην πυκνότητα της φέρει το γόνιμο σπέρμα των εν δυνάμει μορφών Αυτού και δεν της επιτίθεται διαλυτικά.
Το γίγνεσθαι μεταπλάθει την αδράνεια της ύλης και τη διαφοροποιεί· δεν την καταργεί. Η μορφοποίηση αναμετριέται με την αδράνεια που της αντιστέκεται ειδικά, όχι με την αδράνεια γενικά, την οποία υπερβαίνει εύκολα, εφόσον η μορφοποίηση δεν περιορίζεται στην αντί-θεση απέναντι της, αλλά ευφορείται από τη θετική δυναμική του προ-ορισμού της, όπως ορίζεται εξ Αυτού. Η πλεονάζουσα δύναμη της βούλησης μας διεισδύει μορφοποιητικά στην ύλη, υπερβαίνει το φράγμα της γενικής και γενετικής αδράνειας της, μέχρι να φτάσει στην υλική συστοιχείωση που χρειάζεται για να σταθεροποιήσει με την ειδική της αδράνεια το υποδιαμόρφωση είδος της και να φανερώσει την εν δυνάμει μορφή του σαν μια ακόμη δυνατότητα της παρόμοιας και απαράλλαχτης δύναμης Αυτού. Αν η δύναμη πρόσβασης μας στην ύλη κινητοποιείται άμεσα ως προς Αυτό, ανάγοντας τη νόηση μας στον Λόγο του ώστε να μην αυτοανεφέρεται, αλλά να ωθεί το εγώ πέραν αυτού, για να ενωθεί, σύμφωνα με τη ψυχή του, με αυτό που βαθιά επιθυμεί, τότε, η ύλη μάς υποδέχεται και η επιθυμία μας υλοποιείται, προωθώντας μας περαιτέρω στη γενική ύλη μέχρι την πλήρη υλο-ποίηση του είδους μας.
Ως ανθρώπινο είδος προοδεύουμε εν Αυτώ υλοποιώντας ιδεατές μορφές που συλλαμβάνονται από τον νου μας αφαιρετικά (αναγόμενου πέραν των υλικών μορφών στην εννόηση του Λόγου τους), προβάλλονται στη βούληση μας κι εγκρίνονται από τη ψυχή μας, κλιμακώνοντας τις επιθυμίες μας στο απόλυτο της ευχής τους και κινητοποιώντας τη σωματική μας ύλη μέχρι να διασχίσουμε την αντίσταση της περιβάλλουσας ύλης και να συναντηθούμε με αυτήν με την οποίαν ενωμένοι θα υλοποιήσουμε την ιδεατή μορφή που οραματιζόμαστε. Η νέα μορφή, ως κάτι τρίτο, ορίζει ένα καθαρό πλεόνασμα που προωθεί περαιτέρω το γίγνεσθαι μας, στο οποίο είναι ενταγμένο εκ της γενέσεως του.
Η πρόοδος είναι μία συνθετική διαδικασία που συνδέει το μέγιστο αφαιρετικά (ιδεατό) με το ελάχιστο (υλικό) πλάθοντας εξελιγμένες μορφές από την ίδια πάντα αρχέγονη ύλη. Δεν μας ξεκόβει από τις «ρίζες» μας, όπως έχει διαβληθεί από τους καταχραστές της προόδου, οι οποίοι πλούτισαν εις βάρος του γενικού πλούτου εκμεταλλευόμενοι το γνωστικό πλεονέκτημα που τους έδωσε η αφαιρετικότητα του νου φανερώνοντας τους τις αιτίες των μορφών και το οποίο, αντί να το διαθέσουν μορφοποιητικά , το χρησιμοποίησαν εναντίων των μορφών για να τις διασπάσουν και να ιδιοποιηθούν τα αποσπάσματα τους, ώστε να προσαυξήσουν το εγώ τους.
Όταν η αφαιρετικότητα του νου δεν κινείται διασπαστικά, από την ιδιοτέλεια ενός διαχωρισμένου εγώ, τείνει φυσιολογικά στην αναγωγή της νόησης στο απόλυτο κι έτσι την επιστρέφει στην ολότητα. Το νοητικό πλεόνασμα του ανθρώπου διατιθέμενο στην διερεύνηση του αγνώστου, τον επαναφέρει στο αναπάντητο ερώτημα Αυτού και έτσι δεν του επιτρέπει καμία αυθάδεια. Η ερωτηματικότητα κρατάει την αφαιρετικότητα στον φυσικό της ρόλο, στην αναζήτηση των απώτερων αιτιών και στρέφει τη νόηση όλο και πιο πίσω όσο προοδεύει η γνώση της, επιστρέφοντας την στην εννόηση της Αρχή της,. Έτσι, ο αφαιρετικός νους δεν εξαιρεί την καταγωγική ύλη από τις συλλήψεις του, ούτε, κατά συνέπεια, αγνοεί το σώμα, τις ανάγκες του και πολύ περισσότερο τις επιθυμίες του από τους σχεδιασμούς του. Προβάλλει ιδεατές μορφές διακεκριμένες· όχι διαχωριστικές από το Εν Αυτώ, αλλά παραλλαγές και εκφράσεις του, όπως ακριβώς Αυτό θέλει να εκδηλωθεί πολλαπλά παραμένοντας Εν.
Η δική μας επιθυμία δεν είναι παρά παράγωγο της επιθυμίας Αυτού να υπάρχει επιθυμία, επειδή του χρειάζεται στην περαιτέρω μορφο-ποίηση του, μέχρι που να ξεδιπλώσει η συμπαγής ύλη ή η συμπυκνωμένη σε ύλη ενέργεια όλες τις εν δυνάμει μορφές της, ώστε να μην υπάρχει καμία δυνατότητα μορφής απραγματοποίητη. Η μόνη δύναμη που μπορεί να αναμετρηθεί με την αδράνεια και την αντίσταση της ύλης δεν είναι άλλη από την επιθυμία στην αναγωγή της στο απόλυτο, εκεί ακριβώς που γίνεται αναγκαία. Γι’ αυτό, με την επιθυμία κινούμαστε προοδευτικά και δημιουργικά, παράγοντας εξελιγμένες κι εξελικτικές μορφές, ενώ, με την ανάγκη κινούμαστε συντηρητικά και καταναλωτικά.
Όταν θα έχουμε εξαντλήσει κάθε περιθώριο πραγματοποίησης των επιθυμιών μας, μέχρι να φτάσουμε στο σημείο της ανυποχώρητης αντίστασης της ύλης, εφαπτόμενοι άμεσα με τη μέγιστη πυκνότητα της και καλύπτοντας κάθε απόσταση που μας χωρίζει από αυτήν, τότε θα έχουμε υλοποιηθεί πλήρως γεμίζοντας την ύπαρξη μας με το είναι της. Η εξάντληση αυτών των περιθωρίων και η πλήρης κάλυψη της απόστασης μας από τη αρχέγονη ύλη που μας αναλογεί, είναι αυτή που μας ταυτοποιεί. Κατά την κίνηση ταυτοποίησης μας, η ύλη δεν μας αντιστέκεται μόνο για να δοκιμάσει την ένταση των επιθυμιών μας και να επιτρέψει μόνο στην μέγιστη να την προσπελάσει, αλλά, ταυτόχρονα, μας πλαισιώνει αντιστεκόμενη στις παρεκτροπές μας έτσι ώστε αν κινηθούμε προς το μη-είναι με οποιονδήποτε (αυτό)καταστροφικό τρόπο η αντίσταση που να συναντήσουμε να είναι ανυποχώρητη. Αν, παρόλα αυτά, επιμείνουμε να εισχωρήσουμε βίαια μέσα στην ύλη, αυτή μπορεί να υποχωρήσει προσωρινά, αλλά μετά θα μας συνθλίψει ανασυντάσσοντας τις δυνάμεις συνοχής της εναντίον του παρείσακτου εισβολέα.
Εκεί που η ύλη είναι πραγματικά αδιαπέραστη, εκεί σταματάει κάθε δυνατότητα περαιτέρω μορφοποίησης μας και τότε δεν πρέπει να ασκείται καμία βία. Αν σταματάμε πριν από αυτό το σημείο, τότε παραιτούμαστε άνευ λόγου από κάτι που μας επιτρέπεται, επιτρέποντας, έτσι, την αδικαιολόγητη ύπαρξη του κενού στη ζωή μας. Με το κενό που αφήνουμε ανάμεσα σε εμάς και την ύλη που μας προσφέρεται, καταδικάζουμε την ύπαρξη μας σε μια αδικαιολόγητη απουσία της από το Είναι και ακυρώνουμε τη μετασχηματιστική μας ολοκλήρωση, ενώ είναι δυνατή. Με αυτόν τον τρόπο είναι σαν να κάνουμε κακό στον εαυτό μας, γεγονός παράλογο. Η ματαιότητα της παραίτησης μας από την υλο-ποίηση μας και ο αυτοκαταστροφικός παραλογισμός της είναι κάτι απαράδεκτο. Όσο η ύλη θα μας δια-τίθεται, δεν μπορούμε να επικαλούμαστε την αντίσταση της σαν άλλοθι για το κακό που εμείς επιτρέπουμε απέχοντας από το γίγνεσθαι μας. Μόνο η απροσπέλαστη ύλη μπορεί και πρέπει να μας σταματά. Αδιαπέραστο μπορεί να είναι επίσης το κενό, το τίποτε και το ανύπαρχτο, αλλά, αυτό, ως μη υπάρχον, δεν ελκύει κανέναν· εκτός αν είναι διεστραμμένος θέλοντας συνειδητά το κακό, δηλαδή το κενό και το τίποτε. Αυτό που μας ελκύει όλους, φυσιολογικά, είναι η υλική πυκνότητα που μας υπόσχεται ένα πλήθος μορφών. Όσο πιο πυκνή η ύλη, τόσο περισσότερο μας προκαλεί με τις μορφές που υπόσχεται, κι άλλο τόσο μας φοβίζει.
No comments:
Post a Comment