Τη δυνατότητα πρόσβασης στην αλήθεια την έχει ο καθένας και δεν είναι ειδικότητα κανενός, αφού όλοι, όποια γλώσσα κι αν μιλούν, κατέχουν πάνω κάτω τους βασικούς ερμηνευτικούς της τύπους, αρκεί να τους χειριστούν χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις που φοβίζουν και αποδιοργανώνουν τις ερμηνευτικές διαπιστώσεις και διατυπώσεις τους. Όσοι ξέρουν κάτι παρά πάνω επί της ερμηνευτικής διαδικασίας μπορούν και πρέπει να ενθαρρύνουν την ερμηνεία των άλλων, και όχι, βέβαια, να την αποθαρρύνουν παρουσιάζοντας την ως επαγγελματικό τους προνόμιο. Αυτό που πρέπει να υποδεικνύει η όποια ερμηνευτική ενθάρρυνση για να δείχνει το δρόμο της αλήθειας, δεν είναι μια τυχαία και σκόρπια εκφραστικότητα, αλλά τη γενναία συγκέντρωση της νόησης στη μέγιστη επιθυμία της, στην εννόηση Αυτού, του αδιανόητου πέραν αυτής, και την ερω(τημα)τική του προσέγγιση.
Οποιαδήποτε ερμηνευτική πρόταση δεν φτάνει στο ερώτημα Αυτού και κλείνει πρόωρα με μια απάντηση που ονομάζει Αυτό με κάποια προσδιορισμένη λέξη, διακόπτει τη λειτουργική σχέση της με το γλωσσικό εργαλείο, που είναι έτσι επεξεργασμένο ώστε να κλιμακώνεται αναφορικά μέχρι που να φτάνει σε τόσο αφηρημένες έννοιες, που ως λέξεις να είναι πάντα ανοιχτές, θέτοντας διαρκώς ερωτήματα για το ακριβές περιεχόμενο τους, επειδή ακριβώς άπτονται Αυτού. Οι λέξεις αυτές είναι οι πρωταρχικά αφηρημένες έννοιες στις οποίες πρέπει να εισάγονται τα νέα άτομα ώστε να διαθέτουν τα μέσα της αφαίρεσης που θα διευκολύνουν την άρση της νόηση τους από το επιμέρους στο Όλον. Γι’ αυτές δεν χρειάζονται ειδικές σπουδές, αφού ως έννοιες είναι τόσο γενικές, που αρκεί η πρόσληψη της γενικότητας τους, με την απελευθέρωση του νου από κάθε προσδιορισμένο περιεχόμενο, που τον προκαταλαμβάνει. Δεν είναι σαν τις λέξεις που ορίζουν ποσοτικά μεγέθη και προέρχονται από εξειδικευμένα επιστημονικά πεδία, αναπτυγμένα με μια επεκτατική διαδικασία γνώσης, ώστε να χρειάζονται τη σταδιακή εκμάθηση τους. Όχι μόνο δεν αφορούν τη γραμμική επεκτατικότητα κάποιας ποσοτικής γνώσης (ή γνώσης ποσοτήτων), αλλά ως καθαρά ποιητικές, σε άμεση επαφή με τη ποιούσα Αρχή όλων, επαναφέρουν τη γνώση στον λόγο ύπαρξης της και μάλιστα με ριζικά ανα-κυκλικό τρόπο. Όντας τέλεια κυκλικές, μας μεταφέρουν νοητικά στην τελειότητα κρατώντας την ζωντανή μέσα μας παρά την ατελή μας πραγματικότητα. Ως εκ της τέλειας κυκλικότητας τους είναι οι μόνες λέξεις που μπορούν να αυτοαναφέρονται χωρίς να χάνουν το νόημα τους, διότι αυτό δεν είναι συγκεκριμένο, αλλά άφατο και άπειρο.
Όταν λέμε λέξεις όπως το «Είναι» ή το «Όλον» δεν χρειάζεται να πούμε κάτι άλλο για να τις στηρίξουμε, διότι ό,τι και να πούμε το περιέχουν ήδη στο νόημα τους, (αφού κάθε τι «Είναι» για να είναι κάτι, και όλα τα κάτι εμπεριέχονται στο «Όλον»), για αυτό και μπορούν να αναφέρονται στον εαυτό τους χωρίς πρόβλημα. Αν πούμε, όμως, τη λέξη «Εγώ», εννοώντας «εμένα, που σκέφτομαι», κάνουμε αμέσως αναφορά σε κάτι άλλο εκτός αυτής της λέξης για να τη στηρίξουμε, είτε σε «εμένα» συγκεκριμένα, είτε σε αυτό που «σκέφτομαι», διότι όταν σκέφτομαι, σκέφτομαι πάντα κάτι. Χωρίς κάτι να σκέφτομαι, δεν σκέφτομαι, αφού ακόμη κι αν αυτό το κάτι είναι ο εαυτός μου (όταν σκέφτομαι εμένα), τον σκέφτομαι σαν κάτι για να μπορέσω να τον σκεφτώ. Αν επιμένουμε να αναφερόμαστε στο «εγώ» σαν κάτι ασύνδετο και αυθύπαρκτο, άρα δυνατό να αυτοαναφέρεται, τότε εισάγουμε τον «εγωισμό» στη γλώσσα, που ήδη τον έχει καταδικάσει στη λέξη «εγω-ισμός», με την κατάληξη -ισμός, που καταδικάζει την αυθαίρετο εγκλεισμό της ολότητας σε κάτι επιμέρους και πεπερασμένο, όπως το εγώ στον εγω-ισμό. Το άνοιγμα στην εννόηση του όλου γίνεται με λέξεις που τείνουν σε αυτό για να ολοκληρωθούν και δεν το ιδιοποιούνται καταχρηστικά φέροντας τον ολοκληρωτισμό. Στις λέξεις που τείνουν στο όλο ταιριάζει η κατάληξη –ικός, όπως «ερωτικός», όπου ο έρωτας τείνει σε κάτι πέραν αυτού για να ολοκληρωθεί ενωμένος μαζί του, (ενώ, «ερωτισμός» σημαίνει εμμονή του έρωτα με τον εαυτό του).
Οι λέξεις που αυτοαναφέρονται αυθαίρετα είναι σαν καρκινικά κύτταρα που αναπτύσσονται ανεξάρτητα από το σύστημα της γλώσσας, για αυτό και η γλώσσα τις επιτίθεται με λέξεις αντίδοτα που τις καταδικάζουν. Ο οργανισμός της ανθρώπινης γλώσσας είναι ανάλογος με αυτόν του ανθρώπινου σώματος, με την έννοια ότι και οι δύο είναι δημιουργήματα της φύσης, που η σύνθεση τους σε μία οντότητα έπλασε τον άνθρωπο, ως το έλλογο όν. Δεν έφτιαξε ο άνθρωπος τη γλώσσα, όπως ούτε το σώμα του, αλλά φτιάχτηκε και φτιάχνεται μαζί τους. Γι’ αυτό, είναι καλό να ενσκήπτει τόσο στη γνώση του σώματος του όσο και στις μορφές της γλώσσας του όπως έχουν επεξεργαστεί μέσα στους αιώνες της εξέλιξης του, διότι εκτός του ότι τον συνέχουν με το καταγωγικό του απόλυτο, τον ανάγουν σε αυτό.
Η αναγωγή στο απόλυτο φέρει στο προσκήνιο τα ρήματα ως τις λέξεις-περάσματα προς αυτό. Τα ρήματα είναι οι λέξεις-φορείς που μεταφέρουν την πλεονάζουσα ενέργεια του υποκειμένου στο αντικείμενο και αντίστροφα. Κλιμακώνουν την ανταλλαγή πλεονάσματος των ουσιαστικών και τα συνουσιάζουν μέσω της ρηματικής τους ρευστότητας, μέχρι να φτάσουν στον αμοιβαίο οργασμό που τα καταργεί σαν διακεκριμένες οντότητες και τα συνέχει Εν Αυτώ εναγκαλίζοντας τα μεταξύ τους στον (α)σπασμό του απόλυτου, μέσα από τον οποίο γεννάται κάτι το τρίτο, ως νέο πλεόνασμα και καινούργια έκφραση, ως μία ακόμη ονομασία πέραν των γεννητόρων λέξεων της. Τα ρήματα παίζουν καταλυτικό ρόλο στο γίγνεσθαι της γλώσσας πέρα από το «είναι» των δεδομένων και (προ)υπαρχόντων λέξεων. Είναι φορείς της αυτό-υπέρβασης κάθε ονόματος προς ένα άλλο όνομα, με το οποίο το πρώτο ενώνεται ρηματικά σε μια κοινή πρόταση-αναφορά και των δυο προς κάτι τρίτο, και αυτό το τρίτο ενώνεται με τη σειρά του με ένα άλλο και ούτω κάθε εξής μέχρι να αναφερθεί η γλώσσα σε Αυτό, επι-στρέφοντας τη νόηση στην τέλεια κυκλικότητα του, μέσω των κυκλικών εννοιών που του αναλογούν και μπορούν να αυθίστανται χωρίς πρόβλημα εκτός των ρηματικών τύπων του γίγνεσθαι, σε κατηγορηματικές προτάσεις του Είναι. Όλες οι άλλες λέξεις οφείλουν να διαθέτουν μέσω των ρημάτων το πλεόνασμα τους (που τις ορίζει ως κάτι τις πέραν του τίποτε) στο γλωσσικό γίγνεσθαι στο οποίο οφείλονται, για να παίζουν ρόλο στη γλώσσα.
Οι λέξεις ονομάζοντας ό,τι είναι κάτι τι, (αφού ό,τι δεν είναι, δεν έχει όνομα) ονομάζουν ό,τι υπερέχει της αντενέργειας του αντίθετου του και υπερβαίνει το καταγωγικό άθροισμα των δύο γενετικών συνιστωσών του ως κάτι τρίτο πέραν αυτών. Το υπέρ και το πέραν που ορίζει κάθε τι σαν κάτι ξεχωριστό, συνιστά το πλεόνασμα που το φορτίζει να κινηθεί μέχρι να το διαθέσει πλήρως και να απαλλαγεί από τη φόρτιση του ενωνόμενο σε έναν ταυτοποιητικό δεσμό. Ανάλογα και το ονόματα, ονομάζουν πάντα κάτι τρίτο, που νιώθοντας περιττό ενώνεται σε πρόταση. Μόνο σε μια πρόταση αποκτάει νόημα και περιεχόμενο και το ολοκληρώνει, εφόσον αυτή η πρόταση το ταυτοποιεί άρτια ενταγμένη στο αναφορικό σύστημα της γλώσσας. Σε αυτό, έχουμε μια συνουσιαστική κλιμάκωση των ρηματικών προτάσεων, με κάθε πρόταση που γεννιέται από την ένωση δύο προηγούμενων να ορίζει κάτι τρίτο που πλεονάζει αυτών και τις ξεπερνά ως κάτι ξεχωριστό, το οποίο με τη σειρά του θα ενωθεί για να παραχθεί κάτι άλλο που θα προάγει τη γλώσσα ένα σκαλί πιο κοντά στην ολοκλήρωση της σε κατηγορηματικές προτάσεις του Είναι, αναφερόμενη στις πρωταρχικές έννοιες Αυτού και ησυχάζοντας μες το ανείπωτο περιεχόμενο τους. Εκεί, σε επαφή με την τέλεια κυκλικότητα τους, η γλώσσα επανέρχεται στον καταγωγικό λόγο της κι επιστρέφει στο σημείο από όπου ξεκίνησε, ξαναβρίσκοντας την απλότητα και την αμεσότητα του. Τότε, η γλώσσα ολοκληρώνεται φέρνοντας σε ολοκλήρωση και τον φορέα της άνθρωπο.
Η γλωσσική ολοκλήρωση βρίσκεται στην επαφή της με το πέραν αυτής· δεν βρίσκεται στον εαυτό της, αλλά στην ένδοθεν αναφορά της σε Αυτό. Ανάλογα με αυτήν, και τα συστατικά της στοιχεία συναρτώνται με τέτοιο τρόπο ώστε κάθε όνομα να παίζει ρόλο στην κλιμάκωση του αναφορικού συστήματος της διαθέτοντας το πλεόνασμα του μέσω των ρημάτων σε άλλες ονομασίες. Αν κάποια το κατακρατούν αυτοαναφερόμενα, παίζουν αποδιοργανωτικό ρόλο εισάγοντας εχθρικά στοιχεία στη γλώσσα, που τα καταδικάζει με χαρακτηρισμούς απαξιωτικούς, όταν τα εντοπίσει. Γι’ αυτό, η γλώσσα πρέπει να προσέχει διαρκώς τη συμπεριφορά κάποιων λέξεων που έχουν την επεκτατική τάση να διπλασιάζουν τον εαυτό τους, αντί να τον μοιράζονται. Όταν η λέξη «μέσον» αναφέρεται στον εαυτό της και τον διπλασιάζει σε «μέσον του μέσου», εισάγει την «εμμεσότητα» στη γλώσσα εμποδίζοντας την να ολοκληρωθεί ως «αμεσότητα». Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τη λέξη «σκοπός»· να διπλασιαστεί σε «σκοπό του σκοπού» ή «αυτοσκοπό» και να προκαλέσει τη «σκοπιμότητα» που θέλει να υποτάξει όλες τις άλλες λέξεις στον εαυτό της. Όσες λέξεις έχουν την τάση να εκτραπούν εκτός των νοηματοδοτικών τους προτάσεων, που τις συναρτούν ρηματικά με κάτι άλλο και όχι με τον εαυτό τους, πρέπει να επανέρχονται στην τάξη, όπως ορίζεται από τον Λόγο της γλώσσας, που δίνει δικαίωμα μόνο στις πρωτογενείς έννοιες Αυτού να αυτοαναφέρονται.
Οι διάφοροι εγω-ισμοί των δευτερογενών λέξεων που αποσπώνται εκτός του ρηματικού γίγνεσθαι της γλώσσας διεκδικώντας μια ολότητα που δεν τους ανήκει, συνοδεύονται πάντα από μια ανάλογα εγωιστική προσέγγιση Αυτού, όπου Αυτό αλλοιώνεται έτσι ώστε να φαίνεται ότι είναι επίσης κάποιο όνομα εκτός πρότασης, ένα είδος υπέρ-Εγώ, και όχι ο άφατος Λόγος εντός της, η ψυχή και το ρέον στοιχείο που τη συνέχει προς το πέραν αυτής, μέσω των ρημάτων. Οι ονομαστικοί προσδιορισμοί Αυτού σε κατηγορηματικές προτάσεις εγωιστικής κατασκευής σκοπεύουν να αναχαιτίσουν τη ρηματική ρευστότητα που μας μυεί στην ερωτηματική αποδοχή του και να αποταμιεύσουν τη ροή του λόγου στο φράγμα που αρδεύει τα συμφέροντα της επικράτειας του εγώ τους. Όταν Αυτό γίνει οριστικά αποδεχτό από όλους σαν το καθοριστικό τους ερωτηματικό θα αρθούν και όσοι –ισμοί παρεμβαίνουν στη γλώσσα εκτρέποντας την σε μια αποσπασματική αντιπαράθεση κατηγορηματικών προτάσεων, ανίκανη να ερμηνεύσει το γενικό, γιατί στερείται των ρημάτων της προς αυτό.
Ο τονισμός της σημασίας των ρημάτων τονίζει και τη σημασία όλων των συναφών της ρηματικότητας ποιοτήτων ως εξαιρετικά κρίσιμων για την απεμπλοκή του γίγνεσθαι από στάσιμες κατηγορηματικότητες. Οι ελληνικές λέξεις του ρηματικού «ρο» (όπως Ροή, Ρευστότητα, Ρώμη, ευΡωστία, εΡώτηση, έΡωτας, κλπ.) αναφέρονται σε καταστάσεις που αίρουν τα εμπόδια που παρεμβάλλουν στο γίγνεσθαι οι εγωισμοί των διαχωρισμένων οντοτήτων. Οι οντότητες που αντιδρούν σε ότι της υπερβαίνει φοβούμενες ότι θα τις καταλύσει σαν διακεκριμένες, στέρεες και σταθερές μορφές, αίρουν τις επιφυλάξεις τους μέσω του έρωτα και αφήνονται στη ρευστότητα που τις παρασύρει στη ροή του γίγνεσθαι, που τους παρέχει τη ρώμη της αυθυπέρβασης και την ευρωστία της ερω(τημα)τικής τους υπόστασης. Χωρίς αυτά τα «ρο» τους οι μοναχικές οντότητες παραμένουν καχεκτικές κι ανέραστες υποστάσεις, οχυρωμένες πίσω από κατηγορηματικές απαντήσεις που δεν τις ρωτάει κανείς πια.
Οποιαδήποτε ερμηνευτική πρόταση δεν φτάνει στο ερώτημα Αυτού και κλείνει πρόωρα με μια απάντηση που ονομάζει Αυτό με κάποια προσδιορισμένη λέξη, διακόπτει τη λειτουργική σχέση της με το γλωσσικό εργαλείο, που είναι έτσι επεξεργασμένο ώστε να κλιμακώνεται αναφορικά μέχρι που να φτάνει σε τόσο αφηρημένες έννοιες, που ως λέξεις να είναι πάντα ανοιχτές, θέτοντας διαρκώς ερωτήματα για το ακριβές περιεχόμενο τους, επειδή ακριβώς άπτονται Αυτού. Οι λέξεις αυτές είναι οι πρωταρχικά αφηρημένες έννοιες στις οποίες πρέπει να εισάγονται τα νέα άτομα ώστε να διαθέτουν τα μέσα της αφαίρεσης που θα διευκολύνουν την άρση της νόηση τους από το επιμέρους στο Όλον. Γι’ αυτές δεν χρειάζονται ειδικές σπουδές, αφού ως έννοιες είναι τόσο γενικές, που αρκεί η πρόσληψη της γενικότητας τους, με την απελευθέρωση του νου από κάθε προσδιορισμένο περιεχόμενο, που τον προκαταλαμβάνει. Δεν είναι σαν τις λέξεις που ορίζουν ποσοτικά μεγέθη και προέρχονται από εξειδικευμένα επιστημονικά πεδία, αναπτυγμένα με μια επεκτατική διαδικασία γνώσης, ώστε να χρειάζονται τη σταδιακή εκμάθηση τους. Όχι μόνο δεν αφορούν τη γραμμική επεκτατικότητα κάποιας ποσοτικής γνώσης (ή γνώσης ποσοτήτων), αλλά ως καθαρά ποιητικές, σε άμεση επαφή με τη ποιούσα Αρχή όλων, επαναφέρουν τη γνώση στον λόγο ύπαρξης της και μάλιστα με ριζικά ανα-κυκλικό τρόπο. Όντας τέλεια κυκλικές, μας μεταφέρουν νοητικά στην τελειότητα κρατώντας την ζωντανή μέσα μας παρά την ατελή μας πραγματικότητα. Ως εκ της τέλειας κυκλικότητας τους είναι οι μόνες λέξεις που μπορούν να αυτοαναφέρονται χωρίς να χάνουν το νόημα τους, διότι αυτό δεν είναι συγκεκριμένο, αλλά άφατο και άπειρο.
Όταν λέμε λέξεις όπως το «Είναι» ή το «Όλον» δεν χρειάζεται να πούμε κάτι άλλο για να τις στηρίξουμε, διότι ό,τι και να πούμε το περιέχουν ήδη στο νόημα τους, (αφού κάθε τι «Είναι» για να είναι κάτι, και όλα τα κάτι εμπεριέχονται στο «Όλον»), για αυτό και μπορούν να αναφέρονται στον εαυτό τους χωρίς πρόβλημα. Αν πούμε, όμως, τη λέξη «Εγώ», εννοώντας «εμένα, που σκέφτομαι», κάνουμε αμέσως αναφορά σε κάτι άλλο εκτός αυτής της λέξης για να τη στηρίξουμε, είτε σε «εμένα» συγκεκριμένα, είτε σε αυτό που «σκέφτομαι», διότι όταν σκέφτομαι, σκέφτομαι πάντα κάτι. Χωρίς κάτι να σκέφτομαι, δεν σκέφτομαι, αφού ακόμη κι αν αυτό το κάτι είναι ο εαυτός μου (όταν σκέφτομαι εμένα), τον σκέφτομαι σαν κάτι για να μπορέσω να τον σκεφτώ. Αν επιμένουμε να αναφερόμαστε στο «εγώ» σαν κάτι ασύνδετο και αυθύπαρκτο, άρα δυνατό να αυτοαναφέρεται, τότε εισάγουμε τον «εγωισμό» στη γλώσσα, που ήδη τον έχει καταδικάσει στη λέξη «εγω-ισμός», με την κατάληξη -ισμός, που καταδικάζει την αυθαίρετο εγκλεισμό της ολότητας σε κάτι επιμέρους και πεπερασμένο, όπως το εγώ στον εγω-ισμό. Το άνοιγμα στην εννόηση του όλου γίνεται με λέξεις που τείνουν σε αυτό για να ολοκληρωθούν και δεν το ιδιοποιούνται καταχρηστικά φέροντας τον ολοκληρωτισμό. Στις λέξεις που τείνουν στο όλο ταιριάζει η κατάληξη –ικός, όπως «ερωτικός», όπου ο έρωτας τείνει σε κάτι πέραν αυτού για να ολοκληρωθεί ενωμένος μαζί του, (ενώ, «ερωτισμός» σημαίνει εμμονή του έρωτα με τον εαυτό του).
Οι λέξεις που αυτοαναφέρονται αυθαίρετα είναι σαν καρκινικά κύτταρα που αναπτύσσονται ανεξάρτητα από το σύστημα της γλώσσας, για αυτό και η γλώσσα τις επιτίθεται με λέξεις αντίδοτα που τις καταδικάζουν. Ο οργανισμός της ανθρώπινης γλώσσας είναι ανάλογος με αυτόν του ανθρώπινου σώματος, με την έννοια ότι και οι δύο είναι δημιουργήματα της φύσης, που η σύνθεση τους σε μία οντότητα έπλασε τον άνθρωπο, ως το έλλογο όν. Δεν έφτιαξε ο άνθρωπος τη γλώσσα, όπως ούτε το σώμα του, αλλά φτιάχτηκε και φτιάχνεται μαζί τους. Γι’ αυτό, είναι καλό να ενσκήπτει τόσο στη γνώση του σώματος του όσο και στις μορφές της γλώσσας του όπως έχουν επεξεργαστεί μέσα στους αιώνες της εξέλιξης του, διότι εκτός του ότι τον συνέχουν με το καταγωγικό του απόλυτο, τον ανάγουν σε αυτό.
Η αναγωγή στο απόλυτο φέρει στο προσκήνιο τα ρήματα ως τις λέξεις-περάσματα προς αυτό. Τα ρήματα είναι οι λέξεις-φορείς που μεταφέρουν την πλεονάζουσα ενέργεια του υποκειμένου στο αντικείμενο και αντίστροφα. Κλιμακώνουν την ανταλλαγή πλεονάσματος των ουσιαστικών και τα συνουσιάζουν μέσω της ρηματικής τους ρευστότητας, μέχρι να φτάσουν στον αμοιβαίο οργασμό που τα καταργεί σαν διακεκριμένες οντότητες και τα συνέχει Εν Αυτώ εναγκαλίζοντας τα μεταξύ τους στον (α)σπασμό του απόλυτου, μέσα από τον οποίο γεννάται κάτι το τρίτο, ως νέο πλεόνασμα και καινούργια έκφραση, ως μία ακόμη ονομασία πέραν των γεννητόρων λέξεων της. Τα ρήματα παίζουν καταλυτικό ρόλο στο γίγνεσθαι της γλώσσας πέρα από το «είναι» των δεδομένων και (προ)υπαρχόντων λέξεων. Είναι φορείς της αυτό-υπέρβασης κάθε ονόματος προς ένα άλλο όνομα, με το οποίο το πρώτο ενώνεται ρηματικά σε μια κοινή πρόταση-αναφορά και των δυο προς κάτι τρίτο, και αυτό το τρίτο ενώνεται με τη σειρά του με ένα άλλο και ούτω κάθε εξής μέχρι να αναφερθεί η γλώσσα σε Αυτό, επι-στρέφοντας τη νόηση στην τέλεια κυκλικότητα του, μέσω των κυκλικών εννοιών που του αναλογούν και μπορούν να αυθίστανται χωρίς πρόβλημα εκτός των ρηματικών τύπων του γίγνεσθαι, σε κατηγορηματικές προτάσεις του Είναι. Όλες οι άλλες λέξεις οφείλουν να διαθέτουν μέσω των ρημάτων το πλεόνασμα τους (που τις ορίζει ως κάτι τις πέραν του τίποτε) στο γλωσσικό γίγνεσθαι στο οποίο οφείλονται, για να παίζουν ρόλο στη γλώσσα.
Οι λέξεις ονομάζοντας ό,τι είναι κάτι τι, (αφού ό,τι δεν είναι, δεν έχει όνομα) ονομάζουν ό,τι υπερέχει της αντενέργειας του αντίθετου του και υπερβαίνει το καταγωγικό άθροισμα των δύο γενετικών συνιστωσών του ως κάτι τρίτο πέραν αυτών. Το υπέρ και το πέραν που ορίζει κάθε τι σαν κάτι ξεχωριστό, συνιστά το πλεόνασμα που το φορτίζει να κινηθεί μέχρι να το διαθέσει πλήρως και να απαλλαγεί από τη φόρτιση του ενωνόμενο σε έναν ταυτοποιητικό δεσμό. Ανάλογα και το ονόματα, ονομάζουν πάντα κάτι τρίτο, που νιώθοντας περιττό ενώνεται σε πρόταση. Μόνο σε μια πρόταση αποκτάει νόημα και περιεχόμενο και το ολοκληρώνει, εφόσον αυτή η πρόταση το ταυτοποιεί άρτια ενταγμένη στο αναφορικό σύστημα της γλώσσας. Σε αυτό, έχουμε μια συνουσιαστική κλιμάκωση των ρηματικών προτάσεων, με κάθε πρόταση που γεννιέται από την ένωση δύο προηγούμενων να ορίζει κάτι τρίτο που πλεονάζει αυτών και τις ξεπερνά ως κάτι ξεχωριστό, το οποίο με τη σειρά του θα ενωθεί για να παραχθεί κάτι άλλο που θα προάγει τη γλώσσα ένα σκαλί πιο κοντά στην ολοκλήρωση της σε κατηγορηματικές προτάσεις του Είναι, αναφερόμενη στις πρωταρχικές έννοιες Αυτού και ησυχάζοντας μες το ανείπωτο περιεχόμενο τους. Εκεί, σε επαφή με την τέλεια κυκλικότητα τους, η γλώσσα επανέρχεται στον καταγωγικό λόγο της κι επιστρέφει στο σημείο από όπου ξεκίνησε, ξαναβρίσκοντας την απλότητα και την αμεσότητα του. Τότε, η γλώσσα ολοκληρώνεται φέρνοντας σε ολοκλήρωση και τον φορέα της άνθρωπο.
Η γλωσσική ολοκλήρωση βρίσκεται στην επαφή της με το πέραν αυτής· δεν βρίσκεται στον εαυτό της, αλλά στην ένδοθεν αναφορά της σε Αυτό. Ανάλογα με αυτήν, και τα συστατικά της στοιχεία συναρτώνται με τέτοιο τρόπο ώστε κάθε όνομα να παίζει ρόλο στην κλιμάκωση του αναφορικού συστήματος της διαθέτοντας το πλεόνασμα του μέσω των ρημάτων σε άλλες ονομασίες. Αν κάποια το κατακρατούν αυτοαναφερόμενα, παίζουν αποδιοργανωτικό ρόλο εισάγοντας εχθρικά στοιχεία στη γλώσσα, που τα καταδικάζει με χαρακτηρισμούς απαξιωτικούς, όταν τα εντοπίσει. Γι’ αυτό, η γλώσσα πρέπει να προσέχει διαρκώς τη συμπεριφορά κάποιων λέξεων που έχουν την επεκτατική τάση να διπλασιάζουν τον εαυτό τους, αντί να τον μοιράζονται. Όταν η λέξη «μέσον» αναφέρεται στον εαυτό της και τον διπλασιάζει σε «μέσον του μέσου», εισάγει την «εμμεσότητα» στη γλώσσα εμποδίζοντας την να ολοκληρωθεί ως «αμεσότητα». Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τη λέξη «σκοπός»· να διπλασιαστεί σε «σκοπό του σκοπού» ή «αυτοσκοπό» και να προκαλέσει τη «σκοπιμότητα» που θέλει να υποτάξει όλες τις άλλες λέξεις στον εαυτό της. Όσες λέξεις έχουν την τάση να εκτραπούν εκτός των νοηματοδοτικών τους προτάσεων, που τις συναρτούν ρηματικά με κάτι άλλο και όχι με τον εαυτό τους, πρέπει να επανέρχονται στην τάξη, όπως ορίζεται από τον Λόγο της γλώσσας, που δίνει δικαίωμα μόνο στις πρωτογενείς έννοιες Αυτού να αυτοαναφέρονται.
Οι διάφοροι εγω-ισμοί των δευτερογενών λέξεων που αποσπώνται εκτός του ρηματικού γίγνεσθαι της γλώσσας διεκδικώντας μια ολότητα που δεν τους ανήκει, συνοδεύονται πάντα από μια ανάλογα εγωιστική προσέγγιση Αυτού, όπου Αυτό αλλοιώνεται έτσι ώστε να φαίνεται ότι είναι επίσης κάποιο όνομα εκτός πρότασης, ένα είδος υπέρ-Εγώ, και όχι ο άφατος Λόγος εντός της, η ψυχή και το ρέον στοιχείο που τη συνέχει προς το πέραν αυτής, μέσω των ρημάτων. Οι ονομαστικοί προσδιορισμοί Αυτού σε κατηγορηματικές προτάσεις εγωιστικής κατασκευής σκοπεύουν να αναχαιτίσουν τη ρηματική ρευστότητα που μας μυεί στην ερωτηματική αποδοχή του και να αποταμιεύσουν τη ροή του λόγου στο φράγμα που αρδεύει τα συμφέροντα της επικράτειας του εγώ τους. Όταν Αυτό γίνει οριστικά αποδεχτό από όλους σαν το καθοριστικό τους ερωτηματικό θα αρθούν και όσοι –ισμοί παρεμβαίνουν στη γλώσσα εκτρέποντας την σε μια αποσπασματική αντιπαράθεση κατηγορηματικών προτάσεων, ανίκανη να ερμηνεύσει το γενικό, γιατί στερείται των ρημάτων της προς αυτό.
Ο τονισμός της σημασίας των ρημάτων τονίζει και τη σημασία όλων των συναφών της ρηματικότητας ποιοτήτων ως εξαιρετικά κρίσιμων για την απεμπλοκή του γίγνεσθαι από στάσιμες κατηγορηματικότητες. Οι ελληνικές λέξεις του ρηματικού «ρο» (όπως Ροή, Ρευστότητα, Ρώμη, ευΡωστία, εΡώτηση, έΡωτας, κλπ.) αναφέρονται σε καταστάσεις που αίρουν τα εμπόδια που παρεμβάλλουν στο γίγνεσθαι οι εγωισμοί των διαχωρισμένων οντοτήτων. Οι οντότητες που αντιδρούν σε ότι της υπερβαίνει φοβούμενες ότι θα τις καταλύσει σαν διακεκριμένες, στέρεες και σταθερές μορφές, αίρουν τις επιφυλάξεις τους μέσω του έρωτα και αφήνονται στη ρευστότητα που τις παρασύρει στη ροή του γίγνεσθαι, που τους παρέχει τη ρώμη της αυθυπέρβασης και την ευρωστία της ερω(τημα)τικής τους υπόστασης. Χωρίς αυτά τα «ρο» τους οι μοναχικές οντότητες παραμένουν καχεκτικές κι ανέραστες υποστάσεις, οχυρωμένες πίσω από κατηγορηματικές απαντήσεις που δεν τις ρωτάει κανείς πια.
No comments:
Post a Comment