Αφού Αυτό βρίσκεται παντού και είναι τα πάντα, υπάρχει τόσο μέσα μας όσο και μέσα από μας, όπως και εμείς υπάρχουμε τόσο μέσα του όσο και μέσω Αυτού. Εμείς, βέβαια, δεν είμαστε παντού και στα πάντα, ούτε υπάρχουμε μέσω και άλλων όπως Αυτό, αλλά, υπάρχουμε μόνο μέσω του εαυτού μας, που ενυπάρχει σε Αυτό. Μεταξύ μας υπάρχει διαφορά κλίμακας, διότι Αυτό είναι το Όλον, που εμπεριέχει όλα τα μέρη, ενώ εμείς είμαστε ένα μέρος του Όλου. Με αυτήν την έννοια, οι ιδιότητες Αυτού είναι εν μέρει και δικές μας, αλλά όχι στον απόλυτο βαθμό τους, ούτε απαράλλαχτες, όπως μόνο Εν Αυτώ υφίστανται. Μέσα από εμάς σχετικοποιούνται και παραλλάσσονται, χωρίς να χάνουν την απολυτότητα τους, όπως δεν την χάνει και Αυτό όντας εμείς. Το απόλυτο υπάρχει μέσα μας και μέσα από εμάς στη σχετική μορφή του, που δεν είναι παρά μια παραλλαγή του, όπως και κάθε μορφή είναι μια παραλλαγή τού Είναι· γεγονός που προξενεί το λάθος να εκλαμβάνουμε τη μορφή ως Είναι και το σχετικό ως απόλυτο, ενώ δεν είναι παρά εκφράσεις τους.
Όταν κάποια δική μας έκφραση, διατυπωμένη με τα πεπερασμένα μας μέσα, ισχυρίζεται ότι εκφράζει κυριολεκτικά το απόλυτο και αυτοπαρουσιάζεται ως η εικόνα της ολότητας αυτοπροσώπως, μπορεί να παγιδεύσει με την απολυτότητα της το πνεύμα και να το υποτάξει στον ολοκληρωτισμό της, διότι ο ανθρώπινος λόγος τείνει εκ φύσεως στην ολοκλήρωση των παρατηρήσεων του αναζητώντας το όλον των λογικών του εκφράσεων και το τελικό τους συμπέρασμα. Ειδικά, κάποιος νους βυθισμένος σε πνευματική οκνηρία, μπορεί να εξαπατηθεί ευκολότερα και να υιοθετήσει τις πειθήνιες διατυπώσεις που του υπόσχονται ετοιμοπαράδοτο το όλον, απαλλάσσοντας τον από την αναζήτηση του, την οποία διεκπεραιώνουν εργολαβικά οι «πνευματικοί ηγέτες» του, με αντίτιμο την υποταγή του στην εξουσία τους ή στην εξουσία αυτών που υπηρετούν.
Η φυσική τάση για ολο-ποίηση που χαρακτηρίζει τον λόγο μας, οφείλεται στην υπάρχουσα εντός του απολυτότητα του Λόγου. Εξ αιτίας της, μπορούμε να αναζητούμε πέρα από τις μορφές το Είναι τους και να αναφερόμαστε στο Όλον, παρόλο που είναι αδύνατον να έχουμε την εμπειρία του. Είμαστε, όμως, σίγουροι ότι υπάρχει, κι αυτό δεν είναι μια αυταπάτη, αλλά η απόλυτη γνώση που ενυπάρχει ως βαθιά πίστη μέσα στον λόγο μας, ο οποίος υπάρχει σαν μια έκφραση του Λόγου και της απολυτότητας του, όντας παραλλαγή, είδος, μορφή και τρόπος έκφρασης του, και όχι ο Λόγος αυτός καθ’ αυτός. Η (αυτ)απάτη βρίσκεται στη σχετική γνώση, όταν υποκρίνεται την απόλυτη ή όταν την αποκρύπτει αποκηρύσσοντας την ως μη υπαρκτή. Η απόλυτη γνώση υπάρχει σαν εγγενές ζητούμενο του λόγου μας, που ως γέννημα του Λόγου, λειτουργεί εκ φύσεως ως προς το καταγωγικό του απόλυτο και σε αναφορά προς αυτό. Παρόλο που δεν το ξέρει ακριβώς, ούτε πρόκειται ποτέ να το μάθει, κινείται μέσα από αυτό και ως προς αυτό, λειτουργώντας γνωστικά μέσα σε ένα περιβάλλον πίστης.
Το απόλυτο δεν είναι κάτι απτό για να το εντοπίσουμε, ούτε κάτι ανύπαρκτο για να μη το αναζητήσουμε. Είναι υπαρκτό σαν ενυπάρχουσα τάση μας προς το Όλον. Υπάρχει εντός μας ως ένταση κι όχι εκτός μας ως έκταση. Δεν καταλαμβάνει κάποιο χώρο ώστε να το εντοπίσουμε κάπου, αλλά όντας το Όλον του χώρου, μας εντείνει να τον καταλάβουμε με τις μορφές και τις εκφράσεις μας, εκτείνοντας τες μέχρι τα όρια τους. Επειδή δεν πιάνει χώρο, αφού Είναι ο χώρος, δεν βρίσκεται άπιαστο κάπου έξω από εμάς, σαν να κάθεται σε κάποια απρόσιτη κορυφή ή σε ένα ουράνιο υψίπεδο, όπως μυθολογείται. Ούτε είναι ανύπαρκτο, επειδή δεν είναι ορατό, όπως μας προσγειώνουν κάποιοι παραγνωρίζοντας ότι μη καταλαμβάνοντας συγκεκριμένη έκταση, δεν έχει διαστάσεις και μετρήσιμη ποσότητα, άρα δεν είναι παρατηρίσιμο εξωτερικά. Το απόλυτο δεν είναι ποσότητα· είναι ποιότητα.
Την αδιαμφισβήτητη ύπαρξη του απόλυτου ως τάσης που μας άγει στο Όλον δεν μπορούμε να την αποδείξουμε εξωτερικά, παρουσιάζοντας κάποιο σχήμα της λογικό ή άλλο, αλλά μόνο να τη δεχτούμε σαν αυταπόδεικτη μέσα από την ίδια την τάση μας προς ολοκλήρωση. Αποδεχόμενοι την έν-ταση μας προς το απόλυτο ως τάση ολοκλήρωσης και εμπιστευόμενοι την πίστη μας σ’ αυτό ως φυσική παρόρμηση του λόγου μας προς τον Λόγο Αυτού, μπορούμε να ενστερνιστούμε τη λειτουργική δυναμική της. Ενσωματώνοντας τη στη συνείδηση μας, μπορούμε να διακρίνουμε καθαρότερα τι μας άγει σε Αυτό και τι μας απομακρύνει, ανάλογα με την ευφορία και τη δυσφορία που μας προκαλεί άγοντας μας ή όχι στην τριαδική ταυτοποίηση μας εν Αυτώ. Συνειδητοποιώντας τη λειτουργική συνάρτηση μας με το απόλυτο και συναρτώντας τη γνώση μας με τη πίστη, συνδεόμαστε σώματι και πνεύματι με τη ψυχή μας ανάγοντας αβίαστα το σχετικό της ύπαρξης μας στο απόλυτο είναι της.
Αν αποφεύγουμε τη φυσική αναγωγή μας στο απόλυτο, αγνοώντας την ή περιορίζοντας τη σε κάποια θεοποιημένη μερικότητα ή σε κάποιο «άθεο» σχετικισμό χάνουμε από τον θεωρητικό μας ορίζοντα την προοπτική τής ψυχή μας, που μας άγει αλάνθαστα σε Αυτό. Χωρίς άξονα και οδηγό, η σύγκλιση της θέσης μας με τη φύση μας και η άρτια ολοκλήρωση μας γίνεται δυσχερέστερη και μπορεί να «σπάσουμε» ψυχολογικά από τη δυσκολία, όντας εξασθενημένοι λόγω της απόκλισης από το είναι μας και της παρατεταμένης παραμονής μας σε μια πραγματικότητα που δεν μας ευφορεί. Το ψυχολογικό «σπάσιμο» συμφέρει τους επιτήδειους που εκμεταλλεύονται τη διάλυση των ατόμων για να ισχυροποιηθούν (ε)αυτοκρατορικά με την πολτοποίηση τους σε μάζα. Επειδή, όμως, το απόλυτο δεν μπορεί να ξεριζωθεί, όντας εγγενές στοιχείο του ανθρώπου, εξομαλύνεται και σχετικοποιείται έτσι ώστε να μην ενοχλεί τα καθεστώτα τους, αλλά να τα εξυπηρετεί με τις διάφορες συμβατές, εποχικές και ιστορικές μορφές που του δίνουν.
Μπορεί η διαδοχή των ιστορικών μορφών του απόλυτου να έχει παίξει ρόλο στην εξέλιξη του ανθρώπου, όμως η συνέχιση της τον κρατά δέσμιο της ιστορίας του και της επανάληψης της. Η αποδοχή της ιστορικότητας του απόλυτου δεν μπορεί να μας απελευθερώσει από τις σχετικές μορφές του, εφόσον δεν ανοίγεται ερω(τημα)τικά και πέρα από κάθε ιστορικό προηγούμενο στην ασύλληπτη καθαρότητα του. Όσοι σκεφτόμενοι «ιστορικά» αναζητούν το απόλυτο μέσα στην εποχή τους, σαν να πρόκειται για μόδα, την οποία πρέπει έγκαιρα να «πιάσουν» για να μη μείνουν πίσω, θα τρέχουν πάντα πίσω από την ιστορία, που θα βρίσκεται συνεχώς ένα βήμα μπροστά τους, εκτός αν την ξεπεράσουν αναφερόμενοι καθαρά στο καθαρό απόλυτο.
Το κλειδί της απελευθέρωσης της ανθρώπινης ενέργειας που είναι εγκλωβισμένη στον τροχό της ιστορίας, που ανακυκλώνεται ξοδεύοντας το ενεργειακό της πλεόνασμα χωρίς να το μετασχηματίζει σε κοινό πλούτο, βρίσκεται στην απελευθέρωση του απόλυτου από τις ανά εποχές (κατά)χρηστικές μορφές του, οι οποίες διαμορφώνουν ανάλογα (κατά)χρηστικά και τη συνθήκη ύπαρξης του ανθρώπου. Ο άνθρωπος όντας έλλογος, και ο λόγος του όντας έκφραση του Λόγου, στηρίζεται πάντα στο εγγενές του απόλυτο, συνειδητά ή όχι, για να εκφρασθεί λογικά και να πράξει ανάλογα. Το απόλυτο είναι η (συνειδητή ή όχι) σταθερά βάσει της οποίας συγκροτείται η όποια πραγματικότητα του ανθρώπου και ως προς την οποία συνέχεται κοινωνικά. Όσο πιο κλειστή η κοινωνία, τόσο πιο περιορισμένη εκδοχή του απόλυτου υιοθετεί, όσο πιο σκοταδιστική, τόσο λιγότερο καθαρή η αναφορά της σε αυτό. Μια κοινωνία «κλειδώνει» παίρνοντας μια συγκεκριμένη μορφή ανάλογα με τη μορφή του απόλυτου που υιοθετεί· όσοι κρατούν τα κλειδιά της πλουτίζουν, οι άλλοι πρέπει να φιλούν τα χέρια τους για φιλοδώρημα. Αυτοί που αντιδρούν στις σχετικές μορφές του απόλυτου και στα καθεστώτα που στηρίζουν, κάνουν λάθος όταν αμφισβητούν το ίδιο το απόλυτο διακηρύσσοντας τη σχετικότητα σαν επαναστατικό τους κανόνα, χωρίς να διαβλέπουν ότι το σχετικό εξυπηρετεί τους ισχυρούς, δηλαδή τους ισχυροποιημένους από την σχετικοποίηση του απόλυτου στα δικά τους μέτρα.
Ο σχετικισμός αναδεικνύει ως λογική του συνέπεια το μέσο ως σκοπό, αφού δεν αποδέχεται το απόλυτο ως σταθερό σημείο αναφοράς προς κάτι τρίτο των δύο μερών που συναλλάσσονται σε μια σχέση, οπότε αυτό που κυριαρχεί είναι η ίδια η συναλλαγή τους και τα μέσα της. Έτσι φτάνουμε στην κυριαρχία της εμμεσότητας, όπως για παράδειγμα την κυριάρχηση του οικονομισμού, με το χρήμα-μέσο να έχει αναδειχθεί σε καθαρή αξία και τιμή του απόλυτου. Η προφάνεια του χρήματος-μέσου σαν απαραίτητης διαπραγματευτικής συνιστώσας, μπορεί να συνέχει τα άτομα βάσει της σταθεράς του, αλλά συνάμα τα καθηλώνει στον μέσο όρο της μάζας που διασφαλίζει με τον χειραγωγίσιμο καταναλωτισμό της την αγορά. Η αγοραία κοινωνία, που δέχεται το χρήμα σαν αξία κοινωνική, δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί από τη μάζα και να εξελιχθεί ποιοτικά, επειδή φορτίζει με την ένταση του απόλυτου κάτι ποσοτικό όπως το χρήμα, από το οποίο δεν μπορεί να απεγκλωβιστεί, τη στιγμή που αυτό έχει αποκτήσει τη δύναμη του απόλυτου. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να συνεχίσει να το αυξάνει ποσοτικά, αυτοπαγιδευμένη σε έναν επιταχυνόμενο επεκτατισμό που θα σταματήσει μόνο στην κατά μέτωπο σύγκρουση του με τη φύση, όταν εξαντλήσει όλους τους πόρους της. Για αυτό, όσο κι αν καταγγέλλεται ο παγκοσμιοποιημένος οικονομισμός, δεν πρόκειται να κλονιστεί, αν δεν προσβάλλεται άμεσα η συνεκτική του σταθερά, η σχετικοποίηση του απόλυτου στα μέτρα του μέσου και η συναφής ποσοτικοποίηση του. Αν η κριτική εξαντλείται σε επιμέρους θέματα υιοθετώντας επιμέρους κριτήρια, χωρίς να αναφέρεται στο όλο όλων αυτών με κριτήριο το καθαρό απόλυτο, κι αν νομίζει ότι θα διορθώσει τα λάθη που γίνονται, χωρίς να θίγει τη βαθύτερη αιτία τους, παίζει ρόλο μάλλον οικονομικού συμβούλου για την απρόσκοπτη επέκταση του αδηφάγου μηχανισμού της αγοράς, που κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα την καταβροχθίσει. Μόνο η υπερβατική κριτική, με την άμεση αναφορά της στο καθαρό απόλυτο, μπορεί να φορτίσει τα άτομα να απεγκλωβιστούν από την κυριαρχία της μάζας, την οποία μανατζάρουν οι λίγοι (όπως πάντα), που πλουτίζουν πολύ (αλλά τώρα, περισσότερο από ποτέ).
Το σχετικό εξυπηρετεί γενικά τους ισχυρούς· το απόλυτο κανέναν ειδικά. Είναι καθαρή ποιότητα Αυτού, ορίζοντας την ένταση τού καθένα μας να ολοκληρωθεί εν Αυτώ, συναρτώντας το μέρος του με την ολότητα του. Αν σχετικοποιούμε το απόλυτο υποτιμώντας την καθαρή του αξία ή διατιμώντας την με δικά μας μέτρα και σταθμά, χάνει την υπερβατική του ένταση και όντας εξασθενημένο αδυνατεί να μας βγάλει από την πραγματικότητα που μας δυσφορεί. Η καθαρή αναφορά στο απόλυτο, που δεν εξυπηρετεί καμία σκοπιμότητα κι άλλο σκοπό από το να μας άγει σε Αυτό, συντελεί στην κριτική υπέρβαση της πραγματικότητας μας και στην πραγματο-ποίηση των απώτατων επιθυμιών μας.
Όταν κάποια δική μας έκφραση, διατυπωμένη με τα πεπερασμένα μας μέσα, ισχυρίζεται ότι εκφράζει κυριολεκτικά το απόλυτο και αυτοπαρουσιάζεται ως η εικόνα της ολότητας αυτοπροσώπως, μπορεί να παγιδεύσει με την απολυτότητα της το πνεύμα και να το υποτάξει στον ολοκληρωτισμό της, διότι ο ανθρώπινος λόγος τείνει εκ φύσεως στην ολοκλήρωση των παρατηρήσεων του αναζητώντας το όλον των λογικών του εκφράσεων και το τελικό τους συμπέρασμα. Ειδικά, κάποιος νους βυθισμένος σε πνευματική οκνηρία, μπορεί να εξαπατηθεί ευκολότερα και να υιοθετήσει τις πειθήνιες διατυπώσεις που του υπόσχονται ετοιμοπαράδοτο το όλον, απαλλάσσοντας τον από την αναζήτηση του, την οποία διεκπεραιώνουν εργολαβικά οι «πνευματικοί ηγέτες» του, με αντίτιμο την υποταγή του στην εξουσία τους ή στην εξουσία αυτών που υπηρετούν.
Η φυσική τάση για ολο-ποίηση που χαρακτηρίζει τον λόγο μας, οφείλεται στην υπάρχουσα εντός του απολυτότητα του Λόγου. Εξ αιτίας της, μπορούμε να αναζητούμε πέρα από τις μορφές το Είναι τους και να αναφερόμαστε στο Όλον, παρόλο που είναι αδύνατον να έχουμε την εμπειρία του. Είμαστε, όμως, σίγουροι ότι υπάρχει, κι αυτό δεν είναι μια αυταπάτη, αλλά η απόλυτη γνώση που ενυπάρχει ως βαθιά πίστη μέσα στον λόγο μας, ο οποίος υπάρχει σαν μια έκφραση του Λόγου και της απολυτότητας του, όντας παραλλαγή, είδος, μορφή και τρόπος έκφρασης του, και όχι ο Λόγος αυτός καθ’ αυτός. Η (αυτ)απάτη βρίσκεται στη σχετική γνώση, όταν υποκρίνεται την απόλυτη ή όταν την αποκρύπτει αποκηρύσσοντας την ως μη υπαρκτή. Η απόλυτη γνώση υπάρχει σαν εγγενές ζητούμενο του λόγου μας, που ως γέννημα του Λόγου, λειτουργεί εκ φύσεως ως προς το καταγωγικό του απόλυτο και σε αναφορά προς αυτό. Παρόλο που δεν το ξέρει ακριβώς, ούτε πρόκειται ποτέ να το μάθει, κινείται μέσα από αυτό και ως προς αυτό, λειτουργώντας γνωστικά μέσα σε ένα περιβάλλον πίστης.
Το απόλυτο δεν είναι κάτι απτό για να το εντοπίσουμε, ούτε κάτι ανύπαρκτο για να μη το αναζητήσουμε. Είναι υπαρκτό σαν ενυπάρχουσα τάση μας προς το Όλον. Υπάρχει εντός μας ως ένταση κι όχι εκτός μας ως έκταση. Δεν καταλαμβάνει κάποιο χώρο ώστε να το εντοπίσουμε κάπου, αλλά όντας το Όλον του χώρου, μας εντείνει να τον καταλάβουμε με τις μορφές και τις εκφράσεις μας, εκτείνοντας τες μέχρι τα όρια τους. Επειδή δεν πιάνει χώρο, αφού Είναι ο χώρος, δεν βρίσκεται άπιαστο κάπου έξω από εμάς, σαν να κάθεται σε κάποια απρόσιτη κορυφή ή σε ένα ουράνιο υψίπεδο, όπως μυθολογείται. Ούτε είναι ανύπαρκτο, επειδή δεν είναι ορατό, όπως μας προσγειώνουν κάποιοι παραγνωρίζοντας ότι μη καταλαμβάνοντας συγκεκριμένη έκταση, δεν έχει διαστάσεις και μετρήσιμη ποσότητα, άρα δεν είναι παρατηρίσιμο εξωτερικά. Το απόλυτο δεν είναι ποσότητα· είναι ποιότητα.
Την αδιαμφισβήτητη ύπαρξη του απόλυτου ως τάσης που μας άγει στο Όλον δεν μπορούμε να την αποδείξουμε εξωτερικά, παρουσιάζοντας κάποιο σχήμα της λογικό ή άλλο, αλλά μόνο να τη δεχτούμε σαν αυταπόδεικτη μέσα από την ίδια την τάση μας προς ολοκλήρωση. Αποδεχόμενοι την έν-ταση μας προς το απόλυτο ως τάση ολοκλήρωσης και εμπιστευόμενοι την πίστη μας σ’ αυτό ως φυσική παρόρμηση του λόγου μας προς τον Λόγο Αυτού, μπορούμε να ενστερνιστούμε τη λειτουργική δυναμική της. Ενσωματώνοντας τη στη συνείδηση μας, μπορούμε να διακρίνουμε καθαρότερα τι μας άγει σε Αυτό και τι μας απομακρύνει, ανάλογα με την ευφορία και τη δυσφορία που μας προκαλεί άγοντας μας ή όχι στην τριαδική ταυτοποίηση μας εν Αυτώ. Συνειδητοποιώντας τη λειτουργική συνάρτηση μας με το απόλυτο και συναρτώντας τη γνώση μας με τη πίστη, συνδεόμαστε σώματι και πνεύματι με τη ψυχή μας ανάγοντας αβίαστα το σχετικό της ύπαρξης μας στο απόλυτο είναι της.
Αν αποφεύγουμε τη φυσική αναγωγή μας στο απόλυτο, αγνοώντας την ή περιορίζοντας τη σε κάποια θεοποιημένη μερικότητα ή σε κάποιο «άθεο» σχετικισμό χάνουμε από τον θεωρητικό μας ορίζοντα την προοπτική τής ψυχή μας, που μας άγει αλάνθαστα σε Αυτό. Χωρίς άξονα και οδηγό, η σύγκλιση της θέσης μας με τη φύση μας και η άρτια ολοκλήρωση μας γίνεται δυσχερέστερη και μπορεί να «σπάσουμε» ψυχολογικά από τη δυσκολία, όντας εξασθενημένοι λόγω της απόκλισης από το είναι μας και της παρατεταμένης παραμονής μας σε μια πραγματικότητα που δεν μας ευφορεί. Το ψυχολογικό «σπάσιμο» συμφέρει τους επιτήδειους που εκμεταλλεύονται τη διάλυση των ατόμων για να ισχυροποιηθούν (ε)αυτοκρατορικά με την πολτοποίηση τους σε μάζα. Επειδή, όμως, το απόλυτο δεν μπορεί να ξεριζωθεί, όντας εγγενές στοιχείο του ανθρώπου, εξομαλύνεται και σχετικοποιείται έτσι ώστε να μην ενοχλεί τα καθεστώτα τους, αλλά να τα εξυπηρετεί με τις διάφορες συμβατές, εποχικές και ιστορικές μορφές που του δίνουν.
Μπορεί η διαδοχή των ιστορικών μορφών του απόλυτου να έχει παίξει ρόλο στην εξέλιξη του ανθρώπου, όμως η συνέχιση της τον κρατά δέσμιο της ιστορίας του και της επανάληψης της. Η αποδοχή της ιστορικότητας του απόλυτου δεν μπορεί να μας απελευθερώσει από τις σχετικές μορφές του, εφόσον δεν ανοίγεται ερω(τημα)τικά και πέρα από κάθε ιστορικό προηγούμενο στην ασύλληπτη καθαρότητα του. Όσοι σκεφτόμενοι «ιστορικά» αναζητούν το απόλυτο μέσα στην εποχή τους, σαν να πρόκειται για μόδα, την οποία πρέπει έγκαιρα να «πιάσουν» για να μη μείνουν πίσω, θα τρέχουν πάντα πίσω από την ιστορία, που θα βρίσκεται συνεχώς ένα βήμα μπροστά τους, εκτός αν την ξεπεράσουν αναφερόμενοι καθαρά στο καθαρό απόλυτο.
Το κλειδί της απελευθέρωσης της ανθρώπινης ενέργειας που είναι εγκλωβισμένη στον τροχό της ιστορίας, που ανακυκλώνεται ξοδεύοντας το ενεργειακό της πλεόνασμα χωρίς να το μετασχηματίζει σε κοινό πλούτο, βρίσκεται στην απελευθέρωση του απόλυτου από τις ανά εποχές (κατά)χρηστικές μορφές του, οι οποίες διαμορφώνουν ανάλογα (κατά)χρηστικά και τη συνθήκη ύπαρξης του ανθρώπου. Ο άνθρωπος όντας έλλογος, και ο λόγος του όντας έκφραση του Λόγου, στηρίζεται πάντα στο εγγενές του απόλυτο, συνειδητά ή όχι, για να εκφρασθεί λογικά και να πράξει ανάλογα. Το απόλυτο είναι η (συνειδητή ή όχι) σταθερά βάσει της οποίας συγκροτείται η όποια πραγματικότητα του ανθρώπου και ως προς την οποία συνέχεται κοινωνικά. Όσο πιο κλειστή η κοινωνία, τόσο πιο περιορισμένη εκδοχή του απόλυτου υιοθετεί, όσο πιο σκοταδιστική, τόσο λιγότερο καθαρή η αναφορά της σε αυτό. Μια κοινωνία «κλειδώνει» παίρνοντας μια συγκεκριμένη μορφή ανάλογα με τη μορφή του απόλυτου που υιοθετεί· όσοι κρατούν τα κλειδιά της πλουτίζουν, οι άλλοι πρέπει να φιλούν τα χέρια τους για φιλοδώρημα. Αυτοί που αντιδρούν στις σχετικές μορφές του απόλυτου και στα καθεστώτα που στηρίζουν, κάνουν λάθος όταν αμφισβητούν το ίδιο το απόλυτο διακηρύσσοντας τη σχετικότητα σαν επαναστατικό τους κανόνα, χωρίς να διαβλέπουν ότι το σχετικό εξυπηρετεί τους ισχυρούς, δηλαδή τους ισχυροποιημένους από την σχετικοποίηση του απόλυτου στα δικά τους μέτρα.
Ο σχετικισμός αναδεικνύει ως λογική του συνέπεια το μέσο ως σκοπό, αφού δεν αποδέχεται το απόλυτο ως σταθερό σημείο αναφοράς προς κάτι τρίτο των δύο μερών που συναλλάσσονται σε μια σχέση, οπότε αυτό που κυριαρχεί είναι η ίδια η συναλλαγή τους και τα μέσα της. Έτσι φτάνουμε στην κυριαρχία της εμμεσότητας, όπως για παράδειγμα την κυριάρχηση του οικονομισμού, με το χρήμα-μέσο να έχει αναδειχθεί σε καθαρή αξία και τιμή του απόλυτου. Η προφάνεια του χρήματος-μέσου σαν απαραίτητης διαπραγματευτικής συνιστώσας, μπορεί να συνέχει τα άτομα βάσει της σταθεράς του, αλλά συνάμα τα καθηλώνει στον μέσο όρο της μάζας που διασφαλίζει με τον χειραγωγίσιμο καταναλωτισμό της την αγορά. Η αγοραία κοινωνία, που δέχεται το χρήμα σαν αξία κοινωνική, δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί από τη μάζα και να εξελιχθεί ποιοτικά, επειδή φορτίζει με την ένταση του απόλυτου κάτι ποσοτικό όπως το χρήμα, από το οποίο δεν μπορεί να απεγκλωβιστεί, τη στιγμή που αυτό έχει αποκτήσει τη δύναμη του απόλυτου. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να συνεχίσει να το αυξάνει ποσοτικά, αυτοπαγιδευμένη σε έναν επιταχυνόμενο επεκτατισμό που θα σταματήσει μόνο στην κατά μέτωπο σύγκρουση του με τη φύση, όταν εξαντλήσει όλους τους πόρους της. Για αυτό, όσο κι αν καταγγέλλεται ο παγκοσμιοποιημένος οικονομισμός, δεν πρόκειται να κλονιστεί, αν δεν προσβάλλεται άμεσα η συνεκτική του σταθερά, η σχετικοποίηση του απόλυτου στα μέτρα του μέσου και η συναφής ποσοτικοποίηση του. Αν η κριτική εξαντλείται σε επιμέρους θέματα υιοθετώντας επιμέρους κριτήρια, χωρίς να αναφέρεται στο όλο όλων αυτών με κριτήριο το καθαρό απόλυτο, κι αν νομίζει ότι θα διορθώσει τα λάθη που γίνονται, χωρίς να θίγει τη βαθύτερη αιτία τους, παίζει ρόλο μάλλον οικονομικού συμβούλου για την απρόσκοπτη επέκταση του αδηφάγου μηχανισμού της αγοράς, που κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα την καταβροχθίσει. Μόνο η υπερβατική κριτική, με την άμεση αναφορά της στο καθαρό απόλυτο, μπορεί να φορτίσει τα άτομα να απεγκλωβιστούν από την κυριαρχία της μάζας, την οποία μανατζάρουν οι λίγοι (όπως πάντα), που πλουτίζουν πολύ (αλλά τώρα, περισσότερο από ποτέ).
Το σχετικό εξυπηρετεί γενικά τους ισχυρούς· το απόλυτο κανέναν ειδικά. Είναι καθαρή ποιότητα Αυτού, ορίζοντας την ένταση τού καθένα μας να ολοκληρωθεί εν Αυτώ, συναρτώντας το μέρος του με την ολότητα του. Αν σχετικοποιούμε το απόλυτο υποτιμώντας την καθαρή του αξία ή διατιμώντας την με δικά μας μέτρα και σταθμά, χάνει την υπερβατική του ένταση και όντας εξασθενημένο αδυνατεί να μας βγάλει από την πραγματικότητα που μας δυσφορεί. Η καθαρή αναφορά στο απόλυτο, που δεν εξυπηρετεί καμία σκοπιμότητα κι άλλο σκοπό από το να μας άγει σε Αυτό, συντελεί στην κριτική υπέρβαση της πραγματικότητας μας και στην πραγματο-ποίηση των απώτατων επιθυμιών μας.
No comments:
Post a Comment