Το ερώτημα της πληρότητας μάς κατευθύνει ερωτηματικά σε Αυτό, το καθαρά Πλήρες, ως το Όλον, που Είναι παντού. Αφού το Πλήρες υπάρχει παντού, υπάρχει και μέσα μας, κι έτσι έχουμε ενδογενώς έναν δείχτη πληρότητας και ευφορίας (όταν είμαστε σε επαφή με αυτό) ή έλλειψης και δυσφορίας (όταν είμαστε σε απόσταση), που να μας δείχνει το δρόμο. Το ίδιο μας το σώμα, όντας συγκροτημένο σαν ένα πλήρες και τέλειο όργανο, φέρει την πληρότητα και μας μεταδίδει αυτήν την πληρο-φορία του σε όλες του τις εκδηλώσεις. Ακόμη και να μη θέλαμε να προσλάβουμε την ανάλογη πληρο-φορία που μας μεταδίδει η γύρω μας φύση, αυτή υπάρχει μέσα μας, με το σώμα μας, και είμαστε οργανικά συνδεδεμένοι μαζί της.
Φυσιολογικά, με οδηγό τον εσωτερικευμένο σωματικά δείχτη της πληρότητας μας, δεν θα έπρεπε να κάνουμε λάθη προσανατολισμού, που να μας απομακρύνουν από την κατεύθυνση της εκπλήρωσης μας, αντί να μας προσεγγίζουν, όπως υποδεικνύει η ψυχή μας, με τα συναισθήματα ευφορίας και δυσφορίας. Κάτι πρέπει να αποσυνδέει τη νόηση μας από την τριαδική της σύνδεση με το εμψυχωμένο σώμα και την ενσωματωμένη ψυχή, κι αυτό δεν μπορεί να γίνεται φυσιολογικά, αλλά παρα φύσει. Για να συμβαίνει αυτός ο αποπροσανατολισμός, θα πρέπει η συνδετική λειτουργία της νόησης, η συνείδηση, να αναστέλλεται από κάποιες απειλητικές παρεμβάσεις που φοβίζουν το υποκείμενο της συνείδησης, ώστε αυτό να την καταπνίγει. Στον βαθμό που εσωτερικεύεται η απειλή και ενσωματώνεται ο φόβος από το υποκείμενο, στον ίδιο βαθμό η συνείδηση του υποχωρεί και αυτό αποσυνδέεται από τον εσωτερικευμένο δείχτη της πληρότητας του, ενώ, συνδέεται με αυτό που το απειλεί και το αποξενώνει από τον εαυτό του.
Από τη στιγμή που συνειδητοποιούμε το σωστό, αλλά δεν το εξωτερικεύουμε σε πράξη κι αφήνουμε από φόβο το λάθος να μας κυβερνάει, αυτή η αποσύνδεση με το έξω μας, με την απόκρυψη και το ψέμα που συνεπάγεται, εισχωρεί στο ίδιο μας το σώμα, το οποίο, όντας βιοτικά συνδεδεμένο με το ανθρώπινο περιβάλλον του, θα εσωτερικεύσει αναγκαστικά το λάθος που συμβαίνει εκεί, για να διατηρήσει τη σχέση επιβίωσης μαζί του. Εσωτερικεύοντας το λάθος που συμβαίνει στην πραγματικότητα που ζούμε, για να συμβιώσουμε με αυτή, κατασκευάζουμε μιαν αντεστραμμένη ταυτότητα μαζί της, που της δίνει φυσικότητα, με συνέπεια να την αποδεχόμαστε σαν φυσική, οπότε δεν μένει να κάνουμε τίποτε άλλο για αυτήν, αφού, αν υπάρχει ταυτότητα ανάμεσα μας, δεν χρειάζεται να κάνουμε κάτι διαφορετικό από αυτό που συμβαίνει.
Με την αποσύνδεση της συνείδησης και την αντιστροφή της πραγματικότητας, το λάθος μεταμορφώνεται σε σωστό και καταφέρνει να υπάρχει παρα φύση, ενώ, φυσιολογικά έχει συνειδητοποιηθεί και έχει γίνει αντιληπτό, άρα, δεν θα έπρεπε να υπάρχει, διότι για να υπάρχει λάθος προϋποθέτει άγνοια, που εδώ δεν υφίσταται. Υποστασιοποιώντας κάτι ανύπαρχτο, είναι σαν να εισάγουμε το κενό, άρα το κακό, στη φύση, όπου αυτό δεν έχει καμία θέση και έτσι μας εκτρέπει από την ολότητα της, οπότε κατασκευάζουμε έναν τεχνητό κόσμο για να συνυπάρχουμε με την ανυπαρξία μας αυτοεξαιρούμενοι από τη φυσικότητα και αποσυνδεόμενοι περαιτέρω από την πληρότητα της. Μες τον τεχνητό κόσμο χάνεται το μέτρο της φυσικότητας και αναπτύσσονται φαινόμενα μαζικού σφάλματος γύρω από ένα λάθος, το οποίο όλοι μπορεί να το έχουν συνειδητοποιήσει και κανείς να μην το ομολογεί, εξ αιτίας του γενικευμένου φόβου του άλλου, που επίσης φοβάται αυτόν που τον φοβάται.
Αν ψάξουμε να βρούμε ποιος φταίει κι από πού άρχισε η απειλή εκ της οποίας ξεκίνησε η αποσύνδεση με το μέσα και το έξω μας, μάλλον δεν θα βρούμε κανέναν πρωτόγονο τύραννο εκεί, αλλά θα δούμε τον ίδιο τον φόβο καθαρά, πριν ακόμη κάνει τον άνθρωπο φοβερό και φοβισμένο. Ο καθαρός φόβος διατρέχει την ιστορία της ανθρωπότητας και συνεχίζει να υπάρχει πέρα από τους φοβερούς δυνάστες της και παρά τις γενναίες κατακτήσεις της. Είναι ο φόβος που επιβιώνει ανάμεσα μας, ανεξάρτητα από τις όποιες προόδους έχουμε κάνει σε θέματα ασφάλειας, γιατί ξεκινά από τη σχέση μας με το καθαρά άγνωστο, Αυτό που μας ορίζει και ποτέ δεν θα το μάθουμε. Η αυτονομία αυτού του καθαρού φόβου, που δεν προκαλείται από κανέναν από εμάς, ξεπερνιέται με την αυτονόμηση μιας γενναιότητας εξίσου καθαρής, που πηγάζει φυσικά και αυθόρμητα από μέσα μας.
Η καθαρή γενναιότητα αντλείται άμεσα από την ένδοθεν φυσική αναφορά μας προς το πέρα από εμάς Αυτό, το Γένος όλων, που είναι μέσα μας, όπως και παντού όπου εμείς δεν είμαστε, άρα βρίσκεται και σε κάθε τι άγνωστο που μπορεί να φοβόμαστε, όπως μπορεί και να μας φοβάται. Αν και ο καθαρός φόβος βγαίνει, επίσης, από την αναφορά σε Αυτό στην καθαρά άγνωστη φύση του, την οποία όμως φοβάται, η καθαρή γενναιότητα τον υπερκερνά με τη θετική αναφορά της σε Αυτό, στο οποίο προσανατολίζεται με πίστη, έστω κι αν δεν το ξέρει.
Η θετικότητα της πίστης δίνει την υπεροχή της γενναιότητας έναντι του φόβου, με τον ίδιο τρόπο που στη φύση το Είναι υπερέχει του μη-Είναι και η θέση της άρσης, κι έτσι έχει υπόσταση ο κόσμος που ζούμε. Αναφερόμενοι καθαρά σε Αυτό, ως το Γένος κάθε είδους και το στήριγμα τού Είναι κάθε όντος, δεν μπορεί παρά να εμπιστευτούμε τη γενικότητα του και να μη φοβόμαστε κάτι ειδικά, αφού ό,τι είναι να γίνει θα γίνει και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε για αυτό, παρά να κάνουμε ό,τι είναι να γίνει με καθαρή γενναιότητα, που σημαίνει απλή, φυσική και αυθόρμητη διάθεση του πλεονάσματος μας, το οποίο μας παρέχει αυτό το πλέον, που μας δίνει τη δυνατότητα της αναίτιας γενναιότητας.
Με την πρόκριση της καθαρής γενναιότητας σε πρωταρχικής σημασίας εξελικτικό παράγοντα του γίγνεσθαι μας, μπορούμε να διακρίνουμε, βάσει αυτής και ως προς αυτήν, τι είναι αυτό που μας ενθαρρύνει καθαρά να ανοιχτούμε στο πέρα από εμάς και τι μας αποθαρρύνει, ώστε να προσφύγουμε στο πρώτο και να αποφύγουμε το δεύτερο. Ανεξάρτητα σε ποιο βαθμό συνειδητοποίησης βρίσκεται ο καθένας, υπάρχει για αυτόν κάτι που τον ενθαρρύνει και κάτι που τον φοβίζει καθαρά, μιας και ο καθαρός φόβος και η καθαρή γενναιότητα ισχύουν γενικά, πέραν της ειδικής συνθήκης των υποκειμένων. Βάσει αυτής της γενικότητας τους, μπορεί να διαμορφωθεί ένα αντικειμενικό κριτήριο αξιολόγησης τού τι είναι απειλητικό και τι ενθαρρυντικό, το οποίο να στηρίξει τη συνταγματική προώθηση της γενναιότητας, ώστε να επιβραβεύονται οι πράξεις ενθάρρυνσης και να καταδικάζονται οι πράξεις εκφοβισμού, παντού, αντικειμενικά και γενικά.
Κανονικά, η γενναιότητα, αν είναι καθαρή, δεν χρειάζεται κάποιο στήριγμα ή κάτι έξωθεν της να τη διευκολύνει, αλλά εκκινείται αφ’ εαυτής πηγάζοντας άμεσα από την πηγή της ζωής και πλεονάζει του φόβου με τον φυσικό τρόπο που η θέση υπερισχύει της άρσης στον κόσμο. Όμως, το κανονικό δεν είναι αυτονόητο σε μια ανθρώπινη πραγματικότητα που δεν είναι αυτονόητη, όντας σε μεγάλο βαθμό κατασκευασμένη με υπεκφυγές, μεταθέσεις και εμμεσότητες, με τις οποίες συμμορφούμενα τα άτομα να εξασφαλίζουν την επιβίωση τους, αλλιώς να κινδυνεύουν.
Το πλέγμα των σχέσεων επιβίωσης είναι φοβερό, επειδή είναι πλεγμένο από τον φόβο του θανάτου και όχι από τη γενναιότητα της ζωής. Εμπλέκει τα άτομα σε έναν ιστό φοβισμένων σχέσεων, που υποστηρίζει μεν την επιβίωση τους, αλλά συγκρατεί τη ζωή τους σε σταθερή βιωματική φτώχεια. Η μαζική εμπλοκή τους στην αγωνία της επιβίωσης διαμορφώνει έναν φοβισμένο γενικό λόγο με αλλοιωμένες έννοιες, με νοθευμένη την καθαρότητα Αυτού και με μια ομιλία γεμάτη μισόλογα και κοινοτυπίες, όπου κανείς δεν λέει όλη την αλήθεια για να μη διακινδυνεύσει την επιβίωση του. Έτσι, ο φόβος, το ψέμα και το λιγόστεμα απαρτίζουν ένα καθεστώς κοινής αποδοχής, το οποίο τιμωρεί κάθε πράξη γενναιότητας, αλήθειας και μεγιστοποίησης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, όποια εκδήλωση καθαρής γενναιότητας δεν έχει τίποτε να τη στηρίζει, είναι καταδικασμένη. Πόσο μάλλον, που στόχος της καθαρής γενναιότητας δεν είναι απλώς να επιβιώσει σαν στάση, αλλά να υπερισχύσει ποιητικά και να πλεονάσει ποιοτικά, πέρα από την όποια αντίθεση της στο καθεστώς του φόβου, ώστε να ηγηθεί του γενικού, συμβάλλοντας μεγιστοποιητικά στην εξέλιξη των ατόμων εν τω κοινώ γίγνεσθαι.
Η γενναιότητα για να είναι καθαρή, όχι μόνο δεν πρέπει να ορίζεται παθητικά, ως αντίθετη του φόβου, από τον οποίον να προστατεύεται, αλλά, πρέπει να έχει τέτοια ώθηση που να μην ασχολείται καν με την αυτοπροστασία της και να κινείται ευφορικά προς το πέραν αυτής Αυτό, από το οποίο πηγάζει και στο οποίο επιστρέφει κυκλο-φορώντας από άτομο σε άτομο, συγκλίνοντας την ανθρωπότητα στον κύκλο της τελείωσης της. Αυτός είναι ο ρόλος που της δίνει την καθαρότητα της, και για να τον παίξει καλά χρειάζεται μια ώθηση ανάλογα ισχυρή, που να την προωθεί δυναμικά στη γενίκευση της και όχι απλά για να τη συντηρεί κατ’ άτομο.
Με το να υπάρχει απλώς η γενναιότητα σε κάποιον δεν γίνεται τίποτε, αν δεν προωθηθεί αυτός για να συναντηθεί γόνιμα με τον άλλον και αυτός με κάποιον άλλον κι έτσι να γενικευτεί. Μπορεί από μόνη της να υπάρχει μέσα στον καθένα μας, ενθαρρύνοντας μας να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, όμως ο εαυτός μας αρκεί μόνο για το ξεκίνημα· μετά, δεν μπορεί να δημιουργήσει κάτι που να διαρκέσει πέραν αυτού, ως κάτι τρίτο, αν δεν συναντηθεί γόνιμα με τον άλλον. Η γενναιότητα κάποιου έχει ανάγκη τον άλλο, άρα τη γενικότητα και την υποστηρικτική θεσμοθέτηση της συνταγματικά, όχι για να υπάρχει αφ’ εαυτής, αλλά για να μπορέσει να διαρκέσει μέχρι να διασχίσει την επικράτεια του φόβου, να φτάσει στα όρια της και εκεί να συναντηθεί με τη γενναιότητα του άλλου, ώστε να παραχθεί το έργο του καθαρού, βιωματικού και αντικειμενικού πλούτου που μας εκπληρώνει.
Βάσει της ανάγκης του άλλου, η οποία δεν προέρχεται από τον φόβο, αλλά από τη γενναιότητα, μπορεί να υποστηριχθεί συνταγματικά μια γενικότητα ενθαρρυντική, που ακολουθώντας τις γενικές αρχές του γίγνεσθαι, να προωθήσει την ανθρωπότητα στο πέραν αυτής Γενικό, ολοκληρώνοντας μας εν Αυτώ.
Φυσιολογικά, με οδηγό τον εσωτερικευμένο σωματικά δείχτη της πληρότητας μας, δεν θα έπρεπε να κάνουμε λάθη προσανατολισμού, που να μας απομακρύνουν από την κατεύθυνση της εκπλήρωσης μας, αντί να μας προσεγγίζουν, όπως υποδεικνύει η ψυχή μας, με τα συναισθήματα ευφορίας και δυσφορίας. Κάτι πρέπει να αποσυνδέει τη νόηση μας από την τριαδική της σύνδεση με το εμψυχωμένο σώμα και την ενσωματωμένη ψυχή, κι αυτό δεν μπορεί να γίνεται φυσιολογικά, αλλά παρα φύσει. Για να συμβαίνει αυτός ο αποπροσανατολισμός, θα πρέπει η συνδετική λειτουργία της νόησης, η συνείδηση, να αναστέλλεται από κάποιες απειλητικές παρεμβάσεις που φοβίζουν το υποκείμενο της συνείδησης, ώστε αυτό να την καταπνίγει. Στον βαθμό που εσωτερικεύεται η απειλή και ενσωματώνεται ο φόβος από το υποκείμενο, στον ίδιο βαθμό η συνείδηση του υποχωρεί και αυτό αποσυνδέεται από τον εσωτερικευμένο δείχτη της πληρότητας του, ενώ, συνδέεται με αυτό που το απειλεί και το αποξενώνει από τον εαυτό του.
Από τη στιγμή που συνειδητοποιούμε το σωστό, αλλά δεν το εξωτερικεύουμε σε πράξη κι αφήνουμε από φόβο το λάθος να μας κυβερνάει, αυτή η αποσύνδεση με το έξω μας, με την απόκρυψη και το ψέμα που συνεπάγεται, εισχωρεί στο ίδιο μας το σώμα, το οποίο, όντας βιοτικά συνδεδεμένο με το ανθρώπινο περιβάλλον του, θα εσωτερικεύσει αναγκαστικά το λάθος που συμβαίνει εκεί, για να διατηρήσει τη σχέση επιβίωσης μαζί του. Εσωτερικεύοντας το λάθος που συμβαίνει στην πραγματικότητα που ζούμε, για να συμβιώσουμε με αυτή, κατασκευάζουμε μιαν αντεστραμμένη ταυτότητα μαζί της, που της δίνει φυσικότητα, με συνέπεια να την αποδεχόμαστε σαν φυσική, οπότε δεν μένει να κάνουμε τίποτε άλλο για αυτήν, αφού, αν υπάρχει ταυτότητα ανάμεσα μας, δεν χρειάζεται να κάνουμε κάτι διαφορετικό από αυτό που συμβαίνει.
Με την αποσύνδεση της συνείδησης και την αντιστροφή της πραγματικότητας, το λάθος μεταμορφώνεται σε σωστό και καταφέρνει να υπάρχει παρα φύση, ενώ, φυσιολογικά έχει συνειδητοποιηθεί και έχει γίνει αντιληπτό, άρα, δεν θα έπρεπε να υπάρχει, διότι για να υπάρχει λάθος προϋποθέτει άγνοια, που εδώ δεν υφίσταται. Υποστασιοποιώντας κάτι ανύπαρχτο, είναι σαν να εισάγουμε το κενό, άρα το κακό, στη φύση, όπου αυτό δεν έχει καμία θέση και έτσι μας εκτρέπει από την ολότητα της, οπότε κατασκευάζουμε έναν τεχνητό κόσμο για να συνυπάρχουμε με την ανυπαρξία μας αυτοεξαιρούμενοι από τη φυσικότητα και αποσυνδεόμενοι περαιτέρω από την πληρότητα της. Μες τον τεχνητό κόσμο χάνεται το μέτρο της φυσικότητας και αναπτύσσονται φαινόμενα μαζικού σφάλματος γύρω από ένα λάθος, το οποίο όλοι μπορεί να το έχουν συνειδητοποιήσει και κανείς να μην το ομολογεί, εξ αιτίας του γενικευμένου φόβου του άλλου, που επίσης φοβάται αυτόν που τον φοβάται.
Αν ψάξουμε να βρούμε ποιος φταίει κι από πού άρχισε η απειλή εκ της οποίας ξεκίνησε η αποσύνδεση με το μέσα και το έξω μας, μάλλον δεν θα βρούμε κανέναν πρωτόγονο τύραννο εκεί, αλλά θα δούμε τον ίδιο τον φόβο καθαρά, πριν ακόμη κάνει τον άνθρωπο φοβερό και φοβισμένο. Ο καθαρός φόβος διατρέχει την ιστορία της ανθρωπότητας και συνεχίζει να υπάρχει πέρα από τους φοβερούς δυνάστες της και παρά τις γενναίες κατακτήσεις της. Είναι ο φόβος που επιβιώνει ανάμεσα μας, ανεξάρτητα από τις όποιες προόδους έχουμε κάνει σε θέματα ασφάλειας, γιατί ξεκινά από τη σχέση μας με το καθαρά άγνωστο, Αυτό που μας ορίζει και ποτέ δεν θα το μάθουμε. Η αυτονομία αυτού του καθαρού φόβου, που δεν προκαλείται από κανέναν από εμάς, ξεπερνιέται με την αυτονόμηση μιας γενναιότητας εξίσου καθαρής, που πηγάζει φυσικά και αυθόρμητα από μέσα μας.
Η καθαρή γενναιότητα αντλείται άμεσα από την ένδοθεν φυσική αναφορά μας προς το πέρα από εμάς Αυτό, το Γένος όλων, που είναι μέσα μας, όπως και παντού όπου εμείς δεν είμαστε, άρα βρίσκεται και σε κάθε τι άγνωστο που μπορεί να φοβόμαστε, όπως μπορεί και να μας φοβάται. Αν και ο καθαρός φόβος βγαίνει, επίσης, από την αναφορά σε Αυτό στην καθαρά άγνωστη φύση του, την οποία όμως φοβάται, η καθαρή γενναιότητα τον υπερκερνά με τη θετική αναφορά της σε Αυτό, στο οποίο προσανατολίζεται με πίστη, έστω κι αν δεν το ξέρει.
Η θετικότητα της πίστης δίνει την υπεροχή της γενναιότητας έναντι του φόβου, με τον ίδιο τρόπο που στη φύση το Είναι υπερέχει του μη-Είναι και η θέση της άρσης, κι έτσι έχει υπόσταση ο κόσμος που ζούμε. Αναφερόμενοι καθαρά σε Αυτό, ως το Γένος κάθε είδους και το στήριγμα τού Είναι κάθε όντος, δεν μπορεί παρά να εμπιστευτούμε τη γενικότητα του και να μη φοβόμαστε κάτι ειδικά, αφού ό,τι είναι να γίνει θα γίνει και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε για αυτό, παρά να κάνουμε ό,τι είναι να γίνει με καθαρή γενναιότητα, που σημαίνει απλή, φυσική και αυθόρμητη διάθεση του πλεονάσματος μας, το οποίο μας παρέχει αυτό το πλέον, που μας δίνει τη δυνατότητα της αναίτιας γενναιότητας.
Με την πρόκριση της καθαρής γενναιότητας σε πρωταρχικής σημασίας εξελικτικό παράγοντα του γίγνεσθαι μας, μπορούμε να διακρίνουμε, βάσει αυτής και ως προς αυτήν, τι είναι αυτό που μας ενθαρρύνει καθαρά να ανοιχτούμε στο πέρα από εμάς και τι μας αποθαρρύνει, ώστε να προσφύγουμε στο πρώτο και να αποφύγουμε το δεύτερο. Ανεξάρτητα σε ποιο βαθμό συνειδητοποίησης βρίσκεται ο καθένας, υπάρχει για αυτόν κάτι που τον ενθαρρύνει και κάτι που τον φοβίζει καθαρά, μιας και ο καθαρός φόβος και η καθαρή γενναιότητα ισχύουν γενικά, πέραν της ειδικής συνθήκης των υποκειμένων. Βάσει αυτής της γενικότητας τους, μπορεί να διαμορφωθεί ένα αντικειμενικό κριτήριο αξιολόγησης τού τι είναι απειλητικό και τι ενθαρρυντικό, το οποίο να στηρίξει τη συνταγματική προώθηση της γενναιότητας, ώστε να επιβραβεύονται οι πράξεις ενθάρρυνσης και να καταδικάζονται οι πράξεις εκφοβισμού, παντού, αντικειμενικά και γενικά.
Κανονικά, η γενναιότητα, αν είναι καθαρή, δεν χρειάζεται κάποιο στήριγμα ή κάτι έξωθεν της να τη διευκολύνει, αλλά εκκινείται αφ’ εαυτής πηγάζοντας άμεσα από την πηγή της ζωής και πλεονάζει του φόβου με τον φυσικό τρόπο που η θέση υπερισχύει της άρσης στον κόσμο. Όμως, το κανονικό δεν είναι αυτονόητο σε μια ανθρώπινη πραγματικότητα που δεν είναι αυτονόητη, όντας σε μεγάλο βαθμό κατασκευασμένη με υπεκφυγές, μεταθέσεις και εμμεσότητες, με τις οποίες συμμορφούμενα τα άτομα να εξασφαλίζουν την επιβίωση τους, αλλιώς να κινδυνεύουν.
Το πλέγμα των σχέσεων επιβίωσης είναι φοβερό, επειδή είναι πλεγμένο από τον φόβο του θανάτου και όχι από τη γενναιότητα της ζωής. Εμπλέκει τα άτομα σε έναν ιστό φοβισμένων σχέσεων, που υποστηρίζει μεν την επιβίωση τους, αλλά συγκρατεί τη ζωή τους σε σταθερή βιωματική φτώχεια. Η μαζική εμπλοκή τους στην αγωνία της επιβίωσης διαμορφώνει έναν φοβισμένο γενικό λόγο με αλλοιωμένες έννοιες, με νοθευμένη την καθαρότητα Αυτού και με μια ομιλία γεμάτη μισόλογα και κοινοτυπίες, όπου κανείς δεν λέει όλη την αλήθεια για να μη διακινδυνεύσει την επιβίωση του. Έτσι, ο φόβος, το ψέμα και το λιγόστεμα απαρτίζουν ένα καθεστώς κοινής αποδοχής, το οποίο τιμωρεί κάθε πράξη γενναιότητας, αλήθειας και μεγιστοποίησης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, όποια εκδήλωση καθαρής γενναιότητας δεν έχει τίποτε να τη στηρίζει, είναι καταδικασμένη. Πόσο μάλλον, που στόχος της καθαρής γενναιότητας δεν είναι απλώς να επιβιώσει σαν στάση, αλλά να υπερισχύσει ποιητικά και να πλεονάσει ποιοτικά, πέρα από την όποια αντίθεση της στο καθεστώς του φόβου, ώστε να ηγηθεί του γενικού, συμβάλλοντας μεγιστοποιητικά στην εξέλιξη των ατόμων εν τω κοινώ γίγνεσθαι.
Η γενναιότητα για να είναι καθαρή, όχι μόνο δεν πρέπει να ορίζεται παθητικά, ως αντίθετη του φόβου, από τον οποίον να προστατεύεται, αλλά, πρέπει να έχει τέτοια ώθηση που να μην ασχολείται καν με την αυτοπροστασία της και να κινείται ευφορικά προς το πέραν αυτής Αυτό, από το οποίο πηγάζει και στο οποίο επιστρέφει κυκλο-φορώντας από άτομο σε άτομο, συγκλίνοντας την ανθρωπότητα στον κύκλο της τελείωσης της. Αυτός είναι ο ρόλος που της δίνει την καθαρότητα της, και για να τον παίξει καλά χρειάζεται μια ώθηση ανάλογα ισχυρή, που να την προωθεί δυναμικά στη γενίκευση της και όχι απλά για να τη συντηρεί κατ’ άτομο.
Με το να υπάρχει απλώς η γενναιότητα σε κάποιον δεν γίνεται τίποτε, αν δεν προωθηθεί αυτός για να συναντηθεί γόνιμα με τον άλλον και αυτός με κάποιον άλλον κι έτσι να γενικευτεί. Μπορεί από μόνη της να υπάρχει μέσα στον καθένα μας, ενθαρρύνοντας μας να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, όμως ο εαυτός μας αρκεί μόνο για το ξεκίνημα· μετά, δεν μπορεί να δημιουργήσει κάτι που να διαρκέσει πέραν αυτού, ως κάτι τρίτο, αν δεν συναντηθεί γόνιμα με τον άλλον. Η γενναιότητα κάποιου έχει ανάγκη τον άλλο, άρα τη γενικότητα και την υποστηρικτική θεσμοθέτηση της συνταγματικά, όχι για να υπάρχει αφ’ εαυτής, αλλά για να μπορέσει να διαρκέσει μέχρι να διασχίσει την επικράτεια του φόβου, να φτάσει στα όρια της και εκεί να συναντηθεί με τη γενναιότητα του άλλου, ώστε να παραχθεί το έργο του καθαρού, βιωματικού και αντικειμενικού πλούτου που μας εκπληρώνει.
Βάσει της ανάγκης του άλλου, η οποία δεν προέρχεται από τον φόβο, αλλά από τη γενναιότητα, μπορεί να υποστηριχθεί συνταγματικά μια γενικότητα ενθαρρυντική, που ακολουθώντας τις γενικές αρχές του γίγνεσθαι, να προωθήσει την ανθρωπότητα στο πέραν αυτής Γενικό, ολοκληρώνοντας μας εν Αυτώ.
No comments:
Post a Comment