Η όλη μορφο-ποιητική των ανθρώπων εξαρτάται κατά βάση από το πώς ερμηνεύουν το εγώ τους. Αν το υποτάσσουν ως μέσον σε έναν άνωθεν επιβεβλημένο σκοπό, όπως τους τον μεταφέρουν όσοι τους μεταφράζουν το υπερπέραν εργολαβικά, προκρίνουν ως σημαντικό το περιεχόμενο των μορφών, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως απλά σκεύη και μέσα μεταφοράς αυτού του ανώτερου νοήματος που προσδιορίζει το περιεχόμενο τους. Αν δεν αναγνωρίζουν κανέναν σκοπό, τότε το εγώ αναπληρώνει την έλλειψη στόχου με το να γίνεται αυτοσκοπός υιοθετώντας μορφές αυτάρεσκες μες τη φόρμα τους. Σε αυτές τις δύο εκδοχές, έχουμε μια απλούστευση του δισυπόστατου εγώ σε μία από τις δύο φέρουσες υποστάσεις του (μέσο ή σκοπό), που οδηγούν πρακτικά στην υιοθέτηση μονοσήμαντων μορφών ύπαρξης.
Με το τριαδικό άνοιγμα του εγώ και την ένδοθεν αναφορά του στο πέραν αυτού εισερχόμαστε ποιητικά στη δημιουργική σύνθεση απλών και ολοκληρωμένων μορφών (κι όχι απλουστευμένων και μονοσήμαντων), όπου αναγνωρίζεται, μεν, ότι υπάρχει σκοπός, αλλά, επειδή είναι άγνωστος και δεν μπορεί κανείς να μας τον προσδιορίσει έξωθεν, τον αναζητούμε ένδοθεν, βάσει ενός εγώ που εκλαμβάνεται τόσο ως το μέσον αναζήτησης, όσο και ως ο εμπεριεχόμενος εντός του σκοπός, που θα φανερωθεί ενώ το εγώ ξεδιπλώνεται προς τα έξω, εκφράζοντας τα περιεχόμενα του αυθόρμητα και φυσικά, παράγοντας έτσι μορφές ξεκάθαρες και απλές.
Ο αυθορμητισμός δεν σημαίνει αφέλεια ή απλοϊκότητα. Τον επικαλούμαστε σαν προϋπόθεση της καθαρότητας των παραγομένων μορφών γνωρίζοντας, όμως, ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει από μόνος του, αν δεν διαθέτει τα μέσα παραγωγής, την τεχνογνωσία και τον χρόνο δημιουργίας που χρειάζονται οι μορφές για να παραχθούν καθαρές. Απλά, δεν προκρίνουμε τη σημασία των μέσων και της τεχνικής διαδικασίας τους, διότι αυτά δεν είναι πρωτεύοντα για την καθαρότητα, ενώ, ο αυθορμητισμός, η ειλικρίνεια και η αμεσότητα είναι. Οι δευτερεύουσες προϋποθέσεις για τη μορφο-ποιητική δημιουργία πρέπει να διεκδικούνται με αρχή τις πρώτες. Αν υπάρχει μια σειρά που πρέπει να ακολουθηθεί στη διαδικασία πραγματοποίησης μιας μορφής αυτή πρέπει να ιεραρχείται με σταθερό σημείο αναφοράς το πέραν της μορφής, αυτό στο οποίο αναφέρεται και ως προς το οποίο ξεκαθαρίζει ο ρόλος της. Αναφερόμενη άμεσα σε αυτό, διαπερνώντας με την αμεσότητα της όλα τα στάδια της παραγωγής της, κινητοποιώντας τα μέσα και τις διαδικασίες τους στην αναφορά της προς το πέραν αυτής, αναδεικνύεται η καθαρή μορφή στον ξεκάθαρο ρόλο της ως ενδιάμεσης, κι όχι ως έμμεσης και αυτάρεσκης δημιουργίας που θέλει να τη θαυμάζουμε για να κατακρατεί μες την εμμεσότητα της την τάση αναφοράς μας προς το πέραν από εμάς, που είναι και η αιτία δημιουργίας των μορφών, αφού, αν δεν υπήρχε αυτή η τάση, δεν θα υπήρχε λόγος να γίνει κάτι παραπάνω από ό,τι ήδη υπάρχει και έχει πάρει μορφή.
Με ό,τι κάνουμε δίνουμε μια νέα μορφή ή τείνουμε να τη δώσουμε πέρα από όσες έχουν γίνει, ξεπερνώντας τες ή και χαλώντας τες αν μας εμποδίζουν. Αν κάνουμε κάτι είναι για να δούμε τον εαυτό μας έξω από εμάς, στις συνέπειες της ύπαρξης του· αυτό μας δίνει την αίσθηση ότι υπάρχουμε. Μέσα από τις μορφές που δίνουμε με τις πράξεις μας αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας καθαρά, σαν μια ξεχωριστή μορφή κι αυτόν, που έχει ξεπεράσει τις καταγωγικές προηγούμενες του. Όπως εμείς είμαστε κάτι τι ξεπερνώντας τους γονείς μας, έτσι και οι μορφές που αναδεικνύονται από εμάς, μας ξεπερνούν με τη σειρά τους. Μέσω αυτών έχουμε στην ουσία μεταφορά του πλεονάσματος που μας δίνει την ξεχωριστή μας υπόσταση, το οποίο μεταφέρεται μετασχηματιζόμενο σε νέες μορφές, εξίσου πλεονασματικές όπως εμείς· με αυτήν την έννοια, δεν είμαστε παρά ενδιάμεσοι αυτών, όπως κι αυτές είναι ενδιάμεσες μας.
Η ενδιαμεσότητα μάς εισάγει σε μια κατάσταση δυναμικής ισορροπίας, όπου τα μέσα μετατρέπονται σε σκοπούς και οι σκοποί σε μέσα, χωρίς κάτι από αυτά να τη διασπά με τη σκοπιμότητα ή την εμμεσότητα του. Αυτό που ρυθμίζει την αμοιβαία ανταλλαγή τους είναι ο τόνος του συμπαντικού γίγνεσθαι, που παράγει το πλήθος των μορφών του Είναι και τις συντονίζει στην κοινή αναφορά τους προς το πέραν αυτών Αυτό, που καθορίζει τους επιμέρους σκοπούς τους, όντας ο απόλυτος σκοπός ή ο σκοπός του απόλυτου, το μόνο που μπορεί να αυτοσκοπείται, αφού έχει όλα τα μέσα δικά του. Όλα τα άλλα κλιμακώνονται αναφορικά με Αυτό μεταφέροντας το ένα στο άλλο το πλεόνασμα του, μετασχηματιζόμενα το ένα στο άλλο, για να ολοκληρωθούν όλα μαζί, τελειοποιημένα σε κύκλο, όπου το καθένα παίζει τον ρόλο του στην κυκλο-φορία του γίγνεσθαι κι έτσι ξε-καθαρίζει η μορφή του, ως ενδιάμεση.
Η καθαρότητα των μορφών δεν επιτυγχάνεται με την απλούστευση τους, με την πρόκριση του νοήματος-σκοπού ή της φόρμας- μέσου, αλλά με την εν δυνάμει ισορροπία αυτών των δύο. Όταν ένα από αυτά πλεονάζει σε μια μορφή, τότε θα πρέπει να αναζητήσει κάτι άλλο με το οποίο να ενωθεί και να παράγει μια τρίτη, πιο καθαρή. Αν πάλι ένα από αυτά υστερεί, τότε το άλλο δεν πρέπει να επικάθεται αυτού, αλλά να το αφήσει εκεί που είναι και να κινηθεί παραπέρα σαν πλεονάζον, μιας και αυτό που υστερεί δεν έχει δυνατότητα αντίδρασης, εφόσον στερείται του πλεονάσματος ενέργειας που θα το κινητοποιήσει.
Το ζητούμενο είναι να φτάσουν όλες οι μορφές της ύπαρξης μας στο μέτρο και την αρμονία εκφράζοντας καθαρά αυτό που έχουν να πουν, χωρίς να φορτίζονται από κάτι ανείπωτο και από καμία μετάθεση. Στην μεταθετική αλλοίωση μιας μορφής, αυτό που υπάρχει μέσα της δεν βγαίνει άμεσα προς τα έξω και μετατίθεται η καθαρή έκφραση του για κάποια «κατάλληλη στιγμή», μετά την επιτυχή συναλλαγή της με τους άλλους, από την οποία περιμένει ο δημιουργός της να κερδίσει τον θαυμασμό, ώστε να τους πει μετά, με αυτοπεποίθηση, αυτό που ήθελε να πει με αυτήν (αν δεν το έχει ξεχάσει εντωμεταξύ), κάνοντας την αναδρομικά ειλικρινή, δηλαδή ψευδή και νόθα στο διηνεκές παρόν.
Εκεί που όλα κυριολεκτούν και κυριολεκτούνται χωρίς μετάθεση και μισόλογα, εκεί βρίσκεται η καθαρότητα και η αρμονία, το μέτρο και η ομορφιά σε ό,τι κάνουμε. Όταν κρύβουμε κάτι, υποχωρούμε από το γίγνεσθαι και την εν δυνάμει στάθμη της ύπαρξης μας στο Είναι, με συνέπεια το κενό να καλύπτεται αυτόματα από την επέκταση κάποιου άλλου μέρους (δικού μας ή του διπλανού μας), μιας και δεν επιτρέπεται κενό εν Αυτώ. Το μέρος που επεκτείνεται εισχωρώντας σε μια περιοχή που δεν είναι φύσει δική του, παραβιάζει με τη σειρά του και το δικό του εν δυνάμει μέτρο, έτσι που σαν σύνολο να έχουμε ανισορροπία των μορφών της ύπαρξης μας, ώστε να παρουσιάζουμε μια εικόνα ανισομερών και ασύμμετρων όντων με κάποια μέρη διογκωμένα και άλλα ατροφικά.
Η ανισορροπία μας μεταφέρεται μηχανικά προς τα έξω, όπως μεταφέρθηκε και μεταξύ μας, βάσει του νόμου της πληρότητας εν Αυτώ, αφού κάτι ανισόρροπο πατάει πάνω σε κάτι άλλο για να στηριχθεί. Έτσι, συνθλίβουμε τη γύρω μας φύση, από την οποία όμως εξαρτάται η ύπαρξη μας. Αν δεν διορθώσουμε έγκαιρα τη στάση μας, βάσει της αρμονικής σταθεράς που συνέχει τα μέρη του σύμπαντος σε ένα άρτιο Όλον, όπου τίποτε δεν προεξέχει και τίποτε δεν απέχει της πλήρους μοναδικότητας Αυτού, τότε, η φύση θα υποχωρήσει υπό την πίεση μας και εμείς θα παρασυρθούμε μαζί της σε ένα κατώτερο στάδιο της μορφής μας, μπορεί και πρωτόγονο, πριν ακόμη αυτή ανορθωθεί μέσα στη φύση ως το έλλογο όν της.
Ο χρόνος που έχουμε στη διάθεση μας για να ολοκληρωθούμε εν τω γίγνεσθαι δεν είναι απεριόριστος· είναι ακριβώς αυτός που πρέπει, όπως και ο χώρος και κάθε συνιστώσα της εν δυνάμει άρτιας μορφής μας. Δεν μας έχει δοθεί τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από όσο χρειάζεται η μορφή μας για να τελειοποιηθεί συν τω χρόνω, συντονισμένη στο ρυθμό του γίγνεσθαι, που της δίνει τον τόνο να εξελιχθεί αρμονικά διαθέτοντας τον χρόνο της στο ρυθμικό ξεδίπλωμα της από το εν δυνάμει στο δυνατό μέχρι την πλήρη φανέρωση όλων των εγγενών της προδιαγραφών στις ακριβείς αναλογίες τους.
Αν αποσυντονιζόμαστε από το ρυθμό του γίγνεσθαι μας είναι γιατί κάποιοι από εμάς υπολείπονται της δυναμικής τους καθυστερώντας, από δειλία, την έκφραση αυτού που ήδη ξέρουν και την εκδήλωση αυτού που ήδη κατέχουν, ενώ, συνάμα, κάποιοι άλλοι αποθρασύνονται από τη δειλία αυτών, εφορμούν βιαστικά έξω από τα όρια τους, έξω από όσα γνωρίζουν και όσα κατέχουν, σκορπώντας τη βία και διασπείροντας το κενό που τους ώθησε σε αυτήν, και το οποίο προκάλεσε η υποχώρηση των δειλών. Η βιασύνη αυτών που σπεύδουν να εκμεταλλευτούν την υποχωρητικότατα των άλλων, οδηγεί στη βία και σκορπίζει το κακό, στο οποίο κανείς δεν είναι αμέτοχος, μιας και η βιασύνη του ενός επιτρέπεται από τη βραδύτητα του άλλου και η βραδύτητα αυτού προκαλείται από τη βιασύνη εκείνου. Η αποκατάσταση της εν δυνάμει ισορροπίας μας δεν μπορεί να γίνει μόνο με τον περιορισμό της παραβατικότητας των επιτιθέμενων βία-στικών, αν ταυτόχρονα οι αμυντικά επιβραδυμένοι δεν ενεργοποιηθούν στη δυναμική διεκδίκηση του μέρους που τους αναλογεί και τους άγει στην ολοκλήρωση τους.
Κανένας ηθικός φραγμός δεν μπορεί να συγκρατήσει για πολύ τη φυσική ορμητικότητα του ανθρώπου, εκτός από την ίδια την ορμή του αναπτυγμένη στα φυσικά της όρια, όπου εκεί δεν επιτρέπει κανέναν να τα παραβιάσει. Το μόνο που μπορεί να καταφέρει η παθητική ηθική με την ενοχοποίηση της φυσικής ορμητικότητας του ανθρώπου, είναι μια καθυστέρηση της ανάπτυξης του, στη διάρκεια της οποίας θα έχουν διαπραχθεί πολλά εγκλήματα βίας, εκ της βιασύνης που θα εκδηλωθεί αναπόφευκτα από κάποιους, σαν σύμπτωμα της επιβράδυνσης των υπολοίπων. Μόνον εφόσον νομοθετούμε ενεργητικά, σύμφωνα με τους κανόνες του γίγνεσθαι, συντονίζοντας τα πρέπει μας στον τόνο του, δεν χάνουμε χρόνο σε μάταιες προσπάθειες αυτοπεριορισμού, οι οποίες απλά παρατείνουν επικίνδυνα την απόκλιση από την τροχιά της ολοκλήρωσης μας.
Με το τριαδικό άνοιγμα του εγώ και την ένδοθεν αναφορά του στο πέραν αυτού εισερχόμαστε ποιητικά στη δημιουργική σύνθεση απλών και ολοκληρωμένων μορφών (κι όχι απλουστευμένων και μονοσήμαντων), όπου αναγνωρίζεται, μεν, ότι υπάρχει σκοπός, αλλά, επειδή είναι άγνωστος και δεν μπορεί κανείς να μας τον προσδιορίσει έξωθεν, τον αναζητούμε ένδοθεν, βάσει ενός εγώ που εκλαμβάνεται τόσο ως το μέσον αναζήτησης, όσο και ως ο εμπεριεχόμενος εντός του σκοπός, που θα φανερωθεί ενώ το εγώ ξεδιπλώνεται προς τα έξω, εκφράζοντας τα περιεχόμενα του αυθόρμητα και φυσικά, παράγοντας έτσι μορφές ξεκάθαρες και απλές.
Ο αυθορμητισμός δεν σημαίνει αφέλεια ή απλοϊκότητα. Τον επικαλούμαστε σαν προϋπόθεση της καθαρότητας των παραγομένων μορφών γνωρίζοντας, όμως, ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει από μόνος του, αν δεν διαθέτει τα μέσα παραγωγής, την τεχνογνωσία και τον χρόνο δημιουργίας που χρειάζονται οι μορφές για να παραχθούν καθαρές. Απλά, δεν προκρίνουμε τη σημασία των μέσων και της τεχνικής διαδικασίας τους, διότι αυτά δεν είναι πρωτεύοντα για την καθαρότητα, ενώ, ο αυθορμητισμός, η ειλικρίνεια και η αμεσότητα είναι. Οι δευτερεύουσες προϋποθέσεις για τη μορφο-ποιητική δημιουργία πρέπει να διεκδικούνται με αρχή τις πρώτες. Αν υπάρχει μια σειρά που πρέπει να ακολουθηθεί στη διαδικασία πραγματοποίησης μιας μορφής αυτή πρέπει να ιεραρχείται με σταθερό σημείο αναφοράς το πέραν της μορφής, αυτό στο οποίο αναφέρεται και ως προς το οποίο ξεκαθαρίζει ο ρόλος της. Αναφερόμενη άμεσα σε αυτό, διαπερνώντας με την αμεσότητα της όλα τα στάδια της παραγωγής της, κινητοποιώντας τα μέσα και τις διαδικασίες τους στην αναφορά της προς το πέραν αυτής, αναδεικνύεται η καθαρή μορφή στον ξεκάθαρο ρόλο της ως ενδιάμεσης, κι όχι ως έμμεσης και αυτάρεσκης δημιουργίας που θέλει να τη θαυμάζουμε για να κατακρατεί μες την εμμεσότητα της την τάση αναφοράς μας προς το πέραν από εμάς, που είναι και η αιτία δημιουργίας των μορφών, αφού, αν δεν υπήρχε αυτή η τάση, δεν θα υπήρχε λόγος να γίνει κάτι παραπάνω από ό,τι ήδη υπάρχει και έχει πάρει μορφή.
Με ό,τι κάνουμε δίνουμε μια νέα μορφή ή τείνουμε να τη δώσουμε πέρα από όσες έχουν γίνει, ξεπερνώντας τες ή και χαλώντας τες αν μας εμποδίζουν. Αν κάνουμε κάτι είναι για να δούμε τον εαυτό μας έξω από εμάς, στις συνέπειες της ύπαρξης του· αυτό μας δίνει την αίσθηση ότι υπάρχουμε. Μέσα από τις μορφές που δίνουμε με τις πράξεις μας αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας καθαρά, σαν μια ξεχωριστή μορφή κι αυτόν, που έχει ξεπεράσει τις καταγωγικές προηγούμενες του. Όπως εμείς είμαστε κάτι τι ξεπερνώντας τους γονείς μας, έτσι και οι μορφές που αναδεικνύονται από εμάς, μας ξεπερνούν με τη σειρά τους. Μέσω αυτών έχουμε στην ουσία μεταφορά του πλεονάσματος που μας δίνει την ξεχωριστή μας υπόσταση, το οποίο μεταφέρεται μετασχηματιζόμενο σε νέες μορφές, εξίσου πλεονασματικές όπως εμείς· με αυτήν την έννοια, δεν είμαστε παρά ενδιάμεσοι αυτών, όπως κι αυτές είναι ενδιάμεσες μας.
Η ενδιαμεσότητα μάς εισάγει σε μια κατάσταση δυναμικής ισορροπίας, όπου τα μέσα μετατρέπονται σε σκοπούς και οι σκοποί σε μέσα, χωρίς κάτι από αυτά να τη διασπά με τη σκοπιμότητα ή την εμμεσότητα του. Αυτό που ρυθμίζει την αμοιβαία ανταλλαγή τους είναι ο τόνος του συμπαντικού γίγνεσθαι, που παράγει το πλήθος των μορφών του Είναι και τις συντονίζει στην κοινή αναφορά τους προς το πέραν αυτών Αυτό, που καθορίζει τους επιμέρους σκοπούς τους, όντας ο απόλυτος σκοπός ή ο σκοπός του απόλυτου, το μόνο που μπορεί να αυτοσκοπείται, αφού έχει όλα τα μέσα δικά του. Όλα τα άλλα κλιμακώνονται αναφορικά με Αυτό μεταφέροντας το ένα στο άλλο το πλεόνασμα του, μετασχηματιζόμενα το ένα στο άλλο, για να ολοκληρωθούν όλα μαζί, τελειοποιημένα σε κύκλο, όπου το καθένα παίζει τον ρόλο του στην κυκλο-φορία του γίγνεσθαι κι έτσι ξε-καθαρίζει η μορφή του, ως ενδιάμεση.
Η καθαρότητα των μορφών δεν επιτυγχάνεται με την απλούστευση τους, με την πρόκριση του νοήματος-σκοπού ή της φόρμας- μέσου, αλλά με την εν δυνάμει ισορροπία αυτών των δύο. Όταν ένα από αυτά πλεονάζει σε μια μορφή, τότε θα πρέπει να αναζητήσει κάτι άλλο με το οποίο να ενωθεί και να παράγει μια τρίτη, πιο καθαρή. Αν πάλι ένα από αυτά υστερεί, τότε το άλλο δεν πρέπει να επικάθεται αυτού, αλλά να το αφήσει εκεί που είναι και να κινηθεί παραπέρα σαν πλεονάζον, μιας και αυτό που υστερεί δεν έχει δυνατότητα αντίδρασης, εφόσον στερείται του πλεονάσματος ενέργειας που θα το κινητοποιήσει.
Το ζητούμενο είναι να φτάσουν όλες οι μορφές της ύπαρξης μας στο μέτρο και την αρμονία εκφράζοντας καθαρά αυτό που έχουν να πουν, χωρίς να φορτίζονται από κάτι ανείπωτο και από καμία μετάθεση. Στην μεταθετική αλλοίωση μιας μορφής, αυτό που υπάρχει μέσα της δεν βγαίνει άμεσα προς τα έξω και μετατίθεται η καθαρή έκφραση του για κάποια «κατάλληλη στιγμή», μετά την επιτυχή συναλλαγή της με τους άλλους, από την οποία περιμένει ο δημιουργός της να κερδίσει τον θαυμασμό, ώστε να τους πει μετά, με αυτοπεποίθηση, αυτό που ήθελε να πει με αυτήν (αν δεν το έχει ξεχάσει εντωμεταξύ), κάνοντας την αναδρομικά ειλικρινή, δηλαδή ψευδή και νόθα στο διηνεκές παρόν.
Εκεί που όλα κυριολεκτούν και κυριολεκτούνται χωρίς μετάθεση και μισόλογα, εκεί βρίσκεται η καθαρότητα και η αρμονία, το μέτρο και η ομορφιά σε ό,τι κάνουμε. Όταν κρύβουμε κάτι, υποχωρούμε από το γίγνεσθαι και την εν δυνάμει στάθμη της ύπαρξης μας στο Είναι, με συνέπεια το κενό να καλύπτεται αυτόματα από την επέκταση κάποιου άλλου μέρους (δικού μας ή του διπλανού μας), μιας και δεν επιτρέπεται κενό εν Αυτώ. Το μέρος που επεκτείνεται εισχωρώντας σε μια περιοχή που δεν είναι φύσει δική του, παραβιάζει με τη σειρά του και το δικό του εν δυνάμει μέτρο, έτσι που σαν σύνολο να έχουμε ανισορροπία των μορφών της ύπαρξης μας, ώστε να παρουσιάζουμε μια εικόνα ανισομερών και ασύμμετρων όντων με κάποια μέρη διογκωμένα και άλλα ατροφικά.
Η ανισορροπία μας μεταφέρεται μηχανικά προς τα έξω, όπως μεταφέρθηκε και μεταξύ μας, βάσει του νόμου της πληρότητας εν Αυτώ, αφού κάτι ανισόρροπο πατάει πάνω σε κάτι άλλο για να στηριχθεί. Έτσι, συνθλίβουμε τη γύρω μας φύση, από την οποία όμως εξαρτάται η ύπαρξη μας. Αν δεν διορθώσουμε έγκαιρα τη στάση μας, βάσει της αρμονικής σταθεράς που συνέχει τα μέρη του σύμπαντος σε ένα άρτιο Όλον, όπου τίποτε δεν προεξέχει και τίποτε δεν απέχει της πλήρους μοναδικότητας Αυτού, τότε, η φύση θα υποχωρήσει υπό την πίεση μας και εμείς θα παρασυρθούμε μαζί της σε ένα κατώτερο στάδιο της μορφής μας, μπορεί και πρωτόγονο, πριν ακόμη αυτή ανορθωθεί μέσα στη φύση ως το έλλογο όν της.
Ο χρόνος που έχουμε στη διάθεση μας για να ολοκληρωθούμε εν τω γίγνεσθαι δεν είναι απεριόριστος· είναι ακριβώς αυτός που πρέπει, όπως και ο χώρος και κάθε συνιστώσα της εν δυνάμει άρτιας μορφής μας. Δεν μας έχει δοθεί τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από όσο χρειάζεται η μορφή μας για να τελειοποιηθεί συν τω χρόνω, συντονισμένη στο ρυθμό του γίγνεσθαι, που της δίνει τον τόνο να εξελιχθεί αρμονικά διαθέτοντας τον χρόνο της στο ρυθμικό ξεδίπλωμα της από το εν δυνάμει στο δυνατό μέχρι την πλήρη φανέρωση όλων των εγγενών της προδιαγραφών στις ακριβείς αναλογίες τους.
Αν αποσυντονιζόμαστε από το ρυθμό του γίγνεσθαι μας είναι γιατί κάποιοι από εμάς υπολείπονται της δυναμικής τους καθυστερώντας, από δειλία, την έκφραση αυτού που ήδη ξέρουν και την εκδήλωση αυτού που ήδη κατέχουν, ενώ, συνάμα, κάποιοι άλλοι αποθρασύνονται από τη δειλία αυτών, εφορμούν βιαστικά έξω από τα όρια τους, έξω από όσα γνωρίζουν και όσα κατέχουν, σκορπώντας τη βία και διασπείροντας το κενό που τους ώθησε σε αυτήν, και το οποίο προκάλεσε η υποχώρηση των δειλών. Η βιασύνη αυτών που σπεύδουν να εκμεταλλευτούν την υποχωρητικότατα των άλλων, οδηγεί στη βία και σκορπίζει το κακό, στο οποίο κανείς δεν είναι αμέτοχος, μιας και η βιασύνη του ενός επιτρέπεται από τη βραδύτητα του άλλου και η βραδύτητα αυτού προκαλείται από τη βιασύνη εκείνου. Η αποκατάσταση της εν δυνάμει ισορροπίας μας δεν μπορεί να γίνει μόνο με τον περιορισμό της παραβατικότητας των επιτιθέμενων βία-στικών, αν ταυτόχρονα οι αμυντικά επιβραδυμένοι δεν ενεργοποιηθούν στη δυναμική διεκδίκηση του μέρους που τους αναλογεί και τους άγει στην ολοκλήρωση τους.
Κανένας ηθικός φραγμός δεν μπορεί να συγκρατήσει για πολύ τη φυσική ορμητικότητα του ανθρώπου, εκτός από την ίδια την ορμή του αναπτυγμένη στα φυσικά της όρια, όπου εκεί δεν επιτρέπει κανέναν να τα παραβιάσει. Το μόνο που μπορεί να καταφέρει η παθητική ηθική με την ενοχοποίηση της φυσικής ορμητικότητας του ανθρώπου, είναι μια καθυστέρηση της ανάπτυξης του, στη διάρκεια της οποίας θα έχουν διαπραχθεί πολλά εγκλήματα βίας, εκ της βιασύνης που θα εκδηλωθεί αναπόφευκτα από κάποιους, σαν σύμπτωμα της επιβράδυνσης των υπολοίπων. Μόνον εφόσον νομοθετούμε ενεργητικά, σύμφωνα με τους κανόνες του γίγνεσθαι, συντονίζοντας τα πρέπει μας στον τόνο του, δεν χάνουμε χρόνο σε μάταιες προσπάθειες αυτοπεριορισμού, οι οποίες απλά παρατείνουν επικίνδυνα την απόκλιση από την τροχιά της ολοκλήρωσης μας.
No comments:
Post a Comment