Όπως Αυτό δεν μπορεί να ιδιοποιηθεί από κανέναν, ούτε οι κανόνες του γίγνεσθαι, ούτε και το μέσον αναγνώρισης τους, ο λόγος, είναι ιδιοκτησία κανενός. Οι κανόνες του είναι εκ φύσεως τόσο γενικοί που περιλαμβάνουν τον καθένα μας, όπως και η δυνατότητα να εννοηθούν βρίσκεται μέσα σε όλους όσους έχουν νόηση. Αυτό επιτρέπει στο κάθε άτομο να αναπτύξει τη δική του σκέψη για να τους εξερευνήσει στη γενικότητα τους ή στον ειδικό τρόπο εκδήλωσης τους μέσα στα γενικά πλαίσια του γίγνεσθαι, που ισχύουν για όλους και για το κάθε τι. Γι’ αυτό ακριβώς, οι ισχύουσες γενικεύσεις πρέπει να είναι τόσο γενικές, ώστε να γενικεύουν όλα όσα γνωρίζουμε και να μπορούν, επίσης, να γενικευτούν περαιτέρω από την γνωστική δύναμη του καθένα· αρκεί αυτή να μην τους παραβιάζει, αλλά ούτε να την προκαταλαμβάνουν με κάποιο ειδικό περιεχόμενο, παρά να της δίνουν το γενικό πλαίσιο και την κατεύθυνση από τα μέσα, όχι από τα έξω (εξουσιαστικά), αλλά μέσα από το ίδιο το γίγνεσθαι της σκέψης του καθένα για το γίγνεσθαι γενικά. Μια τέτοια ενδογενής νομοθεσία των κανόνων του γίγνεσθαι, αν και φαίνεται τόσο γενική, αντικειμενική και ουδέτερη, όχι μόνο δεν εξουδετερώνει το άτομο, αλλά του αναγνωρίζει την ελευθερία της άποψης του και για αυτό το καθιστά υπεύθυνο.
Η υπευθυνότητα συνοδεύει την ελευθερία, εφόσον η ελευθερία ακολουθεί πιστά την νομοθεσία, που την αναγνωρίζει. Η νομοθεσία αυτή όντας ενδογενής, ως προερχόμενη από τη δική μας εννόηση του Λόγου Αυτού, όπως μας παρουσιάζεται στους κανόνες του γίγνεσθαι, και όχι επιβεβλημένη, άπτεται τόσο της ελευθερίας του νου μας, όσο και των λογικών του δεσμεύσεων. Έτσι, από τη μια, μας προστατεύει από την αλόγιστη χρήση της ελευθερίας, ενώ, από την άλλη, μας παρακινεί στην μέγιστη δυνατή χρησιμοποίηση της.
Η μεγιστοποίηση της κίνησης των ατόμων είναι κανόνας του γίγνεσθαι, άρα η ελευθερία που τους παρέχεται για να κινηθούν είναι υποχρεωτική, για τον ίδιο λόγο που είναι υποχρεωτική και η διαφοροποίηση τους, ως απαραίτητη στην μορφο-ποιητική του λειτουργία. Η δέσμευση της ελευθερίας βρίσκεται μέσα στο γίγνεσθαι εξ Αυτού και δεσμεύει εν Αυτώ κάθε νέα μορφή, η οποία γεννάται εκ της πλήρους διαφοροποίησης ενός ατόμου λόγω μεγιστοποίησης της ελευθερίας του, μέχρι που να φτάσει τα όρια του κι εκεί να ενωθεί με κάτι άλλο για να παραχθεί η νέα μορφή. Η δέσμευση αυτή δεν είναι σχετική και υποκειμενική ή αποφασισμένη κι επιβεβλημένη από κάποιο άτομο ή ομάδα ατόμων, όποια εξουσία κι αν έχουν, αλλά είναι ο λειτουργικός σύνδεσμος του γίγνεσθαι με Αυτό, που δεσμεύει την ελεύθερη μορφοποίηση του εν Αυτώ, εντός της τελειότητας του, οδηγώντας έτσι τις μορφές στην τάξη της ομορφιάς, στον ρυθμό της αρμονίας και στο μέτρο του τέλειου.
Κάθε τι διαφορετικό, άρα και κάθε ελευθερία που το συνιστά ως διαφορετικό και το επιτρέπει να κινηθεί, δεσμεύεται από την κατεύθυνση ταυτοποίησης του εν Αυτώ, την οποία πρέπει να ακολουθεί υποχρεωτικά, αφού αυτή του δίνει τη δύναμη της κίνησης, άρα την ελευθερία του. Η δέσμευση της ελευθερίας είναι διπλή για τα άτομα, από τη μια τα δεσμεύει στην υποχρεωτική πλήρη χρήση της, ώστε να μεγιστοποιήσουν τη διαφορά τους και από την άλλη τα δεσμεύει στους όρους χρήσης της, οι οποίοι τα κατευθύνουν στην ταυτοποίηση τους και τα υποχρεώνουν στην υπέρβαση τής ελευθερίας τους (αφού την έχουν μεγιστοποιήσει), και στον δεσμό τους με κάτι άλλο πέραν αυτής.
Αυτό που συναντούν τα άτομα στο τέρμα της απελευθέρωσης τους και ό,τι τους περιμένει εκεί, όποιο κι αν είναι αυτό, συνιστά τον ταυτο-ποιητικό τους δεσμό, τον μόνο γόνιμο κατά το γίγνεσθαι αυτών, που τα προ-ώθησε εκεί και τον μόνο που τα δεσμεύει ολοκληρωτικά. Σε αυτό το σημείο, τα άτομα δεν έχουν άλλη ενέργεια να κινηθούν περαιτέρω και να απομακρυνθούν, αφού έχουν εξαντλήσει τα περιθώρια τής ελευθερίας που τους δίνει η αδέσμευτη ενέργεια που τους παρέχει το γίγνεσθαι. Ο δεσμός που παράγεται τότε, είναι τόσο ισχυρός που απορροφά τα άτομα καθ’ ολοκληρία, διότι αυτά μη έχοντας το περιθώριο να διαφύγουν δίνονται πλήρως στη σχέση διαθέτοντας όλη την ενέργεια που τα συγκροτεί ως κάτι σε αυτό από το οποίο συγκρατούνται, δηλαδή στο άλλο τους μισό μέσα στον δεσμό. Η μεταξύ τους σχέση είναι αναγκαστικά αμοιβαία, διότι αν το άλλο μισό δεν δεσμευόταν ανάλογα θα τα έδιωχνε, οπότε με την ώθηση του θα τα ανάγκαζε να κινηθούν περαιτέρω, αφού, έχοντας εξαντλήσει την ελευθερία τους και κάθε δυνατότητα αντίδρασης, δεν θα είχαν άλλη δυνατότητα επιλογής.
Η πλήρης και αμοιβαία διάθεση των εγώ στο «εμείς» του ταυτο-ποιητικού τους δεσμού παράγει κάτι τρίτο μέσα από την ενέργεια που αναβλύζει πληθωρικά περισσεύοντας από το εκπληρωμένο «εμείς». Το περίσσευμα της ξεχειλίζει αναγκαστικά και χύνεται στο καλούπι μιας νέας μορφής, σε κάτι το τρίτο, το διαφορετικό, επειδή το «εμείς» μη όντας κάποια οντότητα αφ’ εαυτού, αλλά μόνο σχέση, δηλαδή καθαρή ενέργεια, εκλύεται προς τα έξω, στον χώρο, για να δεσμεύσει (ή να αποδεσμεύσει) την ύλη που χρειάζεται, ώστε να πάρει μορφή. Η καινούργια μορφή, ως κάτι τρίτο, θα κινηθεί ανάλογα στη συνέχεια, μέχρι να διοχετεύσει την περατότητα της (ή την περιττότητα της, ως κάτι τρίτο, δηλαδή περιττό αριθμητικά) στην αρτιότητα του δύο σε ένα νέο «εμείς», και ούτω καθ’ εξής, μέχρι να μην υπάρχει άλλο περιθώριο κίνησης, κανένα περίσσευμα ενέργειας και καμία περαιτέρω ελευθερία των όντων. Αυτό, βέβαια, δεν ξέρουμε αν θα συμβεί ποτέ, κι αν τότε θα υπάρξει αέναη και κυκλική ή αντίστροφη και αρνητική κίνηση, αλλά ξέρουμε ότι εμείς οι άνθρωποι είμαστε σε αυτή τη φάση του γίγνεσθαι, που κινείται κατ’ αυτόν τον θετικό τρόπο, ως προς τον οποίο πρέπει να συμμορφωθούμε αναγκαστικά διαθέτοντας το πλεόνασμα μας ανάλογα, αν θέλουμε να έχουμε το υπερ-θετικό αποτέλεσμα που χρειάζεται η περαιτέρω μορφο-ποίηση μας και η ευόδωση της εξέλιξης μας.
Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι η γύρω μας φύση στη γη έχει περάσει στη φάση του αέναου γίγνεσθαι με το αυτορυθμιζόμενο οικοσύστημα της και τις εναλλαγές των εποχών της (αν και δεν μπορούμε να τη διαχωρίσουμε από το ευρύτερο συμπαντικό γίγνεσθαι στο οποίο εντάσσεται, ούτε να εξαιρέσουμε τον άνθρωπο από το δικό της), το γίγνεσθαι του ανθρώπου βρίσκεται ακόμη σε φάση θετικής εξέλιξης, δηλαδή, περαιτέρω μορφο-ποίησης του μέσα από συν-ενώσεις, λόγω υπεροχής του συν (πλέον) σαν θετικό πρόσημο της πλεονάζουσας ενέργειας του, που του δίνει την αναγκαία ελευθερία να διαφοροποιηθεί και να κινηθεί προς ταυτο-ποιητική ένωση με κάτι άλλο για να παραχθεί ένα τρίτο, κοκ. Η εξέλιξη αυτή είναι θετική, δυνατή και αναγκαία διότι υφίσταται πλεόνασμα ανθρώπινης ενέργειας, το οποίο οφείλεται πρωτίστως στην έλλογη υπεροχή του ανθρώπου και δευτερευόντως σε άλλα μέσα (όρθιο βάδισμα, επιδεξιότητα χεριών, κλπ.) που μπορεί να του δίνουν πλεονεκτήματα σε σχέση με τα άλλα όντα της γης, τα οποία έχουν σταθεροποιήσει, συγκριτικά με αυτόν, τη μορφή της ύπαρξης τους. Η ελευθερία που έχουμε μας επιτρέπει να χειριστούμε και αρνητικά το πλεόνασμα μας, κατακρατώντας το παθητικά στον εαυτό μας ή αποσπώντας το επιθετικά από άλλους ή καταστρέφοντας το. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν μπορεί να μεταστρέψει τη φορά του γίγνεσθαι μας σε αρνητική. Το θετικό πρόσημο της κίνησης δεν το αποφασίζουμε εμείς για να το χαρακτηρίσουμε κατά βούληση, όπως και δεν επιλέγουμε εμείς την ελευθερία μας, αλλά μας δόθηκε από το γίγνεσθαι, που κινείται μαθηματικά με αυτόν τον τρόπο κι έτσι μας κατευθύνει κι εμάς, θετικά αναγκαστικά.
Η εξέλιξη είναι θετική αναγκαστικά, ακόμη κι αν ο άνθρωπος κάνει αρνητική χρήση της ελευθερίας του, όπως για να αφαιρέσει πλούτο καταστρέφοντας και όχι να προσθέσει δημιουργώντας ή κάνει πλημμελή χρήση της, όπως εκχωρώντας τα δικαιώματά της σε άλλους. Η όποια αρνητικότητα του δεν μένει αναπάντητη, αλλά έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την καταστροφή του πλεονάσματος που του έδωσε την ελευθερία, την οποία αχρήστευσε. Η καταστροφή εξανεμίζοντας τη δυνατότητα της περαιτέρω εξέλιξης του, τον υποβιβάζει κατά στάδια μέχρις ότου σταθεροποιείται σε μια νέα θέση, έστω και αν αυτή είναι κατώτερη από τη προηγούμενη και φτωχότερη σε επιλογές. Από τη θέση αυτή και μετά, ο άνθρωπος θα αναγκαστεί πάλι να κινηθεί θετικά, με όση ελευθερία του έχει απομείνει, εκτός αν την χάσει οριστικά και αφανιστεί σαν έλλογη δυνατότητα τού Είναι στη γη.
Όσο υπάρχει ο άνθρωπος θα είναι αναγκασμένος να είναι ελεύθερος, όπως και να κινείται θετικά, προς τα μπρος. Ο μηχανικός, αντικειμενικός και γενικός νόμος της κίνησης τον υποχρεώνει σε υπέρβαση της πραγματικότητας του και απελευθέρωση από τις δεσμεύσεις που τον αδρανοποιούν, ώστε να μπορεί να κινηθεί. Η κίνηση του είναι αναγκαστικά προς τα μπρος, αφού δεν μπορεί να πάει προς τα πίσω (ανάποδα στον χρόνο), ούτε να μείνει ακίνητος (ενώ η γενική κίνηση είναι θετική) χωρίς να πέσει. Η ελευθερία τού δίνει τον κενό χώρο, το ελεύθερο από ύλη διάστημα, που χρειάζεται η κίνηση του. Αυτό το περιθώριο κίνησης τού δίνεται από το γίγνεσθαι με τον όρο να χρησιμοποιηθεί, να βαδιστεί, να γεμίσει ύλη και μορφή, όχι να μείνει αβάδιστο και κενό. Η κενή έκταση δεν επιτρέπεται από την πληρότητα Αυτού παρά σαν έν-τάση, σαν τάση και φορά της κίνησης προς το Εν Αυτώ, όχι σαν χάσμα που δεν διανύεται. Αν υπάρξει τέτοιο χάσμα στο γίγνεσθαι, θα υπάρξει αναγκαστικά συστολή τού Είναι, για να καλυφθεί το κενό. Η συστολή αυτή σημαίνει περικοπή της ελευθερίας με τον περιορισμό των δυνατοτήτων επιλογής, που επέρχεται λόγω της φτώχειας που φέρνει η καταστροφή του πλούτου, την οποία προκαλεί η αρνητική χρήση της ελευθερίας, η οποία επιφέρει καταστροφή πλεονάσματος.
Σε εμάς έγκειται να συμμορφωθούμε με τους νόμους της κίνησης, ώστε να ανταμειφθούμε με πλούτο επιλογών ή να του εναντιωθούμε, οπότε, καταστρέφοντας τις δυνατότητες επιλογών μας, να κινηθούμε εξ’ ανάγκης. Αν ο άνθρωπος δεν κινηθεί θετικά με το καλό, δια-θέτοντας το πλεόνασμα του και χρησιμοποιώντας πλήρως την ελευθερία του, θα κινηθεί με τη βία, διότι εν τω γίγνεσθαι δεν υπάρχει ακινησία. Η μόνη δυνατή ακινησία είναι η απόλυτη κίνηση και βρίσκεται στην ταυτόχρονη κίνηση του κινούμενου με το όλον της κίνησης, δηλαδή στην ταύτιση του με το κινούν, άρα είναι ιδιότητα Αυτού, όπως και κάθε τι απόλυτο.
Η υπευθυνότητα συνοδεύει την ελευθερία, εφόσον η ελευθερία ακολουθεί πιστά την νομοθεσία, που την αναγνωρίζει. Η νομοθεσία αυτή όντας ενδογενής, ως προερχόμενη από τη δική μας εννόηση του Λόγου Αυτού, όπως μας παρουσιάζεται στους κανόνες του γίγνεσθαι, και όχι επιβεβλημένη, άπτεται τόσο της ελευθερίας του νου μας, όσο και των λογικών του δεσμεύσεων. Έτσι, από τη μια, μας προστατεύει από την αλόγιστη χρήση της ελευθερίας, ενώ, από την άλλη, μας παρακινεί στην μέγιστη δυνατή χρησιμοποίηση της.
Η μεγιστοποίηση της κίνησης των ατόμων είναι κανόνας του γίγνεσθαι, άρα η ελευθερία που τους παρέχεται για να κινηθούν είναι υποχρεωτική, για τον ίδιο λόγο που είναι υποχρεωτική και η διαφοροποίηση τους, ως απαραίτητη στην μορφο-ποιητική του λειτουργία. Η δέσμευση της ελευθερίας βρίσκεται μέσα στο γίγνεσθαι εξ Αυτού και δεσμεύει εν Αυτώ κάθε νέα μορφή, η οποία γεννάται εκ της πλήρους διαφοροποίησης ενός ατόμου λόγω μεγιστοποίησης της ελευθερίας του, μέχρι που να φτάσει τα όρια του κι εκεί να ενωθεί με κάτι άλλο για να παραχθεί η νέα μορφή. Η δέσμευση αυτή δεν είναι σχετική και υποκειμενική ή αποφασισμένη κι επιβεβλημένη από κάποιο άτομο ή ομάδα ατόμων, όποια εξουσία κι αν έχουν, αλλά είναι ο λειτουργικός σύνδεσμος του γίγνεσθαι με Αυτό, που δεσμεύει την ελεύθερη μορφοποίηση του εν Αυτώ, εντός της τελειότητας του, οδηγώντας έτσι τις μορφές στην τάξη της ομορφιάς, στον ρυθμό της αρμονίας και στο μέτρο του τέλειου.
Κάθε τι διαφορετικό, άρα και κάθε ελευθερία που το συνιστά ως διαφορετικό και το επιτρέπει να κινηθεί, δεσμεύεται από την κατεύθυνση ταυτοποίησης του εν Αυτώ, την οποία πρέπει να ακολουθεί υποχρεωτικά, αφού αυτή του δίνει τη δύναμη της κίνησης, άρα την ελευθερία του. Η δέσμευση της ελευθερίας είναι διπλή για τα άτομα, από τη μια τα δεσμεύει στην υποχρεωτική πλήρη χρήση της, ώστε να μεγιστοποιήσουν τη διαφορά τους και από την άλλη τα δεσμεύει στους όρους χρήσης της, οι οποίοι τα κατευθύνουν στην ταυτοποίηση τους και τα υποχρεώνουν στην υπέρβαση τής ελευθερίας τους (αφού την έχουν μεγιστοποιήσει), και στον δεσμό τους με κάτι άλλο πέραν αυτής.
Αυτό που συναντούν τα άτομα στο τέρμα της απελευθέρωσης τους και ό,τι τους περιμένει εκεί, όποιο κι αν είναι αυτό, συνιστά τον ταυτο-ποιητικό τους δεσμό, τον μόνο γόνιμο κατά το γίγνεσθαι αυτών, που τα προ-ώθησε εκεί και τον μόνο που τα δεσμεύει ολοκληρωτικά. Σε αυτό το σημείο, τα άτομα δεν έχουν άλλη ενέργεια να κινηθούν περαιτέρω και να απομακρυνθούν, αφού έχουν εξαντλήσει τα περιθώρια τής ελευθερίας που τους δίνει η αδέσμευτη ενέργεια που τους παρέχει το γίγνεσθαι. Ο δεσμός που παράγεται τότε, είναι τόσο ισχυρός που απορροφά τα άτομα καθ’ ολοκληρία, διότι αυτά μη έχοντας το περιθώριο να διαφύγουν δίνονται πλήρως στη σχέση διαθέτοντας όλη την ενέργεια που τα συγκροτεί ως κάτι σε αυτό από το οποίο συγκρατούνται, δηλαδή στο άλλο τους μισό μέσα στον δεσμό. Η μεταξύ τους σχέση είναι αναγκαστικά αμοιβαία, διότι αν το άλλο μισό δεν δεσμευόταν ανάλογα θα τα έδιωχνε, οπότε με την ώθηση του θα τα ανάγκαζε να κινηθούν περαιτέρω, αφού, έχοντας εξαντλήσει την ελευθερία τους και κάθε δυνατότητα αντίδρασης, δεν θα είχαν άλλη δυνατότητα επιλογής.
Η πλήρης και αμοιβαία διάθεση των εγώ στο «εμείς» του ταυτο-ποιητικού τους δεσμού παράγει κάτι τρίτο μέσα από την ενέργεια που αναβλύζει πληθωρικά περισσεύοντας από το εκπληρωμένο «εμείς». Το περίσσευμα της ξεχειλίζει αναγκαστικά και χύνεται στο καλούπι μιας νέας μορφής, σε κάτι το τρίτο, το διαφορετικό, επειδή το «εμείς» μη όντας κάποια οντότητα αφ’ εαυτού, αλλά μόνο σχέση, δηλαδή καθαρή ενέργεια, εκλύεται προς τα έξω, στον χώρο, για να δεσμεύσει (ή να αποδεσμεύσει) την ύλη που χρειάζεται, ώστε να πάρει μορφή. Η καινούργια μορφή, ως κάτι τρίτο, θα κινηθεί ανάλογα στη συνέχεια, μέχρι να διοχετεύσει την περατότητα της (ή την περιττότητα της, ως κάτι τρίτο, δηλαδή περιττό αριθμητικά) στην αρτιότητα του δύο σε ένα νέο «εμείς», και ούτω καθ’ εξής, μέχρι να μην υπάρχει άλλο περιθώριο κίνησης, κανένα περίσσευμα ενέργειας και καμία περαιτέρω ελευθερία των όντων. Αυτό, βέβαια, δεν ξέρουμε αν θα συμβεί ποτέ, κι αν τότε θα υπάρξει αέναη και κυκλική ή αντίστροφη και αρνητική κίνηση, αλλά ξέρουμε ότι εμείς οι άνθρωποι είμαστε σε αυτή τη φάση του γίγνεσθαι, που κινείται κατ’ αυτόν τον θετικό τρόπο, ως προς τον οποίο πρέπει να συμμορφωθούμε αναγκαστικά διαθέτοντας το πλεόνασμα μας ανάλογα, αν θέλουμε να έχουμε το υπερ-θετικό αποτέλεσμα που χρειάζεται η περαιτέρω μορφο-ποίηση μας και η ευόδωση της εξέλιξης μας.
Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι η γύρω μας φύση στη γη έχει περάσει στη φάση του αέναου γίγνεσθαι με το αυτορυθμιζόμενο οικοσύστημα της και τις εναλλαγές των εποχών της (αν και δεν μπορούμε να τη διαχωρίσουμε από το ευρύτερο συμπαντικό γίγνεσθαι στο οποίο εντάσσεται, ούτε να εξαιρέσουμε τον άνθρωπο από το δικό της), το γίγνεσθαι του ανθρώπου βρίσκεται ακόμη σε φάση θετικής εξέλιξης, δηλαδή, περαιτέρω μορφο-ποίησης του μέσα από συν-ενώσεις, λόγω υπεροχής του συν (πλέον) σαν θετικό πρόσημο της πλεονάζουσας ενέργειας του, που του δίνει την αναγκαία ελευθερία να διαφοροποιηθεί και να κινηθεί προς ταυτο-ποιητική ένωση με κάτι άλλο για να παραχθεί ένα τρίτο, κοκ. Η εξέλιξη αυτή είναι θετική, δυνατή και αναγκαία διότι υφίσταται πλεόνασμα ανθρώπινης ενέργειας, το οποίο οφείλεται πρωτίστως στην έλλογη υπεροχή του ανθρώπου και δευτερευόντως σε άλλα μέσα (όρθιο βάδισμα, επιδεξιότητα χεριών, κλπ.) που μπορεί να του δίνουν πλεονεκτήματα σε σχέση με τα άλλα όντα της γης, τα οποία έχουν σταθεροποιήσει, συγκριτικά με αυτόν, τη μορφή της ύπαρξης τους. Η ελευθερία που έχουμε μας επιτρέπει να χειριστούμε και αρνητικά το πλεόνασμα μας, κατακρατώντας το παθητικά στον εαυτό μας ή αποσπώντας το επιθετικά από άλλους ή καταστρέφοντας το. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν μπορεί να μεταστρέψει τη φορά του γίγνεσθαι μας σε αρνητική. Το θετικό πρόσημο της κίνησης δεν το αποφασίζουμε εμείς για να το χαρακτηρίσουμε κατά βούληση, όπως και δεν επιλέγουμε εμείς την ελευθερία μας, αλλά μας δόθηκε από το γίγνεσθαι, που κινείται μαθηματικά με αυτόν τον τρόπο κι έτσι μας κατευθύνει κι εμάς, θετικά αναγκαστικά.
Η εξέλιξη είναι θετική αναγκαστικά, ακόμη κι αν ο άνθρωπος κάνει αρνητική χρήση της ελευθερίας του, όπως για να αφαιρέσει πλούτο καταστρέφοντας και όχι να προσθέσει δημιουργώντας ή κάνει πλημμελή χρήση της, όπως εκχωρώντας τα δικαιώματά της σε άλλους. Η όποια αρνητικότητα του δεν μένει αναπάντητη, αλλά έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την καταστροφή του πλεονάσματος που του έδωσε την ελευθερία, την οποία αχρήστευσε. Η καταστροφή εξανεμίζοντας τη δυνατότητα της περαιτέρω εξέλιξης του, τον υποβιβάζει κατά στάδια μέχρις ότου σταθεροποιείται σε μια νέα θέση, έστω και αν αυτή είναι κατώτερη από τη προηγούμενη και φτωχότερη σε επιλογές. Από τη θέση αυτή και μετά, ο άνθρωπος θα αναγκαστεί πάλι να κινηθεί θετικά, με όση ελευθερία του έχει απομείνει, εκτός αν την χάσει οριστικά και αφανιστεί σαν έλλογη δυνατότητα τού Είναι στη γη.
Όσο υπάρχει ο άνθρωπος θα είναι αναγκασμένος να είναι ελεύθερος, όπως και να κινείται θετικά, προς τα μπρος. Ο μηχανικός, αντικειμενικός και γενικός νόμος της κίνησης τον υποχρεώνει σε υπέρβαση της πραγματικότητας του και απελευθέρωση από τις δεσμεύσεις που τον αδρανοποιούν, ώστε να μπορεί να κινηθεί. Η κίνηση του είναι αναγκαστικά προς τα μπρος, αφού δεν μπορεί να πάει προς τα πίσω (ανάποδα στον χρόνο), ούτε να μείνει ακίνητος (ενώ η γενική κίνηση είναι θετική) χωρίς να πέσει. Η ελευθερία τού δίνει τον κενό χώρο, το ελεύθερο από ύλη διάστημα, που χρειάζεται η κίνηση του. Αυτό το περιθώριο κίνησης τού δίνεται από το γίγνεσθαι με τον όρο να χρησιμοποιηθεί, να βαδιστεί, να γεμίσει ύλη και μορφή, όχι να μείνει αβάδιστο και κενό. Η κενή έκταση δεν επιτρέπεται από την πληρότητα Αυτού παρά σαν έν-τάση, σαν τάση και φορά της κίνησης προς το Εν Αυτώ, όχι σαν χάσμα που δεν διανύεται. Αν υπάρξει τέτοιο χάσμα στο γίγνεσθαι, θα υπάρξει αναγκαστικά συστολή τού Είναι, για να καλυφθεί το κενό. Η συστολή αυτή σημαίνει περικοπή της ελευθερίας με τον περιορισμό των δυνατοτήτων επιλογής, που επέρχεται λόγω της φτώχειας που φέρνει η καταστροφή του πλούτου, την οποία προκαλεί η αρνητική χρήση της ελευθερίας, η οποία επιφέρει καταστροφή πλεονάσματος.
Σε εμάς έγκειται να συμμορφωθούμε με τους νόμους της κίνησης, ώστε να ανταμειφθούμε με πλούτο επιλογών ή να του εναντιωθούμε, οπότε, καταστρέφοντας τις δυνατότητες επιλογών μας, να κινηθούμε εξ’ ανάγκης. Αν ο άνθρωπος δεν κινηθεί θετικά με το καλό, δια-θέτοντας το πλεόνασμα του και χρησιμοποιώντας πλήρως την ελευθερία του, θα κινηθεί με τη βία, διότι εν τω γίγνεσθαι δεν υπάρχει ακινησία. Η μόνη δυνατή ακινησία είναι η απόλυτη κίνηση και βρίσκεται στην ταυτόχρονη κίνηση του κινούμενου με το όλον της κίνησης, δηλαδή στην ταύτιση του με το κινούν, άρα είναι ιδιότητα Αυτού, όπως και κάθε τι απόλυτο.
No comments:
Post a Comment