Η τάση μας προς την υπέρβαση που οδηγεί στην ολοκλήρωση μας εκδηλώνεται καθημερινά με τη μορφή των επιθυμιών μας. Οι επιθυμίες δηλώνουν ότι κάτι μας λείπει και μας παρακινούν προς ό,τι μπορεί να το συμπληρώσει. Όποια επιθυμία κι αν έχουμε, μας οδηγεί εκτός του εαυτού μας προς κάτι άλλο, με το οποίο επιθυμούμε να ενωθούμε για να νιώσουμε πλήρεις κι όχι απλά για να υπάρχουμε. Αυτό προσδίδει στις επιθυμίες τη ψυχολογική υφή που τις διαφοροποιεί από τις ανάγκες, οι οποίες αφορούν περιορισμένα την αυτοσυντήρηση μας και δεν αναφέρονται σε κάτι άλλο έξω από το εγώ στη σαρκική του υπόσταση.
Αρχικά, η ενέργεια που εκλύεται κατά τη βιοχημική λειτουργία του σώματος αναλώνεται εσωτερικά για την αυτοσυντήρηση του και το υπόλοιπο γίνεται η κινητήριος του δύναμη, η βούληση. Η βούληση κινεί το σώμα στην ανατροφοδότηση των λειτουργιών του παίρνοντας τη μορφή της ανάγκης, και όση περισσεύει κινητοποιεί το σώμα στη συνάρτηση της ενότητας του με το πνεύμα και τη ψυχή, ώστε να ολοκληρωθεί όπως η ενοποιητική του τριαδικότητα το εντέλλει παίρνοντας τη μορφή των επιθυμιών. Οι επιθυμίες, ως διαμορφώσεις της βούλησης από το πνεύμα και τη ψυχή, έχουν κάτι το άπιαστο και αόριστο, καθώς εμπνέουν το σώμα να ενωθεί με τον λόγο της ψυχής του, το απόλυτο Εν και μοναδικό Αυτό, το μόνο με το οποίο ικανοποιούνται οριστικά. Αντίθετα, οι ανάγκες ως σωματικές εντολές είναι ορισμένες και γι’ αυτό μπορούν να ικανοποιούνται κάποια στιγμή, ενώ, οι επιθυμίες ποτέ οριστικά.
Στα θέματα ανάγκης δεν τίθεται ζήτημα επιλογής, ούτε καμίας ηθικής σαν κάποιο «πρέπει». Είναι ένα αναπόδραστο συμβάν που ορίζεται από το ελάχιστο και απαραβίαστο όριο της ύπαρξης μας, τη σωματική της υπόσταση. Σε μια σωματική ανάγκη δεν ερωτείσαι αν «πρέπει» ή «δεν πρέπει» να την ικανοποιήσεις. Κινείσαι αναγκαστικά προς εκεί που σε κινεί. Η όποια ερώτηση και δυνατότητα επιλογής τίθεται στο πεδίο των επιθυμιών, οι οποίες ορίζουν και το μέγιστο της ύπαρξης μας. Εκεί εδράζει η ελευθερία και εκεί αρμόζουν τα όποια «πρέπει».
Στον βαθμό που η μεγιστοποίηση μας είναι αναγκαία για το γίγνεσθαι μας, στον ίδιο βαθμό πρέπει να ικανοποιούμε τις επιθυμίες μας, απελευθερώνοντας τες αρχικά και δεσμευόμενοι μετά στην ικανοποίηση τους, όσο κι αν αυτή δεν επέρχεται ποτέ οριστικά, αφού καθεμία επιθυμία που ικανοποιείται, ακολουθείται από μια επόμενη κι αυτή από μια άλλη, την οποία οφείλουμε να ικανοποιούμε κι αυτή με τη σειρά της, διότι η όλη ακολουθία των επιθυμιών προέρχεται από το γίγνεσθαι και υπακούει σε αυτό. Εφόσον είμαστε συνειδητοί και ειλικρινείς με τις επιθυμίες μας, μπορούμε κάθε φορά να διακρίνουμε ποιά μάς αφορά στον μέγιστο βαθμό, ώστε να δεσμευτούμε στην ικανοποίηση της, η οποία θα μας οδηγήσει στην επόμενη της κι έτσι να είμαστε στη σωστή σειρά της μεγιστοποίησης μας. Αν κι έχουμε την ελευθερία να «πρέπει» να αρνηθούμε πολλές επιμέρους επιθυμίες, διότι «πρέπει» να δεσμευθούμε με κάποιες περισσότερο αναγκαίες, «δεν πρέπει» να αρνούμαστε γενικά την επιθυμία αυτή καθαυτή, διότι αυτή μας οδηγεί στο μέγιστο τείνοντας μας διαρκώς προς το απόλυτο, που την καθιστά ανικανοποίητη με το λίγο και το σχετικό. Με αυτήν την έννοια, η επιθυμία είναι αναγκαία, ενώ, η ανάγκη δεν είναι επιθυμητή, αλλά αναγκαστική.
Η τάση προς το απόλυτο είναι γενικό χαρακτηριστικό όλων των επιθυμιών κι αποτελεί το ακούσιο και μηχανικό κοινό τους στοιχείο, που τις συνδέει με την ανάγκη καθιστώντας αναγκαία τη διαδοχική ικανοποίηση τους και το οποίο ορίζει το απαραβίαστο ελάχιστο μέγιστο προς το οποίο πρέπει να τείνουν όλοι αναγκαστικά για να βρίσκονται στην τροχιά του γίγνεσθαι. Οι επιθυμίες ως αναγκαίες μιλούν τη γλώσσα του σώματος, του μεταδίδουν τα μηνύματα του πνεύματος και το κινούν σύμφωνα με τις εντολές της ψυχής ανάγοντας το τριαδικά στο Εν Αυτώ. Η διαρκής αναγωγή των επιθυμιών στο απόλυτο συμβαίνει από τη φύση τους. Αρκεί να τις ακολουθήσουμε φυσικά και αβίαστα για να έρθουμε σε επαφή με Αυτό και να εισέλθουμε στη φορά της ολοκλήρωσης μας, ζώντας ευφορικά και εύφορα. Ακόμη κι αν η πραγματοποίηση των επιθυμιών μας αναμετριέται συχνά με το αδύνατο, δεν πρέπει να υποχωρούμε, γιατί εκεί ακριβώς έγκειται τόσο η μέγιστη ικανοποίηση τους, όσο και η ικανοποίηση του μέγιστου στο οποίο μας τείνουν.
Οι επιθυμίες, όντας ο αγωγός της εκπλήρωσης μας, μας άγουν στην οριστικο-ποίηση του είναι μας, ωθώντας μας εν τω γίγνεσθαι του, ώστε να οριστούμε καθαρά ως προς αυτό που είμαστε, και όχι ως προς ό,τι δεν είμαστε. Η αντίσταση που συναντούν είναι η αντενέργεια αυτού που δεν είμαστε και δεν θέλει να γίνουμε, όπως θέλουμε να είμαστε. Αν είμαστε όμως κάτι, είμαστε γιατί υπερέχουμε αυτού που δεν είμαστε, υπερνικώντας την αντίσταση αυτού που ήδη είναι κάτι, αλλά δεν είναι αυτό που θέλουμε να είμαστε. Η αντίσταση του αντίθετού μας υπερνικείται αν θέλουμε αυτό που εν δυνάμει είμαστε και όχι κάτι που δεν είμαστε, ούτε πρόκειται ποτέ να γίνουμε, οπότε η αντίσταση που θα συναντήσουμε θα είναι άκαμπτη, διότι η παρα φύσει κίνηση μας προς το μη-είναι θα προσκρούσει στο ανυπέρβλητο Είναι. Η δια-στροφή των επιθυμιών προς το μη-είναι συμβαίνει όταν εμποδίζεται η φυσιολογική κλιμάκωση τους καταστέλλοντας την ικανοποίηση αυτής που προβάλει αυθόρμητα στη φαντασία και είναι η πρώτη στη σειρά των επιθυμιών όπως διατάσσονται κατά την φυσική αναγωγική τους ακολουθία προς το απόλυτο. Πίσω από κάθε επιθυμία, φυσική και αυθόρμητη, κρύβεται μια ευχή, που είναι η προβολή της επιθυμίας στο απόλυτο· γι’ αυτό, κοινή σε όλους, αντικειμενική, ουδέτερη και γενική όσο και η ψυχή μας. Μέσω της ευχής είμαστε όλοι ένα, χωρίς να μας χωρίζουν οι επιθυμίες του καθένα, αλλά, αντίθετα, μας ανοίγουν σε πλήθος και πλούτο μορφών, εν τω κοινώ μας γίγνεσθαι. Αν δεν βλέπουμε αυτήν τη γόνιμη προοπτική τους δεν φταίνε οι επιθυμίες γι’ αυτό, αλλά η άρνηση μας να δούμε πέρα από αυτές, εκεί πού μας οδηγούν· ούτε, όμως, μπορούμε να το δούμε αυτό αν δεν άρουμε την πρώτη στη σειρά επιθυμία εκπληρώνοντας την.
Όταν μια επιθυμία προβάλλει στον νου την οπτασία του ποθητού αντικειμένου της αυτό λάμπει μέσα στο σκοτάδι του άγνωστου και προσανατολίζει αντανακλαστικά τη βούληση να το πλησιάσει. Γνωρίζοντας το από κοντά, ο νους βλέπει μετά από αυτό τόσο το άγνωστο που συνεχίζει να εκτείνεται στο άπειρο καλώντας τον να το γνωρίσει, όσο και το επόμενο αντικείμενο της επιθυμίας που ξεπροβάλλει ως άμεση αιτία τού προηγούμενου, το οποίο ήδη γνώρισε ως αποτέλεσμα της προηγούμενης επιθυμίας του. Η αλληλουχία των επιθυμιών εισάγει τη νόηση μας τόσο στη διηνεκή ακολουθία αιτίας και αποτελέσματος, όσο και στη σύλληψη του απείρου από το οποίο κατάγονται τα αντικείμενα των επιθυμιών και όπου επιστρέφουν μαζί με εμάς. Μέσω αυτής της διανοητικής πρόσβασης από το πεπερασμένο στο άπειρο, αποκτούμε την εμπειρία της απώτερης αιτίας και το μάθημα της αναγωγής που χρειαζόμαστε για να διακρίνουμε ποιές επιθυμίες μας αφορούν ως φορείς του απόλυτού μας ή μας είναι αδιάφορες και γνωστές. Διακρίνοντας την επιθυμία που μας αφορά τα μέγιστα κάθε φορά και δεσμευόμενοι στην ικανοποίηση της, προαγόμαστε στη σωστή σειρά μεγιστοποίησης μας εν Αυτώ.
Παρόλο που οι επιθυμίες φαίνεται να μας κατακλύζουν συχνά με ερεθίσματα από παντού, έτσι ώστε να αδυνατούμε να προσανατολιστούμε, στην ουσία δεν είναι ποτέ ασύνδετες από τη διανοητική κρίση και το ψυχολογικό κριτήριο. Όντας διαμορφώσεις της τριαδικότητας μας, αξιολογούνται διαρκώς από τη ψυχή και διαβαθμίζονται συνεχώς από το πνεύμα, ώστε να ξέρουμε πολύ καλά τι είναι αυτό που θέλουμε πιο πολύ· άλλο αν φοβόμαστε να το ομολογήσουμε, ακόμη και στον εαυτό μας όταν ο φόβος μας είναι μεγάλος, όποτε, σε αυτήν την περίπτωση, αναστέλλεται η συνείδηση μας και η λογική μας χάνοντας τη γεφυροποιό της λειτουργία δεν μπορεί να διακρίνει τις σωστές συνδέσεις και βυθίζεται σε σύγχυση.
Αυτό που δια-στρέφει τις επιθυμίες σε προξένους τέτοιας σύγχυσης, ώστε να μας αποπροσανατολίζουν από τη διαυγή στόχευση του απόλυτου σκορπίζοντας μας σε αδιέξοδη ηδονοθηρία ή καθηλώνοντας μας σε άγονα πάθη, είναι η φοβισμένη τους αποσύνδεση από τη φυσική και λογική τους ακολουθία. Οι ανικανοποίητες επιθυμίες γίνονται φαντάσματα που μας στοιχειώνουν, θολώνουν τον ορίζοντα της ευχής τους, παρεμβάλλονται στη φυσική ροή της μίας προς την άλλη και, τότε, είτε προκαλούν εμπλοκές παραίτησης, είτε παράγουν εμμονές σε επιθυμίες που δεν άγουν πουθενά ούτε ανάγονται σε κάτι άλλο από τον εαυτό τους. Η ενοχοποίηση των επιθυμιών για τις εμμονές και τις εγωιστικές καθηλώσεις των ατόμων είναι λάθος. Το σωστό είναι ότι η εγωιστική συμπεριφορά οφείλεται στην ενοχοποίηση των επιθυμιών· αυτή τις αποτρέπει από τη φυσιολογική τους κλιμάκωση σε ευχή, η οποία συνδέει τα άτομα στην απώτατη αναφορά τους προς στο απόλυτο, το κοινό σε όλους, πάνω στο οποίο συγκροτούνται οι κοινωνίες (συνειδητά ή όχι). Όπως η απελευθέρωση του απόλυτου, έτσι και η απελευθέρωση της επιθυμίας από κάθε προκατάληψη ανοίγει γόνιμο δρόμο στον καθένα χωριστά και σε όλους μαζί.
Οι επιθυμίες, όντας διαμορφώσεις της βούλησης που περισσεύει από την εξυπηρέτηση των αναγκών, αφορούν το πλεόνασμα ενέργειας που μας κινητοποιεί προς την ολοκλήρωση μας, το οποίο προσανατολίζουν να διατεθεί στην κατεύθυνση των προβολών τους. Με αυτόν τον τρόπο οι επιθυμίες δίνουν κατεύθυνση στη κίνηση κατά τις εντολές του γίγνεσθαι, που μαζί με το ενεργειακό πλεόνασμα δίνει μέσω αυτών και την οδηγία της διάθεσης του, που άγει το άτομο στο ξεπέρασμα του ως εγώ, με την πλήρη διάθεση του πλεονάσματος που το ορίζει ως κάτι ξεχωριστό. Αυτός είναι ο ρόλος των επιθυμιών κι όχι να εμπλέκουν τα άτομα σε εγωιστικές εμμονές παθητικής κατακράτησης ή επιθετικής προσαύξησης του πλεονάσματος των, αντί της πλήρους διάθεσης του. Η διαστροφή του ρόλου τους (από)στειρώνει τα άτομα, τα οποία κλεισμένα στο εγώ τους αποσυνδέονται από το γίγνεσθαι και δεν γεννούν κάτι έξω από αυτά, στο οποίο να αναγνωρίζουν μια συνέχεια και ολοκλήρωση τής πεπερασμένης και ελλιπούς ύπαρξης τους.
Αρχικά, η ενέργεια που εκλύεται κατά τη βιοχημική λειτουργία του σώματος αναλώνεται εσωτερικά για την αυτοσυντήρηση του και το υπόλοιπο γίνεται η κινητήριος του δύναμη, η βούληση. Η βούληση κινεί το σώμα στην ανατροφοδότηση των λειτουργιών του παίρνοντας τη μορφή της ανάγκης, και όση περισσεύει κινητοποιεί το σώμα στη συνάρτηση της ενότητας του με το πνεύμα και τη ψυχή, ώστε να ολοκληρωθεί όπως η ενοποιητική του τριαδικότητα το εντέλλει παίρνοντας τη μορφή των επιθυμιών. Οι επιθυμίες, ως διαμορφώσεις της βούλησης από το πνεύμα και τη ψυχή, έχουν κάτι το άπιαστο και αόριστο, καθώς εμπνέουν το σώμα να ενωθεί με τον λόγο της ψυχής του, το απόλυτο Εν και μοναδικό Αυτό, το μόνο με το οποίο ικανοποιούνται οριστικά. Αντίθετα, οι ανάγκες ως σωματικές εντολές είναι ορισμένες και γι’ αυτό μπορούν να ικανοποιούνται κάποια στιγμή, ενώ, οι επιθυμίες ποτέ οριστικά.
Στα θέματα ανάγκης δεν τίθεται ζήτημα επιλογής, ούτε καμίας ηθικής σαν κάποιο «πρέπει». Είναι ένα αναπόδραστο συμβάν που ορίζεται από το ελάχιστο και απαραβίαστο όριο της ύπαρξης μας, τη σωματική της υπόσταση. Σε μια σωματική ανάγκη δεν ερωτείσαι αν «πρέπει» ή «δεν πρέπει» να την ικανοποιήσεις. Κινείσαι αναγκαστικά προς εκεί που σε κινεί. Η όποια ερώτηση και δυνατότητα επιλογής τίθεται στο πεδίο των επιθυμιών, οι οποίες ορίζουν και το μέγιστο της ύπαρξης μας. Εκεί εδράζει η ελευθερία και εκεί αρμόζουν τα όποια «πρέπει».
Στον βαθμό που η μεγιστοποίηση μας είναι αναγκαία για το γίγνεσθαι μας, στον ίδιο βαθμό πρέπει να ικανοποιούμε τις επιθυμίες μας, απελευθερώνοντας τες αρχικά και δεσμευόμενοι μετά στην ικανοποίηση τους, όσο κι αν αυτή δεν επέρχεται ποτέ οριστικά, αφού καθεμία επιθυμία που ικανοποιείται, ακολουθείται από μια επόμενη κι αυτή από μια άλλη, την οποία οφείλουμε να ικανοποιούμε κι αυτή με τη σειρά της, διότι η όλη ακολουθία των επιθυμιών προέρχεται από το γίγνεσθαι και υπακούει σε αυτό. Εφόσον είμαστε συνειδητοί και ειλικρινείς με τις επιθυμίες μας, μπορούμε κάθε φορά να διακρίνουμε ποιά μάς αφορά στον μέγιστο βαθμό, ώστε να δεσμευτούμε στην ικανοποίηση της, η οποία θα μας οδηγήσει στην επόμενη της κι έτσι να είμαστε στη σωστή σειρά της μεγιστοποίησης μας. Αν κι έχουμε την ελευθερία να «πρέπει» να αρνηθούμε πολλές επιμέρους επιθυμίες, διότι «πρέπει» να δεσμευθούμε με κάποιες περισσότερο αναγκαίες, «δεν πρέπει» να αρνούμαστε γενικά την επιθυμία αυτή καθαυτή, διότι αυτή μας οδηγεί στο μέγιστο τείνοντας μας διαρκώς προς το απόλυτο, που την καθιστά ανικανοποίητη με το λίγο και το σχετικό. Με αυτήν την έννοια, η επιθυμία είναι αναγκαία, ενώ, η ανάγκη δεν είναι επιθυμητή, αλλά αναγκαστική.
Η τάση προς το απόλυτο είναι γενικό χαρακτηριστικό όλων των επιθυμιών κι αποτελεί το ακούσιο και μηχανικό κοινό τους στοιχείο, που τις συνδέει με την ανάγκη καθιστώντας αναγκαία τη διαδοχική ικανοποίηση τους και το οποίο ορίζει το απαραβίαστο ελάχιστο μέγιστο προς το οποίο πρέπει να τείνουν όλοι αναγκαστικά για να βρίσκονται στην τροχιά του γίγνεσθαι. Οι επιθυμίες ως αναγκαίες μιλούν τη γλώσσα του σώματος, του μεταδίδουν τα μηνύματα του πνεύματος και το κινούν σύμφωνα με τις εντολές της ψυχής ανάγοντας το τριαδικά στο Εν Αυτώ. Η διαρκής αναγωγή των επιθυμιών στο απόλυτο συμβαίνει από τη φύση τους. Αρκεί να τις ακολουθήσουμε φυσικά και αβίαστα για να έρθουμε σε επαφή με Αυτό και να εισέλθουμε στη φορά της ολοκλήρωσης μας, ζώντας ευφορικά και εύφορα. Ακόμη κι αν η πραγματοποίηση των επιθυμιών μας αναμετριέται συχνά με το αδύνατο, δεν πρέπει να υποχωρούμε, γιατί εκεί ακριβώς έγκειται τόσο η μέγιστη ικανοποίηση τους, όσο και η ικανοποίηση του μέγιστου στο οποίο μας τείνουν.
Οι επιθυμίες, όντας ο αγωγός της εκπλήρωσης μας, μας άγουν στην οριστικο-ποίηση του είναι μας, ωθώντας μας εν τω γίγνεσθαι του, ώστε να οριστούμε καθαρά ως προς αυτό που είμαστε, και όχι ως προς ό,τι δεν είμαστε. Η αντίσταση που συναντούν είναι η αντενέργεια αυτού που δεν είμαστε και δεν θέλει να γίνουμε, όπως θέλουμε να είμαστε. Αν είμαστε όμως κάτι, είμαστε γιατί υπερέχουμε αυτού που δεν είμαστε, υπερνικώντας την αντίσταση αυτού που ήδη είναι κάτι, αλλά δεν είναι αυτό που θέλουμε να είμαστε. Η αντίσταση του αντίθετού μας υπερνικείται αν θέλουμε αυτό που εν δυνάμει είμαστε και όχι κάτι που δεν είμαστε, ούτε πρόκειται ποτέ να γίνουμε, οπότε η αντίσταση που θα συναντήσουμε θα είναι άκαμπτη, διότι η παρα φύσει κίνηση μας προς το μη-είναι θα προσκρούσει στο ανυπέρβλητο Είναι. Η δια-στροφή των επιθυμιών προς το μη-είναι συμβαίνει όταν εμποδίζεται η φυσιολογική κλιμάκωση τους καταστέλλοντας την ικανοποίηση αυτής που προβάλει αυθόρμητα στη φαντασία και είναι η πρώτη στη σειρά των επιθυμιών όπως διατάσσονται κατά την φυσική αναγωγική τους ακολουθία προς το απόλυτο. Πίσω από κάθε επιθυμία, φυσική και αυθόρμητη, κρύβεται μια ευχή, που είναι η προβολή της επιθυμίας στο απόλυτο· γι’ αυτό, κοινή σε όλους, αντικειμενική, ουδέτερη και γενική όσο και η ψυχή μας. Μέσω της ευχής είμαστε όλοι ένα, χωρίς να μας χωρίζουν οι επιθυμίες του καθένα, αλλά, αντίθετα, μας ανοίγουν σε πλήθος και πλούτο μορφών, εν τω κοινώ μας γίγνεσθαι. Αν δεν βλέπουμε αυτήν τη γόνιμη προοπτική τους δεν φταίνε οι επιθυμίες γι’ αυτό, αλλά η άρνηση μας να δούμε πέρα από αυτές, εκεί πού μας οδηγούν· ούτε, όμως, μπορούμε να το δούμε αυτό αν δεν άρουμε την πρώτη στη σειρά επιθυμία εκπληρώνοντας την.
Όταν μια επιθυμία προβάλλει στον νου την οπτασία του ποθητού αντικειμένου της αυτό λάμπει μέσα στο σκοτάδι του άγνωστου και προσανατολίζει αντανακλαστικά τη βούληση να το πλησιάσει. Γνωρίζοντας το από κοντά, ο νους βλέπει μετά από αυτό τόσο το άγνωστο που συνεχίζει να εκτείνεται στο άπειρο καλώντας τον να το γνωρίσει, όσο και το επόμενο αντικείμενο της επιθυμίας που ξεπροβάλλει ως άμεση αιτία τού προηγούμενου, το οποίο ήδη γνώρισε ως αποτέλεσμα της προηγούμενης επιθυμίας του. Η αλληλουχία των επιθυμιών εισάγει τη νόηση μας τόσο στη διηνεκή ακολουθία αιτίας και αποτελέσματος, όσο και στη σύλληψη του απείρου από το οποίο κατάγονται τα αντικείμενα των επιθυμιών και όπου επιστρέφουν μαζί με εμάς. Μέσω αυτής της διανοητικής πρόσβασης από το πεπερασμένο στο άπειρο, αποκτούμε την εμπειρία της απώτερης αιτίας και το μάθημα της αναγωγής που χρειαζόμαστε για να διακρίνουμε ποιές επιθυμίες μας αφορούν ως φορείς του απόλυτού μας ή μας είναι αδιάφορες και γνωστές. Διακρίνοντας την επιθυμία που μας αφορά τα μέγιστα κάθε φορά και δεσμευόμενοι στην ικανοποίηση της, προαγόμαστε στη σωστή σειρά μεγιστοποίησης μας εν Αυτώ.
Παρόλο που οι επιθυμίες φαίνεται να μας κατακλύζουν συχνά με ερεθίσματα από παντού, έτσι ώστε να αδυνατούμε να προσανατολιστούμε, στην ουσία δεν είναι ποτέ ασύνδετες από τη διανοητική κρίση και το ψυχολογικό κριτήριο. Όντας διαμορφώσεις της τριαδικότητας μας, αξιολογούνται διαρκώς από τη ψυχή και διαβαθμίζονται συνεχώς από το πνεύμα, ώστε να ξέρουμε πολύ καλά τι είναι αυτό που θέλουμε πιο πολύ· άλλο αν φοβόμαστε να το ομολογήσουμε, ακόμη και στον εαυτό μας όταν ο φόβος μας είναι μεγάλος, όποτε, σε αυτήν την περίπτωση, αναστέλλεται η συνείδηση μας και η λογική μας χάνοντας τη γεφυροποιό της λειτουργία δεν μπορεί να διακρίνει τις σωστές συνδέσεις και βυθίζεται σε σύγχυση.
Αυτό που δια-στρέφει τις επιθυμίες σε προξένους τέτοιας σύγχυσης, ώστε να μας αποπροσανατολίζουν από τη διαυγή στόχευση του απόλυτου σκορπίζοντας μας σε αδιέξοδη ηδονοθηρία ή καθηλώνοντας μας σε άγονα πάθη, είναι η φοβισμένη τους αποσύνδεση από τη φυσική και λογική τους ακολουθία. Οι ανικανοποίητες επιθυμίες γίνονται φαντάσματα που μας στοιχειώνουν, θολώνουν τον ορίζοντα της ευχής τους, παρεμβάλλονται στη φυσική ροή της μίας προς την άλλη και, τότε, είτε προκαλούν εμπλοκές παραίτησης, είτε παράγουν εμμονές σε επιθυμίες που δεν άγουν πουθενά ούτε ανάγονται σε κάτι άλλο από τον εαυτό τους. Η ενοχοποίηση των επιθυμιών για τις εμμονές και τις εγωιστικές καθηλώσεις των ατόμων είναι λάθος. Το σωστό είναι ότι η εγωιστική συμπεριφορά οφείλεται στην ενοχοποίηση των επιθυμιών· αυτή τις αποτρέπει από τη φυσιολογική τους κλιμάκωση σε ευχή, η οποία συνδέει τα άτομα στην απώτατη αναφορά τους προς στο απόλυτο, το κοινό σε όλους, πάνω στο οποίο συγκροτούνται οι κοινωνίες (συνειδητά ή όχι). Όπως η απελευθέρωση του απόλυτου, έτσι και η απελευθέρωση της επιθυμίας από κάθε προκατάληψη ανοίγει γόνιμο δρόμο στον καθένα χωριστά και σε όλους μαζί.
Οι επιθυμίες, όντας διαμορφώσεις της βούλησης που περισσεύει από την εξυπηρέτηση των αναγκών, αφορούν το πλεόνασμα ενέργειας που μας κινητοποιεί προς την ολοκλήρωση μας, το οποίο προσανατολίζουν να διατεθεί στην κατεύθυνση των προβολών τους. Με αυτόν τον τρόπο οι επιθυμίες δίνουν κατεύθυνση στη κίνηση κατά τις εντολές του γίγνεσθαι, που μαζί με το ενεργειακό πλεόνασμα δίνει μέσω αυτών και την οδηγία της διάθεσης του, που άγει το άτομο στο ξεπέρασμα του ως εγώ, με την πλήρη διάθεση του πλεονάσματος που το ορίζει ως κάτι ξεχωριστό. Αυτός είναι ο ρόλος των επιθυμιών κι όχι να εμπλέκουν τα άτομα σε εγωιστικές εμμονές παθητικής κατακράτησης ή επιθετικής προσαύξησης του πλεονάσματος των, αντί της πλήρους διάθεσης του. Η διαστροφή του ρόλου τους (από)στειρώνει τα άτομα, τα οποία κλεισμένα στο εγώ τους αποσυνδέονται από το γίγνεσθαι και δεν γεννούν κάτι έξω από αυτά, στο οποίο να αναγνωρίζουν μια συνέχεια και ολοκλήρωση τής πεπερασμένης και ελλιπούς ύπαρξης τους.
No comments:
Post a Comment