Η γενικότητα του ανθρώπου δεν βρίσκεται στην ανθρωπότητα, αλλά στην αναφορά του πέραν αυτής, σε Αυτό, προς το οποίο κλιμακώνοντας τα ενδοαθρώπινα υποσυστήματα αναφοράς του να εφάπτεται του Γένους του και να μένει στην τροχιά του γίγνεσθαι του. Αν το γενικό δεν αναφέρεται σε Αυτό, αλλά σε επιμερισμένα και ανταγωνιστικά «Αυτά» ή στο «εγώ» ή σε τίποτε, τότε η γενικότητα του ανθρώπου διαλύεται σε μερικότητες, οι οποίες, αν δεν αλληλοσπαράσσονται, ισορροπούν από φόβο παράγοντας μια στατικότητα που φορτίζει με το αδιάθετο πλεόνασμα των υποσυστημάτων της την ανθρωπότητα. Επίσης, όταν Αυτό αντιλαμβάνεται χωρο-ταξικά σαν να κατοικεί κάπου (που κάποιοι ξέρουν να μας οδηγήσουν εκεί), τότε και το γενικό εκλαμβάνεται ποσοτικά, σαν μια κατηγορία του χώρου, λες και απαρτίζει το σύνολο μιας ευρείας έκτασης που μπορεί να αποικηθεί επεκτατικά (αν ακολουθήσουμε, βέβαια, αυτούς που το ξέρουν). Αν, όμως, Αυτό αναγνωρίζεται ως το άγνωστο Όλον, τότε ξεκαθαρίζει και το γενικό από ποσοτικές νοθεύσεις και εννοείται καθαρά ποιοτικά και ποιητικά, σαν η ένταση του απόλυτου που κινεί τον καθένα να ξεπεράσει το εγώ του συντελώντας άμεσα στο εμείς, άρα το γενικό.
Όπως όλες οι έννοιες ξεκαθαρίζουν με την αναγωγή τους απόλυτο, έτσι και το γενικό ξεκαθαρίζει εννοούμενο σαν γενίκευση της έντασης του απόλυτου που υπάρχει στο μερικό. Το καθαρό γενικό ή Γενικό, ως γενικό κάθε γενικού που μπορεί να συσπειρώνει και να συστηματοποιεί σε ενότητες τα επιμέρους, διατρέχει ως γενικευμένη τάση του απόλυτου όλα τα ειδικά συστήματα αναφοράς, τα οποία ομαδοποιούν τα επιμέρους γύρω από τα ειδικά τους «απόλυτα», και τα οδηγεί σε κλιμάκωση με κοινή κατεύθυνση όλων αυτών το γενικό και καθαρό απόλυτο Αυτού. Αφού Αυτό δεν μπορεί να εντοπιστεί, το Γενικό διαφεύγει από κάθε ενδοανθρώπινο περιορισμό του και ανανεώνεται διαρκώς, χωρίς να επιτρέπει κανένα επιμέρους να επιβληθεί των άλλων ως γενικότερο αυτών και να πάρει τον ηγετικό ρόλο του Γενικού, που δεν τον αξίζει κανείς, ακόμη κι αν έχει την προτίμηση πολλών.
Τίποτε επιμέρους δεν μπορεί να αντιπροσωπεύει την καθαρή αξία του απόλυτου και το καθαρό απόλυτο της αξίας, έστω κι αν διατιμάται υψηλά στις διϋποκειμενικές συναλλαγές. Η τιμή και η αξία έχουν μεταξύ τους τη διαφορά του σχετικού με το απόλυτο· η τιμή είναι το κυμαινόμενο αποτέλεσμα μιας συναλλαγής, ενώ, η αξία είναι η σταθερά που στηρίζει τις τιμές στη διακύμανση τους και ως προς την οποία συναλλάσσονται τα επιμέρους, συνειδητά ή όχι. Όταν η τιμή αποσυνδέεται από την αξιακή της συνάρτηση, χάνει το μέτρο και διατιμάται κατά την αυθαίρετη κρίση εκείνου του επιμέρους που μπορεί να επιβληθεί με βία ή απάτη σε μία συναλλαγή και να αυθαδιάζει εξ αιτίας του κλεμμένου πλούτου του και της φτωχής του συνείδησης.
Αξιολογικά, όποιες τιμές βαθμολογούν την ηγετική δυνατότητα των ατόμων και ταξινομούν τη θέση τους μέσα στην κοινωνία, πρέπει να αποδίδονται βάσει του βαθμού της συνείδησης που έχουν για το Γενικό, ως την αξιακή συνάρτηση κάθε επιμέρους, και όχι βάσει της επιτηδειότητας που επιδεικνύουν επιβάλλοντας την αυθάδη μερικότητα τους για γενικότητα και την υποκλεμμένη τιμή τους για αξία, όπως γίνεται με την αναξιοκρατία. Η αναξιοκρατία εισάγεται πάντα, αργά ή γρήγορα, με τη σχετικοποίηση του αξιολογικού συστήματος της κοινωνίας, την αποσύνδεση του από το απόλυτο και την αντικατάσταση της καθαρής αξίας με την αποσυνδεδεμένη τιμή, οπότε «άξιος» θεωρείται αυτός που έχει καταφέρει να αποσπάσει «καλύτερη τιμή» από τον άλλον και να πλουτίσει εις βάρος του, θεωρούμενος πλούσιος συγκριτικά με αυτόν που φτωχαίνει και απαξιούται εξ αιτίας του.
Η επιβολή της αναξιοκρατίας διαβρώνει περαιτέρω το αξιολογικό σύστημα μέχρι την απαξίωση του, επειδή η υποκειμενικοποίηση της αντικειμενικότητάς του οδηγεί στην πολυδιάσπαση της γενικότητας σε ειδικότητες που η καθεμία να έχει άλλο αξιακό απόλυτο σαν σημείο αναφοράς της και να είναι αδύνατο να διαφανεί η κοινή και γενική τους Αξία, η οποία μπορεί να τις συγκροτήσει αναφορικά προς το Γενικό, να αναδείξει ηγέτες άξιους στον ρόλο του ενδιάμεσου τους με το πέραν αυτών Αυτό και να ιδρύσει εκείνη τη συστηματική γενικότητα που θα συντονίσει την κλιμάκωση των αναφορικών υποσυστημάτων τους προς την υπέρτατη Αξία Του.
Η αξιοκράτιση του γενικού προϋποθέτει τη γενίκευση της αξιοκρατίας με την ανάδειξη ενός καθαρού αξιολογικού συστήματος, που να στηρίζεται καθαρά στην αξία και όχι στην τιμή. Για να συμβεί αυτό, τα όποια αξιολογικά κριτήρια εφαρμόζονται στους διάφορους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας πρέπει να βασίζονται στην αξία που τους συγκροτεί προκρίνοντας αυτούς που δρουν ως προς το απόλυτο της δίνοντας έτσι τον ορισμό του τομέα τους. Αυτό καθορίζει ένα κοινό μέτρο αξιολόγησης στους διάφορους τομείς, που μετράει την κινητικότητα όσων δρουν και συναλλάσσονται στα πλαίσια τους, προκρίνοντας όσους υπερβαίνουν ποιητικά την τομεακή τους οικονομία με το δημιουργικό τους πάθος και οι οποίοι κινούμενοι στα όρια τους συνέχουν τον ειδικό τους τομέα με το πέραν αυτού γενικό.
Αξιοκρατικά, αυτό που πρέπει να μετράει γενικά στην αξιολόγηση των ατόμων είναι η κινητικότητα που δείχνουν στη σύγκλιση της θέσης τους με τη φύση τους κινούμενα δυναμικά προς το ταυτοποιητικό τους απόλυτο, και όχι να αξιολογούνται βάσει της θέσης που κατέχουν σε ένα καθεστώς πραγματικότητας, συγκρινόμενα στατικά μεταξύ τους. Η δυναμική των ατόμων είναι ανάλογη του βαθμού της συνειδητοποίησης τους, αφού, η συνείδηση συνδέοντας τη σκέψη τους με τη ψυχή και το σώμα, τα ανοίγει στην τριαδικότητα έτσι, ώστε να αναφέρονται διαρκώς στο τρίτο πέραν της δισυπόστατης συγκρότησης της πραγματικότητας τους, υπερβαίνοντας τόσο τη θέση τους σε αυτήν, όσο και την αντίθεση τους προς αυτήν. Τα πλέον συνειδητοποιημένα άτομα είναι αυτά που συμβάλλουν στην εξέλιξη του ανθρώπου με τη δύναμη της υπέρβασης τους, διότι προωθώντας τον εαυτό τους συνειδητά στο άγνωστο ωθούν και τη γενική γνώση στη συνειδητή πορεία της προς τον Λόγο Αυτού. Σε αυτά αξίζει η ηγεσία, στην πραγματική της σημασία, που είναι να άγει τη θέση του ανθρώπου σε ταυτοποιητική σύγκλιση με τη φύση του ολοκληρώνοντας τον εν Αυτώ.
Ο βαθμός συνειδητοποίησης δεν μετράει στατικά κάποιες ποσοτικές θέσεις συγκρίνοντας τα συνειδησιακά περιεχόμενα των ατόμων (για να διακρίνει, ας πούμε, ποιά είναι πιο «πλούσια» σε μια δεδομένη στιγμή), αλλά, μετράει τη ροή της συνείδησης τους, αυτή δηλαδή που παράγει τα περιεχόμενα. Αν δεν έχουν όλα τα άτομα τον ίδιο βαθμό συνειδητοποίησης, αυτό μπορεί να οφείλεται σε διάφορους ανασταλτικούς παράγοντες της συνείδησης, οι οποίοι μπορεί να εισχωρούν κατά την συγκρότηση των εγώ τους. Αυτό δεν απαλλάσσει κανένα άτομο από την ευθύνη της συνειδητοποίησης τους όταν ενηλικιωθεί, ούτε τα εξομοιώνει όλα, λόγω του τραυματικού παρελθόντος κάποιων εξ αυτών, αν αυτά δεν δείχνουν διάθεση να το ξεπεράσουν. Εδώ ακριβώς εισέρχεται το δυναμικό αξιολογικό κριτήριο, που κρίνει ένα άτομο βάσει της κινητικότητας που δείχνει και δεν μετράει πόσο επιβαρυμένο μπορεί να είναι μια δεδομένη στιγμή λόγω του παρελθόντος του, αλλά την κίνηση του να πάει παρά πέρα, αποδεσμευόμενο από τους λογής δεσμευτικούς του παράγοντες και συνδεόμενο με τον Λόγο της ύπαρξης του, τον γενικό για όλους. Στον βαθμό που τείνει σε αυτό, στο ίδιο βαθμό ανάγεται στο γενικό και αξίζει την ανάλογη γενική αναγνώριση κρινόμενο αξιοκρατικά.
Η δυναμική των ατόμων διαβαθμίζεται ανάλογα με τη γενικότητα των απώτατων σημείων αναφοράς τους, των αξιών που υιοθετούν, του ορισμού που δίνουν στο απόλυτο και του είδους του γενικού ως προς το οποίο δρουν και από το οποίο περιμένουν αναγνώριση. Αν έχουν μια περιορισμένη αντίληψη του γενικού, αποδεχόμενα για όρια του τις περιοχές στις οποίες βρίσκονται για διάφορους λόγους (καταγωγής, διαπαιδαγώγησης, ειδίκευσης, κλπ.), αδυνατούν να αναχθούν στον λόγο αυτών των λόγων, τον Λόγο, που θα έτεινε τη νόηση τους παραπέρα συνδέοντας την, μέσω της συνείδησης, με το Γένος Αυτού. Όσα άτομα, πάλι, όντας αρχικά δυναμικά, καταφέρνουν να φτάσουν στα όρια των περιοχών τους, αλλά δεν τα γενικεύουν παραπέρα, αδρανοποιούνται σταδιακά και ο ρόλος τους από δυναμικά εξελικτικός αντιστρέφεται, συνήθως, σε δυναμικά αντιδραστικός, μιας και εν τω γίγνεσθαι δεν υπάρχει ακινησία.
Όπως όλες οι έννοιες ξεκαθαρίζουν με την αναγωγή τους απόλυτο, έτσι και το γενικό ξεκαθαρίζει εννοούμενο σαν γενίκευση της έντασης του απόλυτου που υπάρχει στο μερικό. Το καθαρό γενικό ή Γενικό, ως γενικό κάθε γενικού που μπορεί να συσπειρώνει και να συστηματοποιεί σε ενότητες τα επιμέρους, διατρέχει ως γενικευμένη τάση του απόλυτου όλα τα ειδικά συστήματα αναφοράς, τα οποία ομαδοποιούν τα επιμέρους γύρω από τα ειδικά τους «απόλυτα», και τα οδηγεί σε κλιμάκωση με κοινή κατεύθυνση όλων αυτών το γενικό και καθαρό απόλυτο Αυτού. Αφού Αυτό δεν μπορεί να εντοπιστεί, το Γενικό διαφεύγει από κάθε ενδοανθρώπινο περιορισμό του και ανανεώνεται διαρκώς, χωρίς να επιτρέπει κανένα επιμέρους να επιβληθεί των άλλων ως γενικότερο αυτών και να πάρει τον ηγετικό ρόλο του Γενικού, που δεν τον αξίζει κανείς, ακόμη κι αν έχει την προτίμηση πολλών.
Τίποτε επιμέρους δεν μπορεί να αντιπροσωπεύει την καθαρή αξία του απόλυτου και το καθαρό απόλυτο της αξίας, έστω κι αν διατιμάται υψηλά στις διϋποκειμενικές συναλλαγές. Η τιμή και η αξία έχουν μεταξύ τους τη διαφορά του σχετικού με το απόλυτο· η τιμή είναι το κυμαινόμενο αποτέλεσμα μιας συναλλαγής, ενώ, η αξία είναι η σταθερά που στηρίζει τις τιμές στη διακύμανση τους και ως προς την οποία συναλλάσσονται τα επιμέρους, συνειδητά ή όχι. Όταν η τιμή αποσυνδέεται από την αξιακή της συνάρτηση, χάνει το μέτρο και διατιμάται κατά την αυθαίρετη κρίση εκείνου του επιμέρους που μπορεί να επιβληθεί με βία ή απάτη σε μία συναλλαγή και να αυθαδιάζει εξ αιτίας του κλεμμένου πλούτου του και της φτωχής του συνείδησης.
Αξιολογικά, όποιες τιμές βαθμολογούν την ηγετική δυνατότητα των ατόμων και ταξινομούν τη θέση τους μέσα στην κοινωνία, πρέπει να αποδίδονται βάσει του βαθμού της συνείδησης που έχουν για το Γενικό, ως την αξιακή συνάρτηση κάθε επιμέρους, και όχι βάσει της επιτηδειότητας που επιδεικνύουν επιβάλλοντας την αυθάδη μερικότητα τους για γενικότητα και την υποκλεμμένη τιμή τους για αξία, όπως γίνεται με την αναξιοκρατία. Η αναξιοκρατία εισάγεται πάντα, αργά ή γρήγορα, με τη σχετικοποίηση του αξιολογικού συστήματος της κοινωνίας, την αποσύνδεση του από το απόλυτο και την αντικατάσταση της καθαρής αξίας με την αποσυνδεδεμένη τιμή, οπότε «άξιος» θεωρείται αυτός που έχει καταφέρει να αποσπάσει «καλύτερη τιμή» από τον άλλον και να πλουτίσει εις βάρος του, θεωρούμενος πλούσιος συγκριτικά με αυτόν που φτωχαίνει και απαξιούται εξ αιτίας του.
Η επιβολή της αναξιοκρατίας διαβρώνει περαιτέρω το αξιολογικό σύστημα μέχρι την απαξίωση του, επειδή η υποκειμενικοποίηση της αντικειμενικότητάς του οδηγεί στην πολυδιάσπαση της γενικότητας σε ειδικότητες που η καθεμία να έχει άλλο αξιακό απόλυτο σαν σημείο αναφοράς της και να είναι αδύνατο να διαφανεί η κοινή και γενική τους Αξία, η οποία μπορεί να τις συγκροτήσει αναφορικά προς το Γενικό, να αναδείξει ηγέτες άξιους στον ρόλο του ενδιάμεσου τους με το πέραν αυτών Αυτό και να ιδρύσει εκείνη τη συστηματική γενικότητα που θα συντονίσει την κλιμάκωση των αναφορικών υποσυστημάτων τους προς την υπέρτατη Αξία Του.
Η αξιοκράτιση του γενικού προϋποθέτει τη γενίκευση της αξιοκρατίας με την ανάδειξη ενός καθαρού αξιολογικού συστήματος, που να στηρίζεται καθαρά στην αξία και όχι στην τιμή. Για να συμβεί αυτό, τα όποια αξιολογικά κριτήρια εφαρμόζονται στους διάφορους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας πρέπει να βασίζονται στην αξία που τους συγκροτεί προκρίνοντας αυτούς που δρουν ως προς το απόλυτο της δίνοντας έτσι τον ορισμό του τομέα τους. Αυτό καθορίζει ένα κοινό μέτρο αξιολόγησης στους διάφορους τομείς, που μετράει την κινητικότητα όσων δρουν και συναλλάσσονται στα πλαίσια τους, προκρίνοντας όσους υπερβαίνουν ποιητικά την τομεακή τους οικονομία με το δημιουργικό τους πάθος και οι οποίοι κινούμενοι στα όρια τους συνέχουν τον ειδικό τους τομέα με το πέραν αυτού γενικό.
Αξιοκρατικά, αυτό που πρέπει να μετράει γενικά στην αξιολόγηση των ατόμων είναι η κινητικότητα που δείχνουν στη σύγκλιση της θέσης τους με τη φύση τους κινούμενα δυναμικά προς το ταυτοποιητικό τους απόλυτο, και όχι να αξιολογούνται βάσει της θέσης που κατέχουν σε ένα καθεστώς πραγματικότητας, συγκρινόμενα στατικά μεταξύ τους. Η δυναμική των ατόμων είναι ανάλογη του βαθμού της συνειδητοποίησης τους, αφού, η συνείδηση συνδέοντας τη σκέψη τους με τη ψυχή και το σώμα, τα ανοίγει στην τριαδικότητα έτσι, ώστε να αναφέρονται διαρκώς στο τρίτο πέραν της δισυπόστατης συγκρότησης της πραγματικότητας τους, υπερβαίνοντας τόσο τη θέση τους σε αυτήν, όσο και την αντίθεση τους προς αυτήν. Τα πλέον συνειδητοποιημένα άτομα είναι αυτά που συμβάλλουν στην εξέλιξη του ανθρώπου με τη δύναμη της υπέρβασης τους, διότι προωθώντας τον εαυτό τους συνειδητά στο άγνωστο ωθούν και τη γενική γνώση στη συνειδητή πορεία της προς τον Λόγο Αυτού. Σε αυτά αξίζει η ηγεσία, στην πραγματική της σημασία, που είναι να άγει τη θέση του ανθρώπου σε ταυτοποιητική σύγκλιση με τη φύση του ολοκληρώνοντας τον εν Αυτώ.
Ο βαθμός συνειδητοποίησης δεν μετράει στατικά κάποιες ποσοτικές θέσεις συγκρίνοντας τα συνειδησιακά περιεχόμενα των ατόμων (για να διακρίνει, ας πούμε, ποιά είναι πιο «πλούσια» σε μια δεδομένη στιγμή), αλλά, μετράει τη ροή της συνείδησης τους, αυτή δηλαδή που παράγει τα περιεχόμενα. Αν δεν έχουν όλα τα άτομα τον ίδιο βαθμό συνειδητοποίησης, αυτό μπορεί να οφείλεται σε διάφορους ανασταλτικούς παράγοντες της συνείδησης, οι οποίοι μπορεί να εισχωρούν κατά την συγκρότηση των εγώ τους. Αυτό δεν απαλλάσσει κανένα άτομο από την ευθύνη της συνειδητοποίησης τους όταν ενηλικιωθεί, ούτε τα εξομοιώνει όλα, λόγω του τραυματικού παρελθόντος κάποιων εξ αυτών, αν αυτά δεν δείχνουν διάθεση να το ξεπεράσουν. Εδώ ακριβώς εισέρχεται το δυναμικό αξιολογικό κριτήριο, που κρίνει ένα άτομο βάσει της κινητικότητας που δείχνει και δεν μετράει πόσο επιβαρυμένο μπορεί να είναι μια δεδομένη στιγμή λόγω του παρελθόντος του, αλλά την κίνηση του να πάει παρά πέρα, αποδεσμευόμενο από τους λογής δεσμευτικούς του παράγοντες και συνδεόμενο με τον Λόγο της ύπαρξης του, τον γενικό για όλους. Στον βαθμό που τείνει σε αυτό, στο ίδιο βαθμό ανάγεται στο γενικό και αξίζει την ανάλογη γενική αναγνώριση κρινόμενο αξιοκρατικά.
Η δυναμική των ατόμων διαβαθμίζεται ανάλογα με τη γενικότητα των απώτατων σημείων αναφοράς τους, των αξιών που υιοθετούν, του ορισμού που δίνουν στο απόλυτο και του είδους του γενικού ως προς το οποίο δρουν και από το οποίο περιμένουν αναγνώριση. Αν έχουν μια περιορισμένη αντίληψη του γενικού, αποδεχόμενα για όρια του τις περιοχές στις οποίες βρίσκονται για διάφορους λόγους (καταγωγής, διαπαιδαγώγησης, ειδίκευσης, κλπ.), αδυνατούν να αναχθούν στον λόγο αυτών των λόγων, τον Λόγο, που θα έτεινε τη νόηση τους παραπέρα συνδέοντας την, μέσω της συνείδησης, με το Γένος Αυτού. Όσα άτομα, πάλι, όντας αρχικά δυναμικά, καταφέρνουν να φτάσουν στα όρια των περιοχών τους, αλλά δεν τα γενικεύουν παραπέρα, αδρανοποιούνται σταδιακά και ο ρόλος τους από δυναμικά εξελικτικός αντιστρέφεται, συνήθως, σε δυναμικά αντιδραστικός, μιας και εν τω γίγνεσθαι δεν υπάρχει ακινησία.
No comments:
Post a Comment