Thursday, August 10, 2006

[14]

Η ταυτότητα του ανθρώπου κατακτιέται με τη διαφοροποίηση του από ό,τι δεν είναι πραγματικά αυτός (στην πράξη) και δεν τον εκφράζει ολοκληρωμένα (στη θεωρία). Διαφοροποιούμενοι από ό,τι δεν μας είναι οικείο και μας αποξενώνει, μπορούμε να ταυτιστούμε προς ό,τι μας ενώνει. Η διαφοροποίηση, απ’ την άλλη, δεν οδηγεί σε ταυτοποίηση, όταν επιδιώκεται για να ξεχωρίσουμε, ώστε μετά, επιδεικνύοντας το διακεκριμένο εγώ μας, να το περιφέρουμε αυτάρεσκα, αλλά, οδηγεί όταν πηγάζει από την εσωτερική ανάγκη να είμαστε αληθινοί, άρα αυθεντικοί και όχι απομιμήσεις. Τότε, βγαίνει βαθιά μέσα από τη ψυχή μας, που ως δύναμη ενότητας μας κινεί προς το εν και μας ωθεί σε ταυτοποίηση. Αν η κίνηση μας δεν αναφέρεται σε κάτι τρίτο έξω από αυτήν, στο οικείο που αναζητούμε για να ταυτιστούμε όλοι, αλλά αυτοαναφέρεται επιδιώκοντας να περιχαρακώσει το υποκείμενο της (το εγώ) εκτός της κοινής (προ)τασης μας προς Αυτό, τότε, εμποδίζει την ταυτοποίηση μας, όπως εντέλλεται από τη ψυχή μας, που μας κινεί ως ζωογόνος ενότητα, εξ’ ου και μπορούμε να διαφοροποιηθούμε.

Η ψυχή μάς οδηγεί σε Αυτό, το κινούν κάθε κίνησης, από το οποίο εκπορεύεται και στο οποίο επιστρέφει κάνοντας τον κύκλο της ενσωμάτωσης της και εμπνέοντας τα σώματα να κινηθούν διαφοροποιούμενα από τη συμπαγή τους ύλη μέχρι να της δώσουν κάθε δυνατή μορφή. Η διαφοροποίηση δεν είναι παρά ένας τρόπος που Αυτό εκδηλώνεται δίνοντας στον χώρο το πλήθος των μορφών του και στις μορφές τον χώρο τους· δεν αποτελεί κάποιον σκοπό έξω από τον εαυτό Του, στον οποίο να τείνει για να ολοκληρωθεί, αφού Αυτό είναι πάντα ολοκληρωμένο ως Όλον. Ό,τι γίνεται διαφορετικό γίνεται για Αυτό και για δικό του λόγο, σαν ένα δικό του παιχνίδι εκφράσεων και εναλλαγών, μέρος του οποίου είμαστε κι εμείς που παίζουμε την έλλογη έκφραση του, χωρίς να μπορούμε να μάθουμε τον Λόγο του παιχνιδιού, αλλά μόνο τον τρόπο που παίζεται. Σε αυτό το παιχνίδι, το πλήθος των μορφών απλώνεται έτσι ώστε να μη μείνει τίποτε άμορφο μέχρι να ξεδιπλωθεί το σύμπαν των εκφράσεων Αυτού, όπου όλα όντας διαφορετικά είναι και ίδια, αφού έχοντας ολοκληρώσει την κίνηση διαφοροποίησης τους δεν θα έχουν πια τίποτε να τα χωρίζει. Το ίδιο και εμείς, αφού θα έχουμε εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες να είμαστε διαφορετικοί δεν μπορεί παρά να είμαστε ίδιοι. Ως εκ τούτου, η διαφοροποίηση, κινούμενη από τη ψυχή μας, δεν έχει τελικό σκοπό το διαφορετικό σαν οριστικό χωρισμό, άρα τον θάνατο, αλλά την οριστική ενότητα που ξεπερνάει κάθε χωρισμό, δηλαδή τη ζωή.

Η κίνηση ταυτοποίησης όλων μας εν Αυτώ παράγει κάθε τι διαφορετικό και το επιτρέπει να υπάρξει σαν ξεχωριστή δυνατότητα της απαράλλαχτης δύναμης Αυτού. Η κίνηση της ταυτο-ποίησης μας, εμπνεόμενη άμεσα από τη ψυχή μας, το κινούν μέσα μας, αντλεί τη δύναμη της απευθείας από Αυτό, και γι’ αυτό έχει την ισχύ να μας κινήσει πέρα από την υφιστάμενη πραγματικότητα μας υπερνικώντας την αδράνεια της, εφόσον αυτή, σαν άμορφη ύλη ακόμη, δεν μας εμπεριέχει πλήρως σαν ξεχωριστές μορφές. Με την αυτάρεσκη διαφοροποίηση, όμως, που δεν εμπνέεται από τη ψυχή, δεν έχουμε τη δύναμη της υπέρβασης και παραμένουμε εγκλωβισμένοι στην άμορφη πραγματικότητα. Αν και την ώθηση ταυτοτικής διαφοροποίησης τη δίνει η ψυχή, δεν μπορούμε να κάνουμε βήμα μπροστά και να κινηθούμε στο άγνωστο, που μας ακινητοποιεί από φόβο, αν το πνεύμα μας δεν το υποδεικνύει ως εφικτό, δείχνοντας μας θεωρητικά ότι υπάρχει ακόμη χώρος μπροστά μας για να αναπτυχθούμε προσεγγίζοντας Αυτό ερω(τημα)τικά, χωρίς προκαταλήψεις, που δεν μας αφήνουν περιθώριο κίνησης έχοντας προαπαντήσει Αυτό.

Μόνο η ανοιχτή θεώρηση Αυτού μας δίνει χώρο να κινηθούμε προοδευτικά, αλλιώς μας προκαταλαμβάνει προαπαντώντας μας και μη επιτρέποντας μας να υποβάλουμε την ύπαρξή μας στην πραγματικότητα σαν μια ακόμη ερώτηση, που θα ψάξει να βρει τη δική της απάντηση πέρα από την υφιστάμενη γνώση. Όταν Αυτό παρουσιάζεται ειπωμένο και ονομασμένο, δεν υπάρχει λόγος για το διαφορετικό, παρά για μια επανάληψη του ήδη ειπωμένου και του κατεστημένου λόγου του, που οικειοποιούμενος καταχρηστικά Αυτό μάς το προσφέρει έτοιμο.

Όπως μιλώντας για Αυτό δεν μπορούμε να πούμε κάτι για την ουσία του, αλλά μόνο για τον τρόπο που παρουσιάζεται, έτσι κι όταν λέμε ότι διαφοροποιούμαστε για να ταυτιστούμε, περιγράφουμε τον τρόπο που κινούμαστε και όχι γιατί κινούμαστε. Ανάλογα, όταν λέμε ότι εμάς τους ανθρώπους, μας κινεί η ψυχή (ως έμψυχα), μας παρακινεί το πνεύμα (ως έλλογα) και πραγματοποιούμε την κίνηση σωματικά (ως όντα), γνωρίζουμε τους συντελεστές τής κίνησης μας και όχι τον λόγο της. Η αρχή της κίνησης πάντα θα μας διαφεύγει και γι’ αυτό ακριβώς θα κινούμαστε, για να την αγγίξουμε.
Το να θες να έρθεις σε επαφή με αυτό που σου διαφεύγει, αυτό που ενώ σού είναι διαφορετικό, σε προκαλεί να το πιάσεις γιατί είναι δικό σου κι έτσι σε κάνει δικό του, αφού κινείσαι προς αυτό, είναι παράγων κίνησης. Όταν Αυτό, το απόλυτα δικό σου -αφού, είσαι απόλυτα δικός του- δεν μπορείς ποτέ πραγματικά να το οικειοποιηθείς, τροφοδοτεί αέναα την κίνηση σου. Έτσι, το άπιαστο απόλυτο βρίσκεται μέσα σου και σε κινεί να κινείσαι προς αυτό, συνειδητά ή όχι, μέσα από τις επαφές σου με άλλα όντα, στα οποία σε οδηγεί η ανάγκη ή η επιθυμία ή άλλα κίνητρα που σου δίνει το κινούν της κίνησης σου.

Κινούμενοι θετικά (συν) προς αυτά που μας έλκουν λόγω ανάγκης, επιθυμίας ή προς-ευχής, και αρνητικά (πλην), μακριά από όσα μας απειλούν ή δεν τα θέλουμε και δεν τα ευχόμαστε, διαφοροποιούμαστε ενωνόμενοι, όπως και απομακρυνόμαστε για να συναντηθούμε. Αυτό το συν και πλην της κίνησης (που αναλογεί στο ευ- και δυσ- της ευφορίας και δυσφορίας) επανατροφοδοτεί, σαν ανεξάντλητη μπαταρία, το γίγνεσθαι μας με μια ενέργεια χωρίς απώλειες, διότι εφόσον αυτή προέρχεται από το απόλυτο επανέρχεται σε αυτό και μένει ακέραια. Η ενέργεια που ξοδεύεται για τους χωρισμούς, κερδίζεται από τις ενώσεις, που όχι μόνο τροφοδοτούν τον φορέα της κίνησης, όταν καλύπτουν τις ανάγκες της συντήρησης του, αλλά τροφοδοτούν και την κίνηση με επιπλέον μέσα και φορείς, όταν εκφράζουν επιθυμίες ή ευχές που ενώνοντας τα άτομα ερωτικά ή παραγωγικά, ανατροφοδοτούν την κίνηση με νέα άτομα και μέσα, που την προωθούν πέραν της φθοράς και του θανάτου των πεπερασμένων ατόμων.

Κάθε νέο άτομο που έρχεται στον κόσμο οφείλει τη διαφορετική ύπαρξη του στη ένωση των δύο γεννητόρων του, που συνευρέθηκαν πέρα από τη σεξουαλική τους διαφορά, αφού πρώτα την απέκτησαν και την ανέπτυξαν. Η παραγωγή κάθε τι διαφορετικού είναι δυνατή επειδή δύο άλλα διαφορετικά ενώθηκαν μεταξύ τους, έστω παροδικά, σε μια στιγμή ταυτοποίησης που τους ένωσε ενώ αυτά κινούνταν εξ αιτίας της διαφοράς τους και με σκοπό να την ξεπεράσουν. Ακόμη κι όταν σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις όντων (όπως, της αμοιβάδας) φαίνεται να παράγεται κάτι από μόνο το ένα που σχάται στα δύο, αυτή η σχάση δεν είναι παρά αποτέλεσμα της ένωσης αυτού του ενός με κάτι άλλο πέραν του εαυτού του (τροφή, φως, ενέργεια, χρόνος, κλπ) που το ενεργοποιεί τόσο ώστε να μπορεί να σχαστεί. Ό,τι υπάρχει στη φύση, στην οποία οφείλουμε τη ζωή μας, είναι προϊόν κάποιας ένωσης, παρά ενός χωρισμού. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει για το σύμπαν και να είναι προϊόν μιας ένωσης παρά κάποιας σχάσης ή έκρηξης (τύπου big bang), εφόσον, βέβαια, το θεωρήσουμε ως μια οντότητα που έχει γεννηθεί και έχει μια αρχή, αφού δεν αποκλείεται να είναι αέναο, να συστέλλεται και να διαστέλλεται εισπνέοντας και εκπνέοντας το Είναι στον ρυθμό της αιώνιας ανάσας Αυτού, ή να επαναλαμβάνεται κυκλικά σε εποχές, όπως συμβαίνει στη γύρω μας φύση.

Κανονικά, δεν μπορεί να υπάρχει ανομοιογένεια στους κανόνες του γίγνεσθαι και λογικά ισχύουν το ίδιο εδώ και αλλού, αφού η γη δεν είναι ανεξάρτητη, αλλά ενταγμένη πλήρως στο γίγνεσθαι του σύμπαντος κόσμου. Βέβαια, το γίγνεσθαι στα επιμέρους είναι άλλο από το Όλον όλων όσων γίνονται. Εκεί, στο Όλον Αυτού, μπορεί να ισχύουν άλλοι κανόνες, όπως της κυκλικότητας, αφού το όλον δεν γίνεται, απλά είναι, ούτε χρειάζεται να κινείται, αφού είναι το κινούν όλων, και, συνάμα, το όλον της κίνησης, άρα δεν είναι σχετικό με κάτι ως προς το οποίο να κινείται, αλλά ακίνητο. Μέσα στη (δυνατή) κυκλικότητα του Όλου, η ένωση διαδέχεται τον χωρισμό, το είναι το μη-είναι και η ζωή τον θάνατο, χωρίς τίποτε από αυτά να υπερισχύει τελικά. Όμως, αν μιλάμε για το εδώ και τώρα της ζωής μας (και γι’ αυτό μόνο μπορούμε να μιλάμε, αφού αν μπορούμε τώρα να μιλάμε το οφείλουμε σε αυτό), δεν μπορούμε να ισοψηφήσουμε τον θάνατο με τη ζωή εφόσον είμαστε ζωντανοί. Η ζωή μας υπάρχει σαν υπεροχή της ένωσης έναντι του χωρισμού και ο κόσμος μας υφίσταται σαν πλεόνασμα του έργου που παράγεται από τις ενώσεις των όντων έναντι της απολεσθείσας ενέργειας στους χωρισμούς και στους θανάτους τους.

No comments: