Αφού το πέραν από εμάς είναι Αυτό, τότε, όταν το πέραν από το εγώ είναι ο άλλος, αυτός είναι σαν κι Αυτό, οπότε αν τον συναντήσω επί της ουσίας του, είναι σαν να έρχομαι ουσιαστικά σε επαφή με Αυτό. Αν δούμε αυτήν την προοπτική, ο άλλος αντί για κόλαση μας, μετατρέπεται στον παράδεισο που βρίσκεται ακριβώς δίπλα μας, όπως και ο διπλανός μας. Αρκεί να διαβούμε τα όρια που μας χωρίζουν, που προϋποθέτει να φτάσει ο καθένας χωριστά στα δικά του.
Προοπτικά, ο άλλος είναι Αυτό, όπως και κάθε τι, αφού Αυτό βρίσκεται παντού και πάντα, γι’ αυτό είναι εδώ και τώρα, και όχι σε κάποιο επέκεινα, εκτός πραγμάτων, στο οποίο να απευθυνθούμε για να το συναντήσουμε. Από την άλλη, η αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα Αυτού, δεν μας απαγορεύει να αμφισβητήσουμε την πραγματικότητα που ζούμε, στον βαθμό που αυτή συμψηφίζει τη δυσφορία μας για να φτάσει στο άθροισμα της πλήρους πραγματικότητας Αυτού. Μάλιστα, μας παρωθεί, μέσω της ψυχής μας, σε έμπρακτη αμφισβήτηση του ήδη υπάρχοντος, μέχρι να συμπεριλάβει πλήρως την ύπαρξη μας. Ανάλογα, μπορούμε και πρέπει να αμφισβητούμε τον άλλο, τον διπλανό μας εν Αυτώ, όταν αναπαράγει τη δυσφορία σαν συμπλήρωμα του ελλιπούς του εγώ, για να αυτό-ολοκληρωθεί προσθέτοντας στον άρρωστο εγωισμό του τα συμπτώματα τη αρρώστιας του, αντί να θεραπευτεί ανοίγοντας τον ποιητικά στο Όλον Αυτού.
Η πραγματο-ποίηση μας με την κριτική υπέρβαση της πραγματικότητας είναι η μόνη «ρεαλιστική» στάση, όντας συνάμα υπερβατική χωρίς να καταφεύγει στον μύθο και στην ουτοπία. Έχει σημασία, βέβαια, να ξέρουμε για ποια πραγματικότητα μιλάμε. Μιλώντας για την πραγματικότητα γενικά, περιλαμβανομένης και αυτής των άλλων όντων εκτός του ανθρώπου, την οποία δεν μπορούμε πραγματικά να ξέρουμε, είναι σαν να μιλάμε γι’ Αυτό, το γενικό, το οποίο είναι αδύνατον γνωρίζουμε. Λογικά, δικαιούμαστε να μιλάμε μόνο για τη δική μας πραγματικότητα, αυτήν που ξέρουμε και στον βαθμό που τη γνωρίζουμε. Άλλωστε, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι που αγνοούμε, εκτός αν το μάθουμε.
Ό,τι γνωρίζουμε από την πραγματικότητα, δηλαδή η δική μας πραγματικότητα, είναι οι απαντήσεις που έχουν δοθεί μέχρι τώρα και τη συγκροτούν σε σώμα. Η πραγματικότητα του ανθρώπου, όντας διαμορφωμένη σε μεγάλο βαθμό από αυτόν, είναι έλλογη, όσο είναι κι αυτός. Αφού κάθε δημιουργική μας πράξη (όχι καταναλωτική ή μιμητική) στηρίζεται σε κάποια θεωρία, το συνολικό αποτέλεσμα των πράξεων μας, δηλαδή η πραγματικότητά μας, είναι προϊόν αυτής της θεωρίας και αποτελεί το εμπράγματο και διατυπωμένο σύνολο των απαντήσεων της. Το σύνολο αυτών των απαντήσεων συνιστά το ήδη γνωστό σε εμάς. Αυτό μπορεί να ικανοποιεί ως ένα βαθμό τον λόγο μας, αλλά δεν αρκεί να τον ολοκληρώσει γιατί έχει κενά, που ο λόγος μας τείνοντας προς τον πλήρη Λόγο του, δεν τα δέχεται. Τα κενά τού ήδη γνωστού αφορούν τόσο τη γνώση τού έξω κόσμου, ως αντικείμενου μας, όσο και του εσωτερικού μας, ως υποκείμενου. Αντικειμενικά, το ήδη γνωστό είναι ελλιπές διότι η γνώση δεν έχει εξερευνήσει ακόμη όλα τα αντικείμενα της. Υποκειμενικά, διότι δεν έχει συμπεριλάβει στην υπάρχουσα γνώση όλους εμάς τους παρόντες και τη δική μας ανάγκη πραγματοποίησης, την οποία ακόμη δεν γνωρίζει, από τη στιγμή που αποτελούμε νέα δεδομένα δεν έχουν δηλώσει την παρουσία τους. Το αν η γνώση θα μας συμπεριλάβει ενσωματώνοντας μας πλήρως στο σώμα των απαντήσεων που συγκροτούν την πραγματικότητα, εξαρτάται από εμάς τους ίδιους, αφού εμείς είμαστε τώρα η πραγματικότητα· έχει φτάσει στα χέρια μας και μας έχει παραδοθεί από τους πριν από εμάς, οι οποίοι έχοντας πια πεθάνει δεν είναι υπεύθυνοι πλέον για αυτήν. Αν, λοιπόν, η πραγματικότητα μάς αγνοεί, είναι γιατί αποδεχόμαστε εμείς οι ίδιοι αυτήν την άγνοια της κατά παράβαση της έλλογης φύσης μας, φοβούμενοι παραλόγως τους πεθαμένους και αποδεχόμενοι άκριτα τα κενά της παραδομένης γνώσης τους, ενώ, φυσιολογικά, αν δεν φοβόμασταν, η έλλογη φύση μας θα έτεινε να καλύψει τα κενά της γνώσης ωθώντας τη νόηση μας πέραν του ήδη γνωστού, προς το άγνωστο.
Αμφισβητώντας την υφιστάμενη πραγματικότητα δεν την αρνούμαστε ολοκληρωτικά, απαρνούμενοι όλη την προηγούμενη γνώση, στον βαθμό που αυτή, ως βεβαιωμένη εκ των πραγμάτων γνώση, μας δίνει την ασφάλεια που χρειαζόμαστε από το εγνωσμένο παρελθόν, για να αναμετρηθούμε με το αβέβαιο μέλλον. Την αμφισβητούμε στον βαθμό που μας προκαταλαμβάνει, ισχυριζόμενη πως γνωρίζει κάτι το οποίο αγνοεί. Όταν το ήδη γνωστό ισχυρίζεται ότι κατέχει τη γνώση Αυτού, απευθύνεται μάλλον σε υπηκόους παρά σε γνωστικά υποκείμενα και αποσκοπεί να υποτάξει τη γνωστική δύναμη των ζώντων στον δικό του ισχυρισμό. Όταν η παραδομένη πραγματικότητα παρουσιάζει τη γνώση που διαθέτει σαν ολοκληρωμένη στα ουσιώδη και απαντημένη στα βασικά μας ερωτήματα, έχοντας απάντηση ακόμη και για Αυτό, το έσχατο και ανυπέρβλητο μας ερωτηματικό, μας αποκλείει από το να γνωρίσουμε κάτι διαφορετικό· όντας θεωρητικά ολοκληρωτική συμβάλλει στον πολιτικό μας αποκλεισμό, αποκλείοντας μας κάθε δυνατότητα για την περαιτέρω έλλογη διαμόρφωση της.
Όταν Αυτό μένει ως έχει, άγνωστο και ανώνυμο, ανοιχτό και ερωτηματικό, καλεί τη σκέψη του ανθρώπου να το συναντήσει ενεργοποιώντας τη διανοητική του δύναμη. Η ενεργοποίηση αυτή συμβαίνει με το σώμα και υποστηρίζεται από τη ψυχή του, που το ενθαρρύνει να ενεργοποιηθεί εγκεφαλικά και να ακολουθήσει άφοβα με τον ενεργοποιημένο του νου τη λογική του ακολουθία για να ενωθεί με τον Λόγο του. Εφόσον μένουμε ανοιχτοί και ρωτάμε, δεχόμενοι ταυτόχρονα τη βεβαιωμένη γνώση σαν βάση της κίνησης μας μπροστά, μπορούμε να προχωρήσουμε θαρραλέα στο άγνωστο, με την παρακίνηση της ψυχής μας, που μας οδηγεί να ενωθούμε με Αυτό. Η αξιολόγηση των κινήσεων μας έγκειται στην κρίση της διαρκούς τριαδικότητας του λόγου, της ψυχής και του σώματος μας, που συνεδριάζει σε κάθε μας πράξη και αποφαίνεται για το σωστό της ή το λάθος. Ο λόγος, όπως ξεδιπλώνει τη λογική του ακολουθία τείνοντας μας στον Λόγο, η ψυχή, όπως μας οδηγεί στην αέναη ενότητα επιστρέφοντας μας στην πηγή των πάντων, και το σώμα, που υλοποιεί την έλλογη ενότητα μας, είναι οι αδέκαστοι κριτές τής εν τω γίγνεσθαι τριαδικότητας μας, της οποίας την ομόφωνη γνώμη πρέπει να έχουμε σε ό,τι κάνουμε για να πηγαίνουμε σωστά. Το άνοιγμα της σκέψης, με οδηγό τη ψυχή, υλοποιείται από το σώμα σε πράξη προάγοντας την υλο-ποίηση μας πέραν της υφιστάμενης πραγματικότητας, ήτοι της ήδη υλοποιημένης σκέψης, αλλά πάντα βάσει αυτής και πάντα λαμβάνοντας υπόψη την ύλη σαν την απαραίτητη συνιστώσα της.
Η ύλη, με τις δυνάμεις συνοχής της, μπορεί από τη μια να σημαίνει αδράνεια και βάρος για το γίγνεσθαι μας, από την άλλη, όμως, δίνει σταθερότητα, συνεκτικότητα και συγκεκριμένη μορφή στις ενέργειες μας. Όχι μόνο δεν πρέπει να αγνοείται, αλλά να διεκδικείται από το πνεύμα μας, ώστε να ανοίξει στις νοητικές προβολές του και να τους δώσει υπόσταση. Αν η ύλη μας είναι από μόνη της μια άμορφη δύναμη, το πνεύμα τής δίνει τη δυνατότητα να πάρει μορφή. Αν το πνεύμα μας είναι μια απραγματοποίητη δυνατότητα, η ύλη του δίνει τη δύναμη να πραγματο-ποιηθεί. Η αμοιβαία ανταλλαγή τους και η γόνιμη ενοποίηση τους, με τις ευχές της ψυχής μας, παράγει τις μορφές που μας προάγουν στο αέναο γίγνεσθαι της φύσης, εντάσσοντας μας στη φορά του κύκλου της και κυκλο-φορώντας μας έτσι που ό,τι κάνουμε να αποτελεί ταυτόχρονα υλοποιημένο πνεύμα και πνευματοποιημένη ύλη.
Προοπτικά, ο άλλος είναι Αυτό, όπως και κάθε τι, αφού Αυτό βρίσκεται παντού και πάντα, γι’ αυτό είναι εδώ και τώρα, και όχι σε κάποιο επέκεινα, εκτός πραγμάτων, στο οποίο να απευθυνθούμε για να το συναντήσουμε. Από την άλλη, η αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα Αυτού, δεν μας απαγορεύει να αμφισβητήσουμε την πραγματικότητα που ζούμε, στον βαθμό που αυτή συμψηφίζει τη δυσφορία μας για να φτάσει στο άθροισμα της πλήρους πραγματικότητας Αυτού. Μάλιστα, μας παρωθεί, μέσω της ψυχής μας, σε έμπρακτη αμφισβήτηση του ήδη υπάρχοντος, μέχρι να συμπεριλάβει πλήρως την ύπαρξη μας. Ανάλογα, μπορούμε και πρέπει να αμφισβητούμε τον άλλο, τον διπλανό μας εν Αυτώ, όταν αναπαράγει τη δυσφορία σαν συμπλήρωμα του ελλιπούς του εγώ, για να αυτό-ολοκληρωθεί προσθέτοντας στον άρρωστο εγωισμό του τα συμπτώματα τη αρρώστιας του, αντί να θεραπευτεί ανοίγοντας τον ποιητικά στο Όλον Αυτού.
Η πραγματο-ποίηση μας με την κριτική υπέρβαση της πραγματικότητας είναι η μόνη «ρεαλιστική» στάση, όντας συνάμα υπερβατική χωρίς να καταφεύγει στον μύθο και στην ουτοπία. Έχει σημασία, βέβαια, να ξέρουμε για ποια πραγματικότητα μιλάμε. Μιλώντας για την πραγματικότητα γενικά, περιλαμβανομένης και αυτής των άλλων όντων εκτός του ανθρώπου, την οποία δεν μπορούμε πραγματικά να ξέρουμε, είναι σαν να μιλάμε γι’ Αυτό, το γενικό, το οποίο είναι αδύνατον γνωρίζουμε. Λογικά, δικαιούμαστε να μιλάμε μόνο για τη δική μας πραγματικότητα, αυτήν που ξέρουμε και στον βαθμό που τη γνωρίζουμε. Άλλωστε, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι που αγνοούμε, εκτός αν το μάθουμε.
Ό,τι γνωρίζουμε από την πραγματικότητα, δηλαδή η δική μας πραγματικότητα, είναι οι απαντήσεις που έχουν δοθεί μέχρι τώρα και τη συγκροτούν σε σώμα. Η πραγματικότητα του ανθρώπου, όντας διαμορφωμένη σε μεγάλο βαθμό από αυτόν, είναι έλλογη, όσο είναι κι αυτός. Αφού κάθε δημιουργική μας πράξη (όχι καταναλωτική ή μιμητική) στηρίζεται σε κάποια θεωρία, το συνολικό αποτέλεσμα των πράξεων μας, δηλαδή η πραγματικότητά μας, είναι προϊόν αυτής της θεωρίας και αποτελεί το εμπράγματο και διατυπωμένο σύνολο των απαντήσεων της. Το σύνολο αυτών των απαντήσεων συνιστά το ήδη γνωστό σε εμάς. Αυτό μπορεί να ικανοποιεί ως ένα βαθμό τον λόγο μας, αλλά δεν αρκεί να τον ολοκληρώσει γιατί έχει κενά, που ο λόγος μας τείνοντας προς τον πλήρη Λόγο του, δεν τα δέχεται. Τα κενά τού ήδη γνωστού αφορούν τόσο τη γνώση τού έξω κόσμου, ως αντικείμενου μας, όσο και του εσωτερικού μας, ως υποκείμενου. Αντικειμενικά, το ήδη γνωστό είναι ελλιπές διότι η γνώση δεν έχει εξερευνήσει ακόμη όλα τα αντικείμενα της. Υποκειμενικά, διότι δεν έχει συμπεριλάβει στην υπάρχουσα γνώση όλους εμάς τους παρόντες και τη δική μας ανάγκη πραγματοποίησης, την οποία ακόμη δεν γνωρίζει, από τη στιγμή που αποτελούμε νέα δεδομένα δεν έχουν δηλώσει την παρουσία τους. Το αν η γνώση θα μας συμπεριλάβει ενσωματώνοντας μας πλήρως στο σώμα των απαντήσεων που συγκροτούν την πραγματικότητα, εξαρτάται από εμάς τους ίδιους, αφού εμείς είμαστε τώρα η πραγματικότητα· έχει φτάσει στα χέρια μας και μας έχει παραδοθεί από τους πριν από εμάς, οι οποίοι έχοντας πια πεθάνει δεν είναι υπεύθυνοι πλέον για αυτήν. Αν, λοιπόν, η πραγματικότητα μάς αγνοεί, είναι γιατί αποδεχόμαστε εμείς οι ίδιοι αυτήν την άγνοια της κατά παράβαση της έλλογης φύσης μας, φοβούμενοι παραλόγως τους πεθαμένους και αποδεχόμενοι άκριτα τα κενά της παραδομένης γνώσης τους, ενώ, φυσιολογικά, αν δεν φοβόμασταν, η έλλογη φύση μας θα έτεινε να καλύψει τα κενά της γνώσης ωθώντας τη νόηση μας πέραν του ήδη γνωστού, προς το άγνωστο.
Αμφισβητώντας την υφιστάμενη πραγματικότητα δεν την αρνούμαστε ολοκληρωτικά, απαρνούμενοι όλη την προηγούμενη γνώση, στον βαθμό που αυτή, ως βεβαιωμένη εκ των πραγμάτων γνώση, μας δίνει την ασφάλεια που χρειαζόμαστε από το εγνωσμένο παρελθόν, για να αναμετρηθούμε με το αβέβαιο μέλλον. Την αμφισβητούμε στον βαθμό που μας προκαταλαμβάνει, ισχυριζόμενη πως γνωρίζει κάτι το οποίο αγνοεί. Όταν το ήδη γνωστό ισχυρίζεται ότι κατέχει τη γνώση Αυτού, απευθύνεται μάλλον σε υπηκόους παρά σε γνωστικά υποκείμενα και αποσκοπεί να υποτάξει τη γνωστική δύναμη των ζώντων στον δικό του ισχυρισμό. Όταν η παραδομένη πραγματικότητα παρουσιάζει τη γνώση που διαθέτει σαν ολοκληρωμένη στα ουσιώδη και απαντημένη στα βασικά μας ερωτήματα, έχοντας απάντηση ακόμη και για Αυτό, το έσχατο και ανυπέρβλητο μας ερωτηματικό, μας αποκλείει από το να γνωρίσουμε κάτι διαφορετικό· όντας θεωρητικά ολοκληρωτική συμβάλλει στον πολιτικό μας αποκλεισμό, αποκλείοντας μας κάθε δυνατότητα για την περαιτέρω έλλογη διαμόρφωση της.
Όταν Αυτό μένει ως έχει, άγνωστο και ανώνυμο, ανοιχτό και ερωτηματικό, καλεί τη σκέψη του ανθρώπου να το συναντήσει ενεργοποιώντας τη διανοητική του δύναμη. Η ενεργοποίηση αυτή συμβαίνει με το σώμα και υποστηρίζεται από τη ψυχή του, που το ενθαρρύνει να ενεργοποιηθεί εγκεφαλικά και να ακολουθήσει άφοβα με τον ενεργοποιημένο του νου τη λογική του ακολουθία για να ενωθεί με τον Λόγο του. Εφόσον μένουμε ανοιχτοί και ρωτάμε, δεχόμενοι ταυτόχρονα τη βεβαιωμένη γνώση σαν βάση της κίνησης μας μπροστά, μπορούμε να προχωρήσουμε θαρραλέα στο άγνωστο, με την παρακίνηση της ψυχής μας, που μας οδηγεί να ενωθούμε με Αυτό. Η αξιολόγηση των κινήσεων μας έγκειται στην κρίση της διαρκούς τριαδικότητας του λόγου, της ψυχής και του σώματος μας, που συνεδριάζει σε κάθε μας πράξη και αποφαίνεται για το σωστό της ή το λάθος. Ο λόγος, όπως ξεδιπλώνει τη λογική του ακολουθία τείνοντας μας στον Λόγο, η ψυχή, όπως μας οδηγεί στην αέναη ενότητα επιστρέφοντας μας στην πηγή των πάντων, και το σώμα, που υλοποιεί την έλλογη ενότητα μας, είναι οι αδέκαστοι κριτές τής εν τω γίγνεσθαι τριαδικότητας μας, της οποίας την ομόφωνη γνώμη πρέπει να έχουμε σε ό,τι κάνουμε για να πηγαίνουμε σωστά. Το άνοιγμα της σκέψης, με οδηγό τη ψυχή, υλοποιείται από το σώμα σε πράξη προάγοντας την υλο-ποίηση μας πέραν της υφιστάμενης πραγματικότητας, ήτοι της ήδη υλοποιημένης σκέψης, αλλά πάντα βάσει αυτής και πάντα λαμβάνοντας υπόψη την ύλη σαν την απαραίτητη συνιστώσα της.
Η ύλη, με τις δυνάμεις συνοχής της, μπορεί από τη μια να σημαίνει αδράνεια και βάρος για το γίγνεσθαι μας, από την άλλη, όμως, δίνει σταθερότητα, συνεκτικότητα και συγκεκριμένη μορφή στις ενέργειες μας. Όχι μόνο δεν πρέπει να αγνοείται, αλλά να διεκδικείται από το πνεύμα μας, ώστε να ανοίξει στις νοητικές προβολές του και να τους δώσει υπόσταση. Αν η ύλη μας είναι από μόνη της μια άμορφη δύναμη, το πνεύμα τής δίνει τη δυνατότητα να πάρει μορφή. Αν το πνεύμα μας είναι μια απραγματοποίητη δυνατότητα, η ύλη του δίνει τη δύναμη να πραγματο-ποιηθεί. Η αμοιβαία ανταλλαγή τους και η γόνιμη ενοποίηση τους, με τις ευχές της ψυχής μας, παράγει τις μορφές που μας προάγουν στο αέναο γίγνεσθαι της φύσης, εντάσσοντας μας στη φορά του κύκλου της και κυκλο-φορώντας μας έτσι που ό,τι κάνουμε να αποτελεί ταυτόχρονα υλοποιημένο πνεύμα και πνευματοποιημένη ύλη.
No comments:
Post a Comment