Monday, August 07, 2006

[39]

Ο καθαρός πλούτος παράγεται από την αυτοϋπέρβαση του εγώ, από το «δούναι», τη γενναιοδωρία και την παραβίαση της οικονομίστικης λογικής που υπολογίζει τσιγκούνικα τα οφέλη κάθε κίνησης προ-υπολογίζοντας την ως κόστος και απώλεια ενέργειας, παρά ως διάθεση του πλεονάσματος, που είναι αυτό που δίνει την ενέργεια και επιτρέπει την κίνηση, και το οποίο πλεόνασμα δεν μας ανήκει για να φοβόμαστε μήπως το χάσουμε, ώστε να το προϋπολογίζουμε σαν κόστος. Μια οικονομία που βασίζεται στο «λαβείν», όχι μόνο δεν παράγει τίποτε ποιοτικά καινούργιο, πέρα από εφευρέσεις απόσπασης ποσοτήτων και επιτήδειες τεχνολογίες μετάθεσης και επεκτατικότητας, αλλά εκφοβίζει και κάθε γενναία απόπειρα υπέρβασης και ποιητικότητας, επειδή εξαπλώνει μια γενικευμένη απειλή αρπαγής, όπου όλοι θέλουν να πάρουν από όλους και κανείς να μη δίνει.

Η πολυδιάσπαση της κοινωνίας σε άτομα-οστρακόδερμα οχυρωμένα στο καβούκι τους, από το οποίο ξεπετάγονται μόνο για να αρπάξουν κάτι, δυσκολεύει τις γόνιμες επαφές τους φτωχαίνοντας σταδιακά τον γενικό πλούτο. Όσο κι αν είναι κάποιος ποιητικά διατεθειμένος, δεν μπορεί να παράγει καμία μορφή που να διαρκεί, αν δεν συναντηθεί γόνιμα, αυτός ή το έργο του, με κάποιον άλλο. Χωρίς αποδέκτη, η όποια ποιητική διάθεση παραμένει στο χώρο των προθέσεων και το μοναχικό της έργο χάνεται σαν σκιά μαζί με δημιουργό του. Γι’ αυτό, το σπέρμα των ποιητικών μορφών χρειάζεται εύφορο περιβάλλον για να μπορέσει να διασχίσει την απόσταση μέχρι τη μήτρα που θα τις γεννήσει. Όμως, η τοξικότητα των αφιλόξενων κόλπων μιας κοινωνίας αρπακτικής δεν είναι καθόλου ενθαρρυντική για τη διάνυση αποστάσεων κι έτσι στερεύουν σταδιακά οι ανθρώπινοι πόροι καθαρού πλούτου. Βέβαια, παρόλο που ο περίγυρος είναι σημαντικός, δεν είναι καθοριστικός και ποτέ δεν ήταν στην εξέλιξη του ανθρώπου. Ό,τι εξελικτικό έχει γίνει, έγινε από άτομα που παραβίασαν τις συνθήκες της εποχής τους και κινήθηκαν πέραν όλων των υποταγμένων σε αυτές, αναλαμβάνοντας προσωπικά την ευθύνη του εγώ τους.

Το εγώ είναι ο κύριος μοχλός της ανάπτυξης. Αυτό έχει την ισχύ να υπερνικήσει την αδράνεια της μάζας, γιατί μόνο αυτό νιώθει την αγωνία του θανάτου τόσο προσωπικά, ώστε να κινηθεί αποφασιστικά για να νοηματοδοτήσει τη ζωή του και να βιώσει τον πλούτο της μέχρι τέρμα. Η εναντίωση του στους άλλους, του δίνει ένα χαρακτήρα άγριο, που μπορεί να το κάνει άλλες φορές ανταγωνιστικό, ιδιοκτησιακό και αδηφάγο, κι άλλες φορές υπερβατικό, ποιητικό και πανανθρώπινο. Από μόνη της η αγριότητα δεν είναι κακή ή καλή· την ηθική χροιά την αποκτά από τον καταστροφικό ή δημιουργικό τρόπο που διατίθεται η πλεονάζουσα ενέργεια της. Στη δημιουργική περίπτωση, το άγριο εγώ μπορεί να φέρεται εγωικά, (κι όχι «εγωιστικά», όπως κατηγορείται από το πλήθος των «εξημερωμένων» εγώ, των συμφιλιωμένων με την «κατάσταση αιχμαλωσίας» τους), και μπορεί να κινείται κτητικά, όμως δεν κάνει τίποτε άλλο από το να δεσμεύει ενέργεια και ύλη για να τη μετασχηματίσει σε κάτι άλλο έξω από αυτό το ίδιο, στο έργο από το οποίο, στο τέλος, κερδίζουν όλοι.

Με κάθε άτομο που γεννιέται ανανεώνεται η εγωική δύναμη με ένα νέο εγώ, ως κάτι το τρίτο, απροσδιόριστο κι ανεξέλεγκτο από τους γονείς του και τους άλλους του παράγοντες. Η διαχείριση αυτής της άγριας δύναμης κρίνει τη δυναμική της κοινωνίας. Ανάλογα αν το εγώ υποτάσσεται ή εντάσσεται ή επιβάλλεται στο ομαδικό, έχουμε στάσιμες ή εξελικτικές ή υπό-διάλυση ομαδικότητες. Τόσο η στασιμότητα όσο και η διαλυτικότητα είναι αντιπαραγωγικές, είτε γιατί δεν παράγει πλούτο η πρώτη, είτε γιατί τον υφαρπάζει η δεύτερη. Συχνά, αλληλοσυμπληρώνονται σε ένα στασιμοπληθωριστικό μίγμα μιας ολιγαρχίας πάμπλουτων και ενός πλήθους πάμφτωχων που η παθητικότητα τους διευκολύνει την αρπακτικότητα των πλουσίων.

Αρχικά, η υφαρπαγή και η εξαπάτηση μπορεί να βρίσκεται στην καταγωγή του άνισου πλουτισμού των λίγων, που κινήθηκαν ύπουλα και επιτήδεια για να πλουτίσουν αθέμιτα εναντίον των άλλων, αλλά η αδράνεια και η αποχαύνωση των πολλών δεν είναι αμέτοχη στη διαμόρφωση της ανισότητας. Από τη στιγμή που η ανισότητα καταφέρει να πάρει μορφή, επιβάλλοντας μια διαχωριστική διαφορά πλούτου και ισχύος ανάμεσα στους λίγους και στους πολλούς, αποκτάει μια τέτοια δυναμική που διευρύνει διαρκώς το χάσμα ανάμεσα τους, αφού τα παιδιά των πλουσίων και φτωχών ξεκινούν από τόσο αφύσικα άνισες θέσεις τη συναλλαγή τους, ώστε να αλλοιώνεται το μέτρο της δυναμικής ισορροπίας των ανθρώπων, με συνέπεια να μεγαλώνει περαιτέρω η απόκλιση της θέσης και της φύσης τους. Όσοι προσπάθησαν να αποκαταστήσουν την ισορροπία προς τα κάτω, με μια στατική και στατιστική αναδιάταξη της υπέρ των φτωχών, χωρίς ταυτόχρονα να εισάγουν τη δυναμική της επιθυμίας στα σχέδια τους, απέτυχαν. Τη φτώχεια δεν τη θέλει κανείς κι ούτε μπορεί να αποτελεί ζητούμενο κανενός, από τη στιγμή που ούτως ή άλλως υφίσταται. Το ζητούμενο είναι ο πλούτος, και είναι φυσικό ζητούμενο όλων, ως φυσιολογικών ατόμων, κι όχι ως υποταγμένων εγώ και τσακισμένων «θέλω».

Η οροθέτηση του πλούτου στην καθαρή του μορφή δεν αποσκοπεί στο να αναστείλει τη φυσική ορμητικότητα των ατόμων, αλλά να την εντάξει στο κοινό γίγνεσθαι αναγνωρίζοντας τη μοναδική της δύναμη στην παραγωγή του γενικού πλούτου και των καθαρών μορφών που τον στηρίζουν και τον προάγουν. Η καθαρότητα βγαίνει από την ειλικρίνεια και την ειλικρίνεια δεν τη ζητάμε από ένα απρόσωπο σύνολο, αλλά τον καθένα προσωπικά. Η αποσαφήνιση των επιθυμιών του, η αυθόρμητη εκδήλωση τους και η δέσμευση του στην πραγματοποίηση τους είναι το πρώτο βήμα παραγωγής καθαρού πλούτου. Το δεύτερο είναι η κλιμάκωση των επιθυμιών και η παρακολούθηση τους κατά την αναγωγή τους προς το απόλυτο, στο οποίο τείνουν εκ φύσεως. Το απόλυτο, όμως, για να είναι καθαρά απόλυτο, είναι αντικειμενικό, γενικό και ουδέτερο,. Έτσι, τείνοντας προς αυτό συντείνουμε στην παραγωγή του γενικού, αντικειμενικού και ουδέτερου πλούτου, του καθαρού.

Από ένα σημείο και μετά, ο πλούτος δεν έχει να κάνει με τα άτομα, ούτε καν με τα σύνολα τους, από τα πιο μικρά έως τα πιο μεγάλα (εθνικά ή υπερεθνικά) ή ακόμη και το σύνολο όλων αυτών, την ίδια την ανθρωπότητα. Ο καθαρός πλούτος, όπως παράγεται γενικά, αντικειμενικά και ουδέτερα κατά την αναγωγή των επιθυμιών στο απόλυτο τους, δεν έχει να κάνει με τον άνθρωπο. Δεν αποτελεί δική του επιλογή, ούτε αποκτάται προς ίδιον συμφέρον. Ανήκει σε Αυτό από το οποίο προέρχεται και στο οποίο επιστρέφεται εμπλουτισμένος με τις μορφές που δίνει ο άνθρωπος στην ύλη.

Δουλεύουμε για Αυτό και δεν το ξέρουμε, γιατί δεν ξέρουμε ποιό είναι Αυτό. Αν κάνουμε πως το ξέρουμε, μάλλον δεν θέλουμε να δουλεύουμε, αλλά να δουλεύουν κάποιοι άλλοι για εμάς που το ξέρουμε. Το ίδιο συμβαίνει κι αν κάνουμε πως Αυτό δεν υπάρχει, επειδή απλά και μόνο δεν το ξέρουμε· οπότε δεν χρειάζεται να κάνουμε κάτι για να το πλησιάσουμε και τότε, εφόσον το κέντρο του κόσμου είμαστε εμείς, δεν χρειάζεται να δουλεύουμε για κανέναν εκτός από εμάς ή ακόμη καλύτερα να δουλεύουν άλλοι για εμάς, οι οποίοι κι αυτοί θα το κάνουν βέβαια για τον εαυτό τους. Αν γενικά δεν δουλεύει κανείς για κανέναν, δεν παράγεται γενικός πλούτος. Άσχετα αν φαίνεται να παράγεται ειδικός πλούτος, επειδή κάποιοι συσσωρεύουν μεγάλα ποσά υφαρπάζοντας τα από άλλους. Όταν κάποιοι γίνονται πλουσιότεροι κάνοντας άλλους φτωχότερους αυτό δεν είναι καθαρή δουλειά· δεν συντελεί δημιουργικά στην καθαρή παραγωγή πλούτου, αλλά στην πονηρή νόθευση του παγκόσμιου ισολογισμού, ώστε να φαίνεται κερδοφόρος, ενώ είναι ζημιογόνος, όχι μόνο για τους ανθρώπους, αλλά και για την υπόλοιπη φύση.

Η εργασία για να είναι καθαρή πρέπει να έχει ένα καθαρό αποτέλεσμα, που να προκαλεί μια διακριτή διαφορά ανάμεσα στο πριν και στο μετά της. Κάτι πρέπει να αλλάζει με τη δουλειά μας για να είναι πραγματική δουλειά. Η ποσότητα του Είναι δεν αλλάζει, είναι δεδομένη. Αυτό που αλλάζει είναι οι μορφές που παίρνει εν τω γίγνεσθαι, άρα, η όποια αλλαγή είναι τροπο-ποιητική, και αυτό είναι το αντικείμενο της καθαρής εργασίας· η τροπο-ποίηση του ποσοτικού σε ποιοτικά εμπλουτισμένες μορφές. Σίγουρα, πολλοί άνθρωποι φαίνεται να δουλεύουν και κάποιοι μάλιστα πάρα πολύ. Το θέμα, όμως, δεν είναι το πόσο. Αν η ποσότητα της εργασίας δεν συνοδεύεται από τη ποιότητα δεν φέρει τελικά καμία ποιοτική διαφορά σε τίποτε και πολύ περισσότερο στη ζωή του εργαζόμενου.
Όταν ο χρόνος εργασίας δεν αποτελεί βιωματικό πλούτο, αλλά βιώνεται σαν κενό που θα αναπληρωθεί κάποτε, συντελεί μάλλον στην επέκταση της μετάθεσης και στην αύξηση της εμμεσότητας, παρά στην αμεσότητα των επαφών, που είναι και το ζητούμενο κέρδος, αφού μια αντικειμενική προσφορά του καθαρού πλούτου είναι η αμεσότητα που προσφέρει με τις διευκολύνσεις που παρέχει. Μάλιστα, μπορούμε να πούμε ότι αν δουλεύουν κάποιοι τόσο πολύ σε ποσότητα, για να εξασφαλίσουν μεγαλύτερα ποσά, αυτό βαθαίνει το χάσμα, τόσο με τον εαυτό τους, όσο και με τους άλλους, που μπορεί να μη δουλεύουν τόσο, από τους οποίους, μάλιστα, κάποιοι εξωθούνται στην ανεργία από την πλεονεξία των πρώτων. Σε αυτήν την περίπτωση, η λύση στο πρόβλημα τόσο της ανεργίας, όσο και της υπερεργασίας, είναι η ποιοτική αναδιάταξη της εργασίας, που επανατοποθετεί το ζήτημα της στο καθαρό της ζητούμενο.

Αν μέσα από τη δουλειά μας θέλουμε, κατά βάθος, να μας αναγνωρίζουν σαν κάτι διακεκριμένο, κι έτσι να έχουμε αίσθηση της ύπαρξης μας, αυτό που κάνουμε πρέπει να φέρει κάποια ποιοτική διαφορά. Το ποιοτικό δεν βγαίνει από την απόσπαση ποσοτήτων από τους άλλους, αλλά από την ποιητικότητα, που μας συνέχει όλους εν τω κοινώ μας γίγνεσθαι. Αυτό μας συνδέει με το γενικό και δουλεύοντας για αυτό αναγνωριζόμαστε από τους άλλους σαν δικός τους. Εφόσον αυτό που είμαστε το αναγνωρίζουμε στον τρόπο που οι άλλοι μας αναγνωρίζουν, τότε, αυτό που βλέπουμε μας δίνει μια εικόνα ταύτισης που γεμίζει την ύπαρξη μας. Αλλιώς, νιώθουμε ελλιπείς, όσο κι αν μπορεί να τους εντυπωσιάζουμε με σωρούς ποσοτήτων και τίτλους ιδιοκτησίας κάθε είδους, που θα έχουμε συσσωρεύσει στην κατοχή μας.

Το κενό τού «είναι» δεν αναπληρώνεται με επιπλέον «έχειν». Ο πλεονέχτης άνθρωπος παραγνωρίζει την εκτίμηση που του δείχνουν επειδή έχει πολλά πράγματα στην κατοχή του, εκλαμβάνοντας την για εκτίμηση προς το πρόσωπο του, ενώ είναι εκτίμηση προς αυτά που έχει. Αφού τα απέκτησε ενάντια στον εαυτό του και τους άλλους, έτσι συνεχίζουν να υπάρχουν ξένα προς αυτόν. Όσο κι αν αυξήσει την ποσότητα τους, δεν θα αναπληρώσει το κενό μεταξύ αυτού και των άλλων, απλά θα το μεγαλώσει, μέχρι να κυριευθεί από την ανασφάλεια και τον φόβο των άλλων, την ύπαρξη των οποίων θα αντιλαμβάνεται μόνιμα σαν επιβουλή. Έτσι κλείνεται ακόμη πιο πολύ στην πολυτελή φυλακή του, μέχρι να πεθάνει σαν ένας πάμπλουτος τσιγκούνης, ιδιότροπος και κακιωμένος γέρος. Αυτή είναι μια εικόνα του πλούσιου που έχει περάσει στη λαϊκή εικονογραφία, συνοδευόμενη από την αντίστροφη εικόνα του έντιμου πλην πάμφτωχου κακομοίρη.

Μια συστηματικά διεστραμμένη χρήση του πλούτου οδηγεί σε διεστραμμένη ανάδειξη της φτώχειας, ώσπου στο τέλος η σημασίες να αντιστρέφονται, διότι αν αυτό που βλέπουμε είναι ο πλούτος (που δεν είναι), τότε είναι προτιμότερη η φτώχεια (που δεν είναι). Βέβαια, αν «φτώχεια» σημαίνει βιωματικό πλούτο, αμεσότητα και επαφή τόσο μεταξύ μας, όσο και τη φύση μας, μέσα κι έξω, τότε, σαφώς είναι προτιμότερη. Με αυτήν την έννοια, μόνο μια γενικευμένη «επιστροφή στη φτώχεια» και ραγδαία αποκλιμάκωση της ποσοτικής συσσωρευτικότητας μπορεί να αποκαταστήσει τις σχέσεις μας με τη φύση, την πηγή του καθαρού πλούτου, για να μπορέσουμε να ξαναπλουτίσουμε σε υγιείς βάσεις. Έτσι κι αλλιώς, η επιστροφή είναι πρόοδος, αφού δεν υπάρχει κίνηση προόδου χωρίς διάθεση του πλεονάσματος και διάθεση σημαίνει δόσιμο, άρα επιστροφή του πλεονάσματος μας στον άλλο, όχι κατακράτηση του. Δίνοντας επιστρέφεις κι αυτό σε κρατάει σε επαφή με αυτό που σε κρατάει ζωντανό.

No comments: