Monday, August 07, 2006

[38]

Η κατακράτηση του πλεονάσματος που συγκροτεί το εγώ σαν κάτι ξεχωριστό και η πεισματική άρνηση διάθεσης του στο γενικό στο οποίο οφείλει την (ει)δική του ύπαρξη, το οδηγεί σε διάφορες διαστροφικές διεξόδους, όπως στη χρηματοδότηση εκείνου του ειδικού που θα το διατηρήσει υγιώς διαχωρισμένο ή στην επένδυση σε επιθετικούς μηχανισμούς που θα του προσθέσουν επιπλέον πλεόνασμα αποσπώντας το από αλλού, βίαια ή τεχνητά, για να γεμίσουν το υπαρξιακό του κενό. Όλα αυτά παίζουν απλά ρόλο στο να υποστηρίξουν τεχνητά ή τεχνικά όσους θεωρούν τον διπλανό τους σαν απειλή, ώστε να αποφεύγουν με κάθε τρόπο τη συνάντηση μαζί του, λες και ο άλλος είναι εκ προοιμίου αυτός που υπάρχει για να τους πάρει κάτι, κι όχι αυτός που θα τους δώσει, όπως θα του δώσουν και αυτοί. Πόσο μάλλον που ο «άλλος» τούς έχει ήδη δώσει την ίδια την ύπαρξη τους, χωρίς να του έχουν δώσει τίποτε, αφού αυτός που τους γέννησε και τους μεγάλωσε είναι κάποιος άλλος κι όχι αυτοί οι ίδιοι. Ακόμα και σαν μεγάλους, ο «άλλος» τους κρατάει στη ζωή· κάποιος άλλος τους εξασφαλίζει με την εργασία του τα μέσα επιβίωσης, τα οποία, βέβαια, παρέχει πρωτογενώς σε όλους η φύση, η πηγή τροφοδοσίας κάθε άλλου. Αφού δεν είμαστε γονείς του εαυτού μας, ούτε τρώμε από τις σάρκες μας, αλλά μας τρέφει η φύση, η επιστροφή του πλούτου στην πηγή του και η διάθεση του πλεονάσματος μας στον άλλο, δεν είναι πράξη φιλανθρωπίας, αλλά όρος της ύπαρξης μας.

Η ρήξη της σχέσης «δούναι και λαβείν» του εγώ με τον άλλο, μπορεί να προέρχεται από κάποιο ρήγμα του εγώ στην παιδική του ηλικία, κατά την συγκρότηση του από άλλα εγώ, τα οποία δεν το ανέθρεψαν σαν κάτι «άλλο», αλλά σαν επέκταση του δικού τους εγώ και ιδιοκτησία τους. Το ρήγμα αυτό μπορεί να κλείσει και το τραύμα να επουλωθεί με την ανάδειξη εκείνων των ρηματικών τύπων που ανοίγουν ευφορική δίοδο στο πλεόνασμα που συγκροτεί το εγώ στο τώρα, ως κάτι το τρίτο, που πλεονάζει των δύο γεννητόρων του. Ρηματικοί τύποι όπως το ερω(τημα)τικό κάλεσμα του άλλου, ένα τραγούδι ή ένας χορός, μια γιορτή ή ένα (γενναιό)δωρο έργο λόγου και τέχνης, ένα φιλικό νεύμα ή ένα χάδι, και άλλα συναφή, μπορεί να επανασυνδέουν το εγώ με το εμείς, ώστε να διαθέσει το πλεόνασμα του στο κοινό γίγνεσθαι. Ενώ, αντίθετα, η κατηγορηματικότητα των καταγγελτικών χαρακτηρισμών οχυρώνει το εγώ, αντί να το ανοίγει ρηματικά.

Δεν ωφελούν οι κατηγορίες (ή αυτό-κατηγόριες) που περιορίζουν το εγώ σε υποκείμενο μιας κατηγορηματικής πρότασης ενός είναι εκτός γίγνεσθαι, καταδικάζοντας το να είναι πάντα ό,τι έχει συμβεί στο παρελθόν του, αντί να γίνεται διαρκώς. Κανείς ζωντανός δεν αναλύεται εις τα εξ ων συνετέθη, αλλά είναι πάντα κάτι επιπλέον που ξεπερνάει την όποια καταγωγική του έλλειψη Όταν κάποιος κατηγοριοποιείται, κατηγορείται (ή αυτό-κατηγορείται) για το παρελθόν του, το δικό του ή των δικών του, τότε, δεν του αναγνωρίζεται το πλεόνασμα που συγκροτεί το διακεκριμένο του εγώ στο παρόν, οπότε κι αυτός απαλλάσσεται από την ευθύνη της διάθεσης του. Ως εκ τούτου, η κατηγορηματικότητα έχει αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που πιθανόν να επιδιώκει, αν θέλει πραγματικά να συνετίσει το άτομο και να το συνδέσει με το σύνολο. Το ίδιο το άτομο, όμως, απ’ την άλλη, δεν μπορεί να αυτοαπαλλαγεί του πλεονάσματος που έτσι κι αλλιώς το συγκροτεί ως άτομο, και να μη το διαθέσει στον άλλον, επικαλούμενο το παρελθόν του.

Κανείς δεν μπορεί να κρύβεται μια ζωή πίσω από την ιστορία του, ενώ βρίσκεται εν ζωή, άρα σε διαδικασία εξέλιξης με τη διάθεση του πλεονάσματος του και τον μετασχηματισμό του εγώ του στο κοινό γίγνεσθαι. Κανένα «παιδικό τραύμα» δεν δικαιολογεί τη τσιγκουνιά ή την πλεονεξία, διότι από τη στιγμή που κάποιος έχει ενηλικιωθεί συνιστά εκ φύσεως ένα προς διάθεση πλεόνασμα, το οποίο δεν ανήκει ούτε σε αυτόν (αφού δεν το γέννησε ο ίδιος), ούτε στους γονείς του (αφού ούτε αυτοί αυτό-γεννήθηκαν), αλλά ανήκει στο γένος όλων, στο οποίο οφείλει να το επιστρέψει μετασχηματισμένο στο ρέον παρόν του, δια-πλάθοντας το μέσα από αυτόν και αυτό που τον συνιστά ως κάτι ξεχωριστό, παράγοντας έτσι νέες μορφές πέρα από τις ήδη υπάρχουσες.

Όπως κάποιος ξεπερνά την ιστορία του για να υπάρχει, έτσι και ό,τι κάνει και όποια μορφή παράγεται μέσα από αυτό, τον ξεπερνάει κι αυτή για να υπάρχει, οπότε αυτός δεν έχει την αποκλειστική ιδιοκτησία της. Οτιδήποτε υπάρχει είναι ένα κάτι πέραν αυτών που το παρήγαγαν και σε αυτό ανήκει αποκλειστικά. Επίσης, κανείς δεν μπορεί να επικαλείται αποκλειστική ιδιοκτησία πάνω σε κάτι που για να γίνει συμμετείχαν τουλάχιστον δύο παράγοντες, αφού τίποτε δεν γεννάται από το ένα, αν αυτό δεν ενωθεί με κάτι άλλο, ό,τι κι αν είναι αυτό, (ένας άνθρωπος, κάτι από τη φύση, η ύλη, το φώς, ο χρόνος). Άρα, εκτός από εσένα, ας πούμε, αν είσαι ο πρώτος παράγοντας, υπάρχει πάντα κι ένας δεύτερος που έχει δικαιώματα ιδιοκτησίας πάνω στο κάθε προϊόν που εσύ νομίζεις ότι παρήγαγες μόνο σου. Αν πάλι, διεκδικείς το εν τρίτο μιας μορφής για δικό σου (με το δεύτερο εν τρίτο να ανήκει στον συμπαραγωγό της και το τρίτο εν τρίτο στη μορφή την ίδια), θα δεις ότι και αυτό ξαναδιαιρείται σε άλλα δύο τρίτα που δεν είναι δικά σου και έτσι διαιρούμενο επ’ άπειρο δια του εν τρίτο να μη στοιχειοθετεί κανένα δικαίωμα ιδιοκτησίας κανενός πάνω σε τίποτε τη στιγμή που όλα είναι ένα τρίτο πέραν των δύο γενετικών παραγόντων τους και ανήκουν αποκλειστικά μόνο στο πέραν αυτών Αυτό στο οποίο ανήκουν όλα. Αν μιλάμε, λοιπόν, για δικαιώματα ιδιοκτησίας θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε, διότι κατά την καθαρή της έννοια δεν είμαστε ιδιοκτήτες κανενός, ούτε του εαυτού μας.

Δεν μας φτιάξαμε εμείς από μόνοι μας, ούτε μας έφτιαξαν από μονοί τους οι γονείς μας, ούτε αυτούς αυτοί και πάει λέγοντας σαν να μην υπάρχει αρχή και τέλος σε αυτή τη σκέψη και σαν κύκλος να μας ξαναγυρίζει στον εαυτό μας για να τον δεχτούμε σαν μέρος αυτού του κύκλου, σαν ένα διάνυσμα του, το οποίο πρέπει να διανυθεί από εμάς κυκλο-φορώντας το πλεόνασμα που μας συγκροτεί ως εγώ, όπου, το εγώ είναι κάτι που μου έχει δοθεί και το επιστρέφω στον άλλον σαν κάτι άλλο από αυτό που πήρα αρχικά με τη γέννηση του, πιο πλούσιο τώρα και μετασχηματισμένο σύμφωνα με τις οδηγίες κυκλο-φορίας του.

No comments: