Ό,τι υπάρχει είναι κάτι, που ως κάτι πλεονάζει από το τίποτε, έστω κι αν αυτό το πλεόνασμά του αναγόμενο στο Όλον απορροφάται. Μάλιστα, αυτή ακριβώς η αναγωγή του στο Όλον είναι που το κινεί προς πλήρη διάθεση του πλεονάσματος του, ώστε να μην το διαχωρίζει τίποτε και να είναι ένα με Αυτό, ολοκληρώνοντας την ταυτότητά του πέρα από την όποια διαφοροποίηση και ετερότητα το χαρακτηρίζει. Γι’ αυτό, το είναι των όντων ορίζεται ως προς Αυτό με το οποίο τείνουν να ενωθούν για να ταυτοποιηθούν· δεν ορίζεται ως προς κάτι που ήδη υπάρχει, όντας το διαφορετικό ή το αντίθετο του. Το είναι δεν είναι ό,τι δεν είναι, αλλά, είναι είναι. Εφόσον το είναι του είναι, δηλαδή το Είναι, δεν ορίζεται ως προς κανένα προϋπάρχον δεδομένο το οποίο να έχει καταλάβει χώρο και να έχει μετρήσιμη ποσότητα, αλλά είναι ανοικτό, σημαίνει ότι δεν προκαταλαμβάνει τον χώρο όντας το ίδιο κάποιο ποσοτικό μέγεθος, αλλά διαμορφώνεται μαζί του συν τω χρόνω, όντας ποιητικό· οπότε, αναγόμενο στο Όλον, το Είναι είναι Γίγνεσθαι.
Το ότι αυτό που είναι δεν ορίζεται από ό,τι δεν είναι, σημαίνει και την απελευθέρωση του από τα υφιστάμενα δεδομένα που το περιορίζουν, αφού ανοίγεται πέραν αυτών στο γίγνεσθαι, για να οριστεί ποιητικά, αλλά και ποιοτικά. Ποσοτικά το Είναι είναι ουδέτερο και αδιάφορο γιατί παραμένει ακέραιο εν τω γίγνεσθαι. Ό,τι καινούργιο παρουσιάζεται στο Είναι δεν είναι ποσοτικά ένα πλέον, αφού παίρνει τη θέση κάποιου άλλου που χάνεται, όπως και ό,τι χάνεται αντικαθίσταται με κάτι άλλο. Ό,τι υπάρχει τροφοδοτείται από αυτό που προϋπάρχει πριν το φάει και με τη σειρά του τροφοδοτεί το επόμενο από αυτό, έτσι ώστε τίποτε να μη πηγαίνει χαμένο ή να βγαίνει κερδισμένο ποσοτικά. Έτσι, το συνολικό ποσό του Είναι εν Αυτώ είναι ακέραιο και δεν προσθαφαιρείται· απλά, μετασχηματίζεται και μεταμορφώνεται ποιητικά σε πλήθος μορφών παραλλάσσοντας ποιοτικά το ίδιο και απαράλλαχτο ποσό του Είναι, σηματοδοτώντας διαφορετικές συνθέσεις του, συνδυασμούς και τρόπους να υπάρχει.
Η ύπαρξη μας (ή αλλιώς, η παρουσία μας στο Είναι) έγκειται στον τρόπο μας, στο πώς και όχι στο πόσο μας. Εκεί βρίσκεται και η ολοκλήρωση του είναι μας, η εκπλήρωση του προ-ορισμού μας και η ταυτοποίηση μας. Ο τρόπος που μας ολοκληρώνει συνίσταται στη διάθεση του πλεονάσματος που μας χαρακτηρίζει ως κάτι ξεχωριστό, έτσι ώστε να ενωθούμε με ό,τι μας ταυτοποιεί. Ολοκληρώνουμε το είναι μας εν τω γίγνεσθαι, διατιθέμενοι πλήρως προς Αυτό που μας υπερβαίνει και μας έλκει ερω(τημα)τικά με τις μορφές που παίρνει και με τον θελκτικό τρόπο που μας παρουσιάζεται μέσω αυτών. Ο θελκτικός τρόπος τού είναι τους μάς κινεί προς αυτές κάνοντας μας να επιθυμούμε την ένωση μαζί τους.
Το Είναι μάς προάγει στο γίγνεσθαι, άγοντας μας προς αυτό που μας υπερβαίνει, προ-τείνοντας μας να μεγιστοποιηθούμε μέχρι τα όρια μας, να ενωθούμε εκεί και να εκπληρώσουμε τον προορισμό μας. Έτσι, το είναι μας ορίζεται ερω(τημα)τικά, ρηματικά, υπερβατικά και υπερ-βολικά. Δεν προκύπτει με τον αναλυτικό διαχωρισμό του από ό,τι δεν είναι. Δεν αναδεικνύεται με μια διαδικασία ψυχρή και αφαιρετική. Συν-τίθεται εν θερμώ, με το δόσιμο μας και την πλήρη διάθεση του πλεονάσματος μας. (Ανα)παράγεται διαρκώς ως κάτι το τρίτο, όντας προϊόν της δημιουργικής σύνθεσης και ερω(τημα)τικής σύνδεσης των ατόμων μεταξύ τους, πέρα από απλουστευτικές, διαχωριστικές κι αφαιρετικές αναλύσεις που περιχαρακώνουν το είναι στην περιοχή υποκειμένων ή αντικειμένων μοναχικών και διαχωρισμένων από τη ρηματικότητα του γίγνεσθαι, η οποία μας συνέχει όλους σε μια κοινή πρόταση Εν Αυτώ.
Το γενικό πλεόνασμα, που συνθέτει το είναι των ατόμων, δεν εξαντλείται στα συντιθέμενα άτομα, έστω κι αν κάθε άτομο συνιστά ένα ειδικό πλεόνασμα που χάνεται, όταν αυτό πεθαίνει. Το πλεόνασμα, γενικά, ανανεώνεται και εμπλουτίζεται μέσα από τις γόνιμες ενώσεις των ατόμων, που παράγουν νέα άτομα, ως νέες μορφές πλεονάσματος. Το γενικό πλεόνασμα που αποτελεί τον κόσμο αυτή τη στιγμή, μπορεί να εξισορροπηθεί κάποτε με ανάλογη απώλεια στην φάση συστολής του ή να εξαντληθεί φτάνοντας τον κόσμο στα όρια του γίγνεσθαι του και εκεί να επαναλαμβάνεται αέναα η διαδοχή τού συν και πλην, του πλέον και του μείον χωρίς κάτι να υπερέχει, όμως, τώρα είμαστε στη θετική φάση γίγνεσθαι του κόσμου, τουλάχιστον του δικού μας. Αυτό που υπερισχύει στον κόσμο μας και του δίνει υπόσταση, μέσα από το σύνολο των μορφών του, είναι η δύναμη ενότητας, η οποία υπερβαίνοντας αυτήν του χωρισμού, ενώνει δύο τινά για να παράγει κάτι το τρίτο και το οποίο όταν διαφοροποιηθεί αρκετά από αυτά, σαν ξεχωριστό ον, οδηγείται σε ένωση με ένα ανάλογο του διαφορετικό, παράγοντας ξανά κάτι τρίτο, για να ενωθεί κι αυτό με τη σειρά του με ένα άλλο, και ούτω καθ’ εξής. Έτσι θετικά και πλεονασματικά εξελίσσεται το γίγνεσθαι μας.
Το ότι αυτό που είναι δεν ορίζεται από ό,τι δεν είναι, σημαίνει και την απελευθέρωση του από τα υφιστάμενα δεδομένα που το περιορίζουν, αφού ανοίγεται πέραν αυτών στο γίγνεσθαι, για να οριστεί ποιητικά, αλλά και ποιοτικά. Ποσοτικά το Είναι είναι ουδέτερο και αδιάφορο γιατί παραμένει ακέραιο εν τω γίγνεσθαι. Ό,τι καινούργιο παρουσιάζεται στο Είναι δεν είναι ποσοτικά ένα πλέον, αφού παίρνει τη θέση κάποιου άλλου που χάνεται, όπως και ό,τι χάνεται αντικαθίσταται με κάτι άλλο. Ό,τι υπάρχει τροφοδοτείται από αυτό που προϋπάρχει πριν το φάει και με τη σειρά του τροφοδοτεί το επόμενο από αυτό, έτσι ώστε τίποτε να μη πηγαίνει χαμένο ή να βγαίνει κερδισμένο ποσοτικά. Έτσι, το συνολικό ποσό του Είναι εν Αυτώ είναι ακέραιο και δεν προσθαφαιρείται· απλά, μετασχηματίζεται και μεταμορφώνεται ποιητικά σε πλήθος μορφών παραλλάσσοντας ποιοτικά το ίδιο και απαράλλαχτο ποσό του Είναι, σηματοδοτώντας διαφορετικές συνθέσεις του, συνδυασμούς και τρόπους να υπάρχει.
Η ύπαρξη μας (ή αλλιώς, η παρουσία μας στο Είναι) έγκειται στον τρόπο μας, στο πώς και όχι στο πόσο μας. Εκεί βρίσκεται και η ολοκλήρωση του είναι μας, η εκπλήρωση του προ-ορισμού μας και η ταυτοποίηση μας. Ο τρόπος που μας ολοκληρώνει συνίσταται στη διάθεση του πλεονάσματος που μας χαρακτηρίζει ως κάτι ξεχωριστό, έτσι ώστε να ενωθούμε με ό,τι μας ταυτοποιεί. Ολοκληρώνουμε το είναι μας εν τω γίγνεσθαι, διατιθέμενοι πλήρως προς Αυτό που μας υπερβαίνει και μας έλκει ερω(τημα)τικά με τις μορφές που παίρνει και με τον θελκτικό τρόπο που μας παρουσιάζεται μέσω αυτών. Ο θελκτικός τρόπος τού είναι τους μάς κινεί προς αυτές κάνοντας μας να επιθυμούμε την ένωση μαζί τους.
Το Είναι μάς προάγει στο γίγνεσθαι, άγοντας μας προς αυτό που μας υπερβαίνει, προ-τείνοντας μας να μεγιστοποιηθούμε μέχρι τα όρια μας, να ενωθούμε εκεί και να εκπληρώσουμε τον προορισμό μας. Έτσι, το είναι μας ορίζεται ερω(τημα)τικά, ρηματικά, υπερβατικά και υπερ-βολικά. Δεν προκύπτει με τον αναλυτικό διαχωρισμό του από ό,τι δεν είναι. Δεν αναδεικνύεται με μια διαδικασία ψυχρή και αφαιρετική. Συν-τίθεται εν θερμώ, με το δόσιμο μας και την πλήρη διάθεση του πλεονάσματος μας. (Ανα)παράγεται διαρκώς ως κάτι το τρίτο, όντας προϊόν της δημιουργικής σύνθεσης και ερω(τημα)τικής σύνδεσης των ατόμων μεταξύ τους, πέρα από απλουστευτικές, διαχωριστικές κι αφαιρετικές αναλύσεις που περιχαρακώνουν το είναι στην περιοχή υποκειμένων ή αντικειμένων μοναχικών και διαχωρισμένων από τη ρηματικότητα του γίγνεσθαι, η οποία μας συνέχει όλους σε μια κοινή πρόταση Εν Αυτώ.
Το γενικό πλεόνασμα, που συνθέτει το είναι των ατόμων, δεν εξαντλείται στα συντιθέμενα άτομα, έστω κι αν κάθε άτομο συνιστά ένα ειδικό πλεόνασμα που χάνεται, όταν αυτό πεθαίνει. Το πλεόνασμα, γενικά, ανανεώνεται και εμπλουτίζεται μέσα από τις γόνιμες ενώσεις των ατόμων, που παράγουν νέα άτομα, ως νέες μορφές πλεονάσματος. Το γενικό πλεόνασμα που αποτελεί τον κόσμο αυτή τη στιγμή, μπορεί να εξισορροπηθεί κάποτε με ανάλογη απώλεια στην φάση συστολής του ή να εξαντληθεί φτάνοντας τον κόσμο στα όρια του γίγνεσθαι του και εκεί να επαναλαμβάνεται αέναα η διαδοχή τού συν και πλην, του πλέον και του μείον χωρίς κάτι να υπερέχει, όμως, τώρα είμαστε στη θετική φάση γίγνεσθαι του κόσμου, τουλάχιστον του δικού μας. Αυτό που υπερισχύει στον κόσμο μας και του δίνει υπόσταση, μέσα από το σύνολο των μορφών του, είναι η δύναμη ενότητας, η οποία υπερβαίνοντας αυτήν του χωρισμού, ενώνει δύο τινά για να παράγει κάτι το τρίτο και το οποίο όταν διαφοροποιηθεί αρκετά από αυτά, σαν ξεχωριστό ον, οδηγείται σε ένωση με ένα ανάλογο του διαφορετικό, παράγοντας ξανά κάτι τρίτο, για να ενωθεί κι αυτό με τη σειρά του με ένα άλλο, και ούτω καθ’ εξής. Έτσι θετικά και πλεονασματικά εξελίσσεται το γίγνεσθαι μας.
No comments:
Post a Comment