Σωστό δεν είναι ότι δεν είναι λάθος. Σωστό είναι ότι είναι σωστό. Αν και μπορεί να μην ξέρουμε ποιο ακριβώς είναι, αλλά το ακολουθούμε με την πίστη μας σε Αυτό, που δεν γνωρίζουμε, και έτσι κινούμαστε πέρα από ό,τι ήδη έχουμε κάνει, πάθει και μάθει με τα λάθη μας, προς ό,τι δεν έχει γίνει ακόμη, αλλά μέλει να γενεί και να μαθευτεί σαν σωστό.
Το σωστό βρίσκεται σε αυτό που θέλουμε να πραγματοποιήσουμε ακολουθώντας την παρόρμηση του γίγνεσθαί μας. Αν αποδειχθεί στην πορεία ότι κάνουμε κάποιο λάθος, θα έχουμε μάθει το σωστό από το λάθος που θα έχουμε κάνει. Με αυτόν τον τρόπο μαθαίνουμε το σωστό ενεργητικά (κάνοντας το σωστό), και όχι παθητικά (διδασκόμενοι από τα λάθη που έχουμε κάνει).
Αν περιορίζουμε το σωστό σε όσα ήδη έχουμε κάνει και στα λάθη που μας έχουν διδάξει, τότε δεν μαθαίνουμε τίποτε διαφορετικό από όσα ήδη γνωρίζουμε. Μένουμε εγκλωβισμένοι σε μια πραγματικότητα που ανακυκλώνει τα λάθη της και την οποία δεν μπορούμε να διορθώσουμε, όσο κατηγορηματικά και να την κατακρίνουμε. Η κατάκριση, που αντλεί την κατηγορηματικότητα της από τη βεβαιότητα τού ήδη γνωστού και βεβαιωμένου λάθους, αδυνατεί να συλλάβει κάτι διαφορετικό από ό,τι ήδη συμβαίνει και να τροποποιήσει την πραγματικότητα που κατακρίνει, στρέφοντας την προς έναν άλλο τρόπο πραγματοποίησης, ποιοτικά διαφορετικό. Μπορεί να αλλάζει την εσωτερική διάρθρωση του λάθους και να το κάνει, ας πούμε, δικαιότερο μοιράζοντάς το σε όλους «δημοκρατικά» (όταν κατηγορεί μόνο τους ηγέτες και όχι τους υπηκόους τους), αλλά δεν ξεριζώνει το λάθος.
Η κατηγορηματική προσωποποίηση της κατάκρισης όχι μόνο δεν ξεριζώνει το λάθος, αλλά δυναμώνει τη σχέση της κατηγορίας (του λάθους, εδώ) με τον κατηγορούμενο, γιατί τον ταυτίζει με κάτι που κάνει. Έτσι δίνουμε μια οντολογική υπόσταση στο λάθος, την οποία αυτό δεν έχει. Όταν λέμε ότι κάποιος «είναι λάθος» ή «είναι κακός» και όχι ότι «κάνει λάθος» ή «κακό», αποκλείουμε με την κατηγορηματικότητα τού «είναι» τη δυνατότητα του σωστού και του καλού. Επειδή, όμως, δεν ξέρουμε ποιό είναι το Είναι, όπως δεν ξέρουμε ποιο είναι Αυτό, δεν μπορούμε να είμαστε κατηγορηματικοί στις κατακρίσεις μας, παρά μόνο ερωτηματικοί. Αυτό δεν σημαίνει ότι αφήνουμε το λάθος να υφίσταται, αλλά ακριβώς επειδή υφίσταται και αποτελεί ένα δεδομένο που ήδη γνωρίζουμε, το μόνο ριζικό που μπορούμε και πρέπει να κάνουμε για αυτό, είναι να το γνωστοποιήσουμε προς όσους δεν το ξέρουν ακόμη.
Το λάθος δεν διορθώνεται με το να ασχολούμαστε με αυτό, αλλά με το να κάνουμε το σωστό, όπως το πιστεύουμε, χωρίς ακόμη να το ξέρουμε, όπως ξέρουμε το λάθος· εκτός αν εμείς δεν το γνωρίζουμε, ενώ είναι γνωστό στους άλλους. Τότε, το μόνο ριζικά ανασκευαστικό που πρέπει και μπορεί να γίνει για το λάθος είναι να γνωστοποιηθεί προς όλους. Από εκεί και πέρα, τον δρόμο του σωστού τον ανοίγει η πίστη του καθένα. Εφόσον η γνώση του λάθους διαδίδεται στο σύνολο και η πράξη του σωστού αναλαμβάνεται από το άτομο, πηγαίνουμε ορθά προοδεύοντας εν Αυτώ.
Σωστός είναι ο δρόμος που οδηγεί σε καθαρό πλούτο προσφέροντας το επι-πλέον που διαθέτει ο καθένας για να εκ-πληρωθεί.
Ο δρόμος του σωστού είναι πάντα προσοδοφόρος, διότι ακόμη και να αποδειχθεί λάθος, θα έχει κερδηθεί η γνώση του λάθους. Από την άλλη, ο εγνωσμένα λάθος δρόμος επιφέρει καθαρή ζημία, που δεν αναπληρώνεται. Είναι μια σκέτη απώλεια χρόνου, ματαίωση ενεργειών και σπατάλη μέσων, από την οποία δεν κερδίζει κανείς τίποτε, ενώ χάνουν πολλοί. Δεν κερδίζεται ούτε η γνώση του λάθους.
Το να κάνουμε λάθος από άγνοια δεν είναι κακό, έστω και αν δεν είναι καλό όσο το να κάνουμε το σωστό κάνοντας αυτό που πιστεύουμε, παρόλο που το αγνοούμε. Επειδή όμως εν τω γίγνεσθαι δεν υπάρχει κάποια σταθερή κατάσταση μεταξύ σωστού και λάθους, αλλά, ή θα πάμε στον σωστό δρόμο ή στον λάθος, δεν μπορούμε να επικαλούμαστε μια ζωή για άλλοθι των λαθών μας την άγνοια, εφόσον δεν έχουμε φροντίσει να μάθουμε κάτι, κάνοντας αυτό που πιστεύουμε.
Αν μάθουμε ότι κάτι είναι λάθος κι εμείς το κάνουμε παρόλα αυτά, δεν μας δικαιολογεί καμία πίστη, γιατί η πίστη βρίσκεται πέραν του γνωστού.
Μέσα στα όρια του γνωστού ή θα κάνουμε το σωστό ή το λάθος καθαρά, όπου το καθαρό λάθος σαν καθαρή απώλεια είναι ξεκάθαρα κακό, ενώ, το καθαρά σωστό σαν καθαρό κέρδος είναι καλό, ακόμη κι αν αποδειχτεί λάθος, αρκεί να είναι μια πράξη πίστης.
Το σωστό βρίσκεται σε αυτό που θέλουμε να πραγματοποιήσουμε ακολουθώντας την παρόρμηση του γίγνεσθαί μας. Αν αποδειχθεί στην πορεία ότι κάνουμε κάποιο λάθος, θα έχουμε μάθει το σωστό από το λάθος που θα έχουμε κάνει. Με αυτόν τον τρόπο μαθαίνουμε το σωστό ενεργητικά (κάνοντας το σωστό), και όχι παθητικά (διδασκόμενοι από τα λάθη που έχουμε κάνει).
Αν περιορίζουμε το σωστό σε όσα ήδη έχουμε κάνει και στα λάθη που μας έχουν διδάξει, τότε δεν μαθαίνουμε τίποτε διαφορετικό από όσα ήδη γνωρίζουμε. Μένουμε εγκλωβισμένοι σε μια πραγματικότητα που ανακυκλώνει τα λάθη της και την οποία δεν μπορούμε να διορθώσουμε, όσο κατηγορηματικά και να την κατακρίνουμε. Η κατάκριση, που αντλεί την κατηγορηματικότητα της από τη βεβαιότητα τού ήδη γνωστού και βεβαιωμένου λάθους, αδυνατεί να συλλάβει κάτι διαφορετικό από ό,τι ήδη συμβαίνει και να τροποποιήσει την πραγματικότητα που κατακρίνει, στρέφοντας την προς έναν άλλο τρόπο πραγματοποίησης, ποιοτικά διαφορετικό. Μπορεί να αλλάζει την εσωτερική διάρθρωση του λάθους και να το κάνει, ας πούμε, δικαιότερο μοιράζοντάς το σε όλους «δημοκρατικά» (όταν κατηγορεί μόνο τους ηγέτες και όχι τους υπηκόους τους), αλλά δεν ξεριζώνει το λάθος.
Η κατηγορηματική προσωποποίηση της κατάκρισης όχι μόνο δεν ξεριζώνει το λάθος, αλλά δυναμώνει τη σχέση της κατηγορίας (του λάθους, εδώ) με τον κατηγορούμενο, γιατί τον ταυτίζει με κάτι που κάνει. Έτσι δίνουμε μια οντολογική υπόσταση στο λάθος, την οποία αυτό δεν έχει. Όταν λέμε ότι κάποιος «είναι λάθος» ή «είναι κακός» και όχι ότι «κάνει λάθος» ή «κακό», αποκλείουμε με την κατηγορηματικότητα τού «είναι» τη δυνατότητα του σωστού και του καλού. Επειδή, όμως, δεν ξέρουμε ποιό είναι το Είναι, όπως δεν ξέρουμε ποιο είναι Αυτό, δεν μπορούμε να είμαστε κατηγορηματικοί στις κατακρίσεις μας, παρά μόνο ερωτηματικοί. Αυτό δεν σημαίνει ότι αφήνουμε το λάθος να υφίσταται, αλλά ακριβώς επειδή υφίσταται και αποτελεί ένα δεδομένο που ήδη γνωρίζουμε, το μόνο ριζικό που μπορούμε και πρέπει να κάνουμε για αυτό, είναι να το γνωστοποιήσουμε προς όσους δεν το ξέρουν ακόμη.
Το λάθος δεν διορθώνεται με το να ασχολούμαστε με αυτό, αλλά με το να κάνουμε το σωστό, όπως το πιστεύουμε, χωρίς ακόμη να το ξέρουμε, όπως ξέρουμε το λάθος· εκτός αν εμείς δεν το γνωρίζουμε, ενώ είναι γνωστό στους άλλους. Τότε, το μόνο ριζικά ανασκευαστικό που πρέπει και μπορεί να γίνει για το λάθος είναι να γνωστοποιηθεί προς όλους. Από εκεί και πέρα, τον δρόμο του σωστού τον ανοίγει η πίστη του καθένα. Εφόσον η γνώση του λάθους διαδίδεται στο σύνολο και η πράξη του σωστού αναλαμβάνεται από το άτομο, πηγαίνουμε ορθά προοδεύοντας εν Αυτώ.
Σωστός είναι ο δρόμος που οδηγεί σε καθαρό πλούτο προσφέροντας το επι-πλέον που διαθέτει ο καθένας για να εκ-πληρωθεί.
Ο δρόμος του σωστού είναι πάντα προσοδοφόρος, διότι ακόμη και να αποδειχθεί λάθος, θα έχει κερδηθεί η γνώση του λάθους. Από την άλλη, ο εγνωσμένα λάθος δρόμος επιφέρει καθαρή ζημία, που δεν αναπληρώνεται. Είναι μια σκέτη απώλεια χρόνου, ματαίωση ενεργειών και σπατάλη μέσων, από την οποία δεν κερδίζει κανείς τίποτε, ενώ χάνουν πολλοί. Δεν κερδίζεται ούτε η γνώση του λάθους.
Το να κάνουμε λάθος από άγνοια δεν είναι κακό, έστω και αν δεν είναι καλό όσο το να κάνουμε το σωστό κάνοντας αυτό που πιστεύουμε, παρόλο που το αγνοούμε. Επειδή όμως εν τω γίγνεσθαι δεν υπάρχει κάποια σταθερή κατάσταση μεταξύ σωστού και λάθους, αλλά, ή θα πάμε στον σωστό δρόμο ή στον λάθος, δεν μπορούμε να επικαλούμαστε μια ζωή για άλλοθι των λαθών μας την άγνοια, εφόσον δεν έχουμε φροντίσει να μάθουμε κάτι, κάνοντας αυτό που πιστεύουμε.
Αν μάθουμε ότι κάτι είναι λάθος κι εμείς το κάνουμε παρόλα αυτά, δεν μας δικαιολογεί καμία πίστη, γιατί η πίστη βρίσκεται πέραν του γνωστού.
Μέσα στα όρια του γνωστού ή θα κάνουμε το σωστό ή το λάθος καθαρά, όπου το καθαρό λάθος σαν καθαρή απώλεια είναι ξεκάθαρα κακό, ενώ, το καθαρά σωστό σαν καθαρό κέρδος είναι καλό, ακόμη κι αν αποδειχτεί λάθος, αρκεί να είναι μια πράξη πίστης.
No comments:
Post a Comment