ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
Υπάρχει «κάτι» πέρα από τον καθένα μας, κάποιο κριτήριο υπεράνω όλων μας, στο οποίο μπορούμε και πρέπει να στραφούμε για να προσανατολίσουμε τις κρίσεις και τις πράξεις μας βάσει του υπέρτατου νόμου και κανόνα του για να ευδοκιμήσουμε στη ζωή. Χωρίς αυτό προχωρούμε στα τυφλά, μαθαίνοντας ό,τι μαθαίνουμε μόνο από τα λάθη μας, τα οποία μπορεί κάποια στιγμή να αποβούν μοιραία αποκλείοντας μας από κάθε εκ των υστέρων γνώση. Με αυτό το «κάτι πέρα από τον καθένα μας» αναφερόμαστε σε αυτό που δεν αρχίζει και τελειώνει με εμάς, αλλά προηγείται και έπεται από εμάς. Είναι αυτό που μας υπερβαίνει και μας εμπεριέχει, αποτελώντας τον καταγωγικό νόμο, που πρέπει να σεβαστούμε, όπως και τον προαγωγικό κανόνα, που μπορούμε να έχουμε οδηγό για να μην πηγαίνουμε στα τυφλά. «Αυτό το κάτι» είναι ο λόγος για τον οποίο υπάρχουμε. Είναι το ύστατο «γιατί» στο οποίο καταλήγουν όλες οι ερωτήσεις μας και μένουν αναπάντητες, αφήνοντάς το να αιωρείται υπεράνω όλων των απαντήσεων μας, σαν το ανυπέρβλητο μας ερωτηματικό.
Ακόμη κι αν μπορέσουμε να βρούμε κάποτε το πώς έγινε το κάθε τι, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να μάθουμε το γιατί έγινε, διότι η απάντηση αυτού του «γιατί» μάς περιλαμβάνει. Είμαστε μέσα της και δεν μπορούμε να τη διακρίνουμε έξω από εμάς. Ο λόγος της ύπαρξης μας υπάρχει μέσα μας, είναι ένα και ταυτό με εμάς. Μπροστά του δεν έχουμε κανενός είδους καθρέπτη να μας δούμε, αφού η δυνατότητα του αντικαθρεφτίσματος που μας δίνει ο λόγος, έχει τον ίδιο λόγο ύπαρξης με τον λόγο της ύπαρξης μας. Εδώ, δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την έλλογη αντανάκλαση των πραγμάτων μέσα μας με τα είδωλα των λέξεων τους, ώστε να καταφέρουμε να δούμε εμάς και μαζί τον ίδιο τον καθρέφτη, δηλαδή τον λόγο του λόγου μας.
Τον απώτατο, ύστατο και δημιουργό λόγο όλων των λόγων ύπαρξης του κάθε τι, άρα και του δικού μας λογικού, δεν μπορούμε να τον διακρίνουμε διότι προηγείται από εμάς και τη νόηση μας, που δεν είναι παρά δημιούργημα του. Μπορούμε, όμως, να τον προϋποθέσουμε, αφού αυτός είναι η προϋπόθεση της ύπαρξης μας, όπως και να υποθέσουμε τον τρόπο που εκδηλώνεται στα πράγματα, φανερώνεται στα φαινόμενα και υπάρχει σαν «γιατί» μέσα στο «πώς», το «ποιό» και «πόσο» του κάθε τι. Σύμφωνα με τις υποθέσεις του τρόπου του, μπορούμε να κινηθούμε μες το σκοτάδι της άγνοιάς μας, χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα να χτυπάμε το κεφάλι στις συνέπειες των λαθών μας για να μαθαίνουμε.
Κάτι που δεν μπορούμε να το ξέρουμε δεν μπορούμε βέβαια και να το ονομάσουμε. Κάθε όνομα που έχει δοθεί σε «αυτό το κάτι», μόνο μεταφορικά μπορεί να γίνει δεκτό. Όσοι χρησιμοποιούν λέξεις, εκφράσεις, διατυπώσεις και αφηγήσεις πιστεύοντας ότι αναφέρονται κυριολεκτικά σε «αυτό το κάτι», (κι όχι υπαινικτικά μέσω μεταφορών, θρησκευτικών ή λογικών), αυταπατώνται ή εξαπατούν, επιχειρώντας μάταια να ιδιοποιηθούν αυτό στο οποίο ανήκουν.
Δεν μπορεί να δοθεί συγκεκριμένο όνομα με ορισμένο περιεχόμενο σε «αυτό» το οποίο είναι ο όρος και η προϋπόθεση κάθε ονόματος και οποιασδήποτε ονοματοθεσίας. Μπορεί μόνο να του γίνει έμμεση αναφορά και υπαινιγμός με λέξεις όσο πιο γενικές και ουδέτερες γίνεται. Ουδέτερες από κάθε περιεχόμενο και χαρακτηρισμό, που κάποιες γενικές λέξεις έχουν αποκτήσει με τη χρήση χάνοντας τη γενικότητα τους. Γι’ αυτό, θα αποφύγουμε τη λέξη «θεός», όχι μόνο επειδή είναι αρσενικού γένους στα ελληνικά, οπότε δεν είναι ουδέτερη γραμματικά, αλλά και διότι είναι μυθοποιημένη από τη θρησκευτική της χρήση. Παρόλο που σαν λέξη σημαίνει για όλους «αυτό το κάτι», όταν την αναφέρουμε παίρνει αμέσως περιεχόμενο ανάλογα με τη θρησκευτική θέση ή αντίθεση του καθένα. Είναι προσδιορισμένη ιστορικά, διότι ακόμη και όταν την αρνούμαστε, αρνούμαστε την ιστορία της· αυτό τη σημαδεύει και τη χαρακτηρίζει καθιστώντας την μεροληπτική κι όχι γενική και ουδέτερη, όπως πρέπει.
Η λέξη Λόγος, (με λάμδα κεφαλαίο, σαν λόγος του λόγου), είναι μεν κατάλληλα γενική, αφού αναφέρεται στον λόγο ύπαρξης τού κάθε τι, δεν είναι όμως γραμματικά ουδέτερη στα ελληνικά (είναι αρσενικού γένους), και επιπλέον έχει χαρακτηριστεί από την ακαδημαϊκή χρήση της. Παρά αυτές τις επιφυλάξεις θα τη χρησιμοποιούμε, διότι έχει κάποιες συνδηλώσεις (στα ελληνικά) που ταιριάζουν αν θέλουμε να αναφερθούμε σε «αυτό το κάτι» σαν αιτία, λόγο και πρωταρχικό ερώτημα της ύπαρξης μας. Άλλες γενικές και ουδέτερες λέξεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά περίσταση είναι το «Όλον» ή «Άπαν» ή «Σύμπαν», το «Είναι» ή το «Ον», το «Απόλυτο», το «Αιώνιο» ή «Αέναο», και άλλες, που αναφέρονται σ’ «αυτό» χωρίς τη ματαιοδοξία να το ονομάσουν κυριολεκτικά, αλλά μάλλον να το υπαινιχθούν μέσα από έννοιες ταυτόσημες του. Τις λέξεις που άπτονται «αυτού», τις γράφουμε με αρχικά κεφαλαία, τόσο για να τις διακρίνουμε από την «καθημερινή» χρήση τους, όπου αυτές αναφέρονται σε κάτι επιμέρους (και γράφονται με μικρό αρχικό), όσο και για να δείξουμε την αναβάθμιση που επιφέρουν στο επιμέρους ανάγοντας το στο απόλυτο της καταγωγής του (π.χ. ο λόγος του λόγου είναι ο Λόγος, το όλον όλων είναι το Όλον, το είναι του είναι ανα-κεφαλαιώνεται σε Είναι, κλπ).
Η καταλληλότερη λέξη για «αυτό» είναι η λέξη Αυτό. Είναι ουδέτερη από περιεχόμενο, γένος και ιστορία. Είναι γενική, αφού κάθε τι μπορεί να υποδειχθεί σαν «αυτό», και επιπλέον, φέρει κατάλληλες συνδηλώσεις. Αναδεικνύει την ερωτηματική φύση του λογικού μας, διότι όταν την εκφέρουμε μόνη της και λέμε «Αυτό», προκαλεί αυθόρμητα την ερώτηση «ποιο αυτό;». Υποδεικνύει προσανατολισμό, αφού λέγοντας «Αυτό», είναι σαν να δείχνουμε προς τα κάπου και να λέμε «δες, αυτό είναι». Επίσης, μας δίνει τη διαβεβαίωση που χρειαζόμαστε, όταν τη λέμε κατηγορηματικά σαν «Αυτό!», υπογραμμίζοντας ότι «Αυτό είναι και τίποτε άλλο», «Αυτό» το μόνο στο οποίο μπορούμε και πρέπει να βασιστούμε.
Η αναφορά σε Αυτό είναι αναπόσπαστο στοιχείο της φύσης του ανθρώπου, όπως φαίνεται τόσο στις θρησκείες και στις κοσμοθεωρίες που έχει επινοήσει για να το προσεγγίσει, όσο και στην ίδια τη λειτουργία του λογικού του, που με τη φυσική ανάπτυξη της σαν ερωτηματοθεσία καταλήγει σε Αυτό, την απώτατη αιτία όλων των αποτελεσμάτων και το ύστατο αποτέλεσμα όλων των αιτιών. Η καταληκτική αναφορά σε Αυτό όλων των ερμηνευτικών υποσυστημάτων είναι λογική συνέπεια της ύπαρξης μας και συνέπεια της λογικής ύπαρξης μας. Ακόμη και όταν κάποιες ερμηνείες καταλήγουν στην ανυπαρξία λογικής ή τον παραλογισμό για να ερμηνεύσουν ή να μην ερμηνεύσουν την πραγματικότητα, πάλι επικαλούνται έναν έσχατο λόγο για να στηρίξουν την όποια απόφανση τους, έστω κι αν αυτός είναι η απουσία λόγου. Η λογική του ανθρώπου δεν μπορεί να λειτουργήσει ερμηνευτικά χωρίς να αναφέρεται σε Αυτό, όποιο όνομα κι αν του δίνει. Ανάλογα πώς το αντιλαμβάνεται κάθε φορά και τι πιστεύει για Αυτό, συγκροτεί μια γενική θεωρία, βάσει της οποίας ερμηνεύει συστηματικά και πράττει ειδικά. Αν ερμηνεύει και πράττει λάθος, τότε η καταγωγή του λάθους πρέπει να αναζητηθεί στη λανθασμένη αναφορά του σε Αυτό. Εφόσον η αναφορά σε Αυτό είναι φυσική τάση του ανθρώπου δεν μπορεί να λανθάνει η ίδια αυτή καθ’ αυτή. Το λάθος πρέπει να συμβαίνει όταν ο άνθρωπος δεν αναφέρεται σε Αυτό καθαρά για να αναφερθεί σε Αυτό, όπως τον οδηγεί η φύση του, αλλά για κάποιον άλλο λόγο, όπως το να αποσπάσει από Αυτό κάποια χρησιμοθηρική γνώση (επιστημονική προσέγγιση) ή μια κατευναστική ηθική (θρησκευτική προσέγγιση). Ο κόσμος που κατασκευάζει ο άνθρωπος αναφερόμενος τεχνικά και τεχνητά σε Αυτό, μπορεί να καλύπτει κάποιες ανάγκες του και να τον εφησυχάζει προσωρινά, όμως μένει μόνιμα ελλιπής, μιας και δεν τον ολοκληρώνει, αφού αφήνει ανικανοποίητη τη φυσική του ανάγκη να αναφερθεί καθαρά σε Αυτό, όσο κι αν την εφησυχάζει με υποκατάστατα. Όταν η αναφορά του σε Αυτό ικανοποιηθεί καθαρά αυτή καθ’ αυτή και συμμετάσχει ακέραια στη διαμόρφωση του κόσμου του, τότε θα μπορέσει ο άνθρωπος να ησυχάσει και να εκ-πληρωθεί. Όσο θα ζούμε σε έναν κόσμο που δεν μας συμπεριλαμβάνει ακέραια ως πλήρεις οντότητες, αφήνοντας κάτι δικό μας από έξω ανένταχτο κι ανέκφραστο, βουβό και μόνο, δεν θα μπορούμε να ταυτιστούμε με αυτόν, ούτε και να ησυχάσουμε
Υπάρχει «κάτι» πέρα από τον καθένα μας, κάποιο κριτήριο υπεράνω όλων μας, στο οποίο μπορούμε και πρέπει να στραφούμε για να προσανατολίσουμε τις κρίσεις και τις πράξεις μας βάσει του υπέρτατου νόμου και κανόνα του για να ευδοκιμήσουμε στη ζωή. Χωρίς αυτό προχωρούμε στα τυφλά, μαθαίνοντας ό,τι μαθαίνουμε μόνο από τα λάθη μας, τα οποία μπορεί κάποια στιγμή να αποβούν μοιραία αποκλείοντας μας από κάθε εκ των υστέρων γνώση. Με αυτό το «κάτι πέρα από τον καθένα μας» αναφερόμαστε σε αυτό που δεν αρχίζει και τελειώνει με εμάς, αλλά προηγείται και έπεται από εμάς. Είναι αυτό που μας υπερβαίνει και μας εμπεριέχει, αποτελώντας τον καταγωγικό νόμο, που πρέπει να σεβαστούμε, όπως και τον προαγωγικό κανόνα, που μπορούμε να έχουμε οδηγό για να μην πηγαίνουμε στα τυφλά. «Αυτό το κάτι» είναι ο λόγος για τον οποίο υπάρχουμε. Είναι το ύστατο «γιατί» στο οποίο καταλήγουν όλες οι ερωτήσεις μας και μένουν αναπάντητες, αφήνοντάς το να αιωρείται υπεράνω όλων των απαντήσεων μας, σαν το ανυπέρβλητο μας ερωτηματικό.
Ακόμη κι αν μπορέσουμε να βρούμε κάποτε το πώς έγινε το κάθε τι, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να μάθουμε το γιατί έγινε, διότι η απάντηση αυτού του «γιατί» μάς περιλαμβάνει. Είμαστε μέσα της και δεν μπορούμε να τη διακρίνουμε έξω από εμάς. Ο λόγος της ύπαρξης μας υπάρχει μέσα μας, είναι ένα και ταυτό με εμάς. Μπροστά του δεν έχουμε κανενός είδους καθρέπτη να μας δούμε, αφού η δυνατότητα του αντικαθρεφτίσματος που μας δίνει ο λόγος, έχει τον ίδιο λόγο ύπαρξης με τον λόγο της ύπαρξης μας. Εδώ, δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την έλλογη αντανάκλαση των πραγμάτων μέσα μας με τα είδωλα των λέξεων τους, ώστε να καταφέρουμε να δούμε εμάς και μαζί τον ίδιο τον καθρέφτη, δηλαδή τον λόγο του λόγου μας.
Τον απώτατο, ύστατο και δημιουργό λόγο όλων των λόγων ύπαρξης του κάθε τι, άρα και του δικού μας λογικού, δεν μπορούμε να τον διακρίνουμε διότι προηγείται από εμάς και τη νόηση μας, που δεν είναι παρά δημιούργημα του. Μπορούμε, όμως, να τον προϋποθέσουμε, αφού αυτός είναι η προϋπόθεση της ύπαρξης μας, όπως και να υποθέσουμε τον τρόπο που εκδηλώνεται στα πράγματα, φανερώνεται στα φαινόμενα και υπάρχει σαν «γιατί» μέσα στο «πώς», το «ποιό» και «πόσο» του κάθε τι. Σύμφωνα με τις υποθέσεις του τρόπου του, μπορούμε να κινηθούμε μες το σκοτάδι της άγνοιάς μας, χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα να χτυπάμε το κεφάλι στις συνέπειες των λαθών μας για να μαθαίνουμε.
Κάτι που δεν μπορούμε να το ξέρουμε δεν μπορούμε βέβαια και να το ονομάσουμε. Κάθε όνομα που έχει δοθεί σε «αυτό το κάτι», μόνο μεταφορικά μπορεί να γίνει δεκτό. Όσοι χρησιμοποιούν λέξεις, εκφράσεις, διατυπώσεις και αφηγήσεις πιστεύοντας ότι αναφέρονται κυριολεκτικά σε «αυτό το κάτι», (κι όχι υπαινικτικά μέσω μεταφορών, θρησκευτικών ή λογικών), αυταπατώνται ή εξαπατούν, επιχειρώντας μάταια να ιδιοποιηθούν αυτό στο οποίο ανήκουν.
Δεν μπορεί να δοθεί συγκεκριμένο όνομα με ορισμένο περιεχόμενο σε «αυτό» το οποίο είναι ο όρος και η προϋπόθεση κάθε ονόματος και οποιασδήποτε ονοματοθεσίας. Μπορεί μόνο να του γίνει έμμεση αναφορά και υπαινιγμός με λέξεις όσο πιο γενικές και ουδέτερες γίνεται. Ουδέτερες από κάθε περιεχόμενο και χαρακτηρισμό, που κάποιες γενικές λέξεις έχουν αποκτήσει με τη χρήση χάνοντας τη γενικότητα τους. Γι’ αυτό, θα αποφύγουμε τη λέξη «θεός», όχι μόνο επειδή είναι αρσενικού γένους στα ελληνικά, οπότε δεν είναι ουδέτερη γραμματικά, αλλά και διότι είναι μυθοποιημένη από τη θρησκευτική της χρήση. Παρόλο που σαν λέξη σημαίνει για όλους «αυτό το κάτι», όταν την αναφέρουμε παίρνει αμέσως περιεχόμενο ανάλογα με τη θρησκευτική θέση ή αντίθεση του καθένα. Είναι προσδιορισμένη ιστορικά, διότι ακόμη και όταν την αρνούμαστε, αρνούμαστε την ιστορία της· αυτό τη σημαδεύει και τη χαρακτηρίζει καθιστώντας την μεροληπτική κι όχι γενική και ουδέτερη, όπως πρέπει.
Η λέξη Λόγος, (με λάμδα κεφαλαίο, σαν λόγος του λόγου), είναι μεν κατάλληλα γενική, αφού αναφέρεται στον λόγο ύπαρξης τού κάθε τι, δεν είναι όμως γραμματικά ουδέτερη στα ελληνικά (είναι αρσενικού γένους), και επιπλέον έχει χαρακτηριστεί από την ακαδημαϊκή χρήση της. Παρά αυτές τις επιφυλάξεις θα τη χρησιμοποιούμε, διότι έχει κάποιες συνδηλώσεις (στα ελληνικά) που ταιριάζουν αν θέλουμε να αναφερθούμε σε «αυτό το κάτι» σαν αιτία, λόγο και πρωταρχικό ερώτημα της ύπαρξης μας. Άλλες γενικές και ουδέτερες λέξεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά περίσταση είναι το «Όλον» ή «Άπαν» ή «Σύμπαν», το «Είναι» ή το «Ον», το «Απόλυτο», το «Αιώνιο» ή «Αέναο», και άλλες, που αναφέρονται σ’ «αυτό» χωρίς τη ματαιοδοξία να το ονομάσουν κυριολεκτικά, αλλά μάλλον να το υπαινιχθούν μέσα από έννοιες ταυτόσημες του. Τις λέξεις που άπτονται «αυτού», τις γράφουμε με αρχικά κεφαλαία, τόσο για να τις διακρίνουμε από την «καθημερινή» χρήση τους, όπου αυτές αναφέρονται σε κάτι επιμέρους (και γράφονται με μικρό αρχικό), όσο και για να δείξουμε την αναβάθμιση που επιφέρουν στο επιμέρους ανάγοντας το στο απόλυτο της καταγωγής του (π.χ. ο λόγος του λόγου είναι ο Λόγος, το όλον όλων είναι το Όλον, το είναι του είναι ανα-κεφαλαιώνεται σε Είναι, κλπ).
Η καταλληλότερη λέξη για «αυτό» είναι η λέξη Αυτό. Είναι ουδέτερη από περιεχόμενο, γένος και ιστορία. Είναι γενική, αφού κάθε τι μπορεί να υποδειχθεί σαν «αυτό», και επιπλέον, φέρει κατάλληλες συνδηλώσεις. Αναδεικνύει την ερωτηματική φύση του λογικού μας, διότι όταν την εκφέρουμε μόνη της και λέμε «Αυτό», προκαλεί αυθόρμητα την ερώτηση «ποιο αυτό;». Υποδεικνύει προσανατολισμό, αφού λέγοντας «Αυτό», είναι σαν να δείχνουμε προς τα κάπου και να λέμε «δες, αυτό είναι». Επίσης, μας δίνει τη διαβεβαίωση που χρειαζόμαστε, όταν τη λέμε κατηγορηματικά σαν «Αυτό!», υπογραμμίζοντας ότι «Αυτό είναι και τίποτε άλλο», «Αυτό» το μόνο στο οποίο μπορούμε και πρέπει να βασιστούμε.
Η αναφορά σε Αυτό είναι αναπόσπαστο στοιχείο της φύσης του ανθρώπου, όπως φαίνεται τόσο στις θρησκείες και στις κοσμοθεωρίες που έχει επινοήσει για να το προσεγγίσει, όσο και στην ίδια τη λειτουργία του λογικού του, που με τη φυσική ανάπτυξη της σαν ερωτηματοθεσία καταλήγει σε Αυτό, την απώτατη αιτία όλων των αποτελεσμάτων και το ύστατο αποτέλεσμα όλων των αιτιών. Η καταληκτική αναφορά σε Αυτό όλων των ερμηνευτικών υποσυστημάτων είναι λογική συνέπεια της ύπαρξης μας και συνέπεια της λογικής ύπαρξης μας. Ακόμη και όταν κάποιες ερμηνείες καταλήγουν στην ανυπαρξία λογικής ή τον παραλογισμό για να ερμηνεύσουν ή να μην ερμηνεύσουν την πραγματικότητα, πάλι επικαλούνται έναν έσχατο λόγο για να στηρίξουν την όποια απόφανση τους, έστω κι αν αυτός είναι η απουσία λόγου. Η λογική του ανθρώπου δεν μπορεί να λειτουργήσει ερμηνευτικά χωρίς να αναφέρεται σε Αυτό, όποιο όνομα κι αν του δίνει. Ανάλογα πώς το αντιλαμβάνεται κάθε φορά και τι πιστεύει για Αυτό, συγκροτεί μια γενική θεωρία, βάσει της οποίας ερμηνεύει συστηματικά και πράττει ειδικά. Αν ερμηνεύει και πράττει λάθος, τότε η καταγωγή του λάθους πρέπει να αναζητηθεί στη λανθασμένη αναφορά του σε Αυτό. Εφόσον η αναφορά σε Αυτό είναι φυσική τάση του ανθρώπου δεν μπορεί να λανθάνει η ίδια αυτή καθ’ αυτή. Το λάθος πρέπει να συμβαίνει όταν ο άνθρωπος δεν αναφέρεται σε Αυτό καθαρά για να αναφερθεί σε Αυτό, όπως τον οδηγεί η φύση του, αλλά για κάποιον άλλο λόγο, όπως το να αποσπάσει από Αυτό κάποια χρησιμοθηρική γνώση (επιστημονική προσέγγιση) ή μια κατευναστική ηθική (θρησκευτική προσέγγιση). Ο κόσμος που κατασκευάζει ο άνθρωπος αναφερόμενος τεχνικά και τεχνητά σε Αυτό, μπορεί να καλύπτει κάποιες ανάγκες του και να τον εφησυχάζει προσωρινά, όμως μένει μόνιμα ελλιπής, μιας και δεν τον ολοκληρώνει, αφού αφήνει ανικανοποίητη τη φυσική του ανάγκη να αναφερθεί καθαρά σε Αυτό, όσο κι αν την εφησυχάζει με υποκατάστατα. Όταν η αναφορά του σε Αυτό ικανοποιηθεί καθαρά αυτή καθ’ αυτή και συμμετάσχει ακέραια στη διαμόρφωση του κόσμου του, τότε θα μπορέσει ο άνθρωπος να ησυχάσει και να εκ-πληρωθεί. Όσο θα ζούμε σε έναν κόσμο που δεν μας συμπεριλαμβάνει ακέραια ως πλήρεις οντότητες, αφήνοντας κάτι δικό μας από έξω ανένταχτο κι ανέκφραστο, βουβό και μόνο, δεν θα μπορούμε να ταυτιστούμε με αυτόν, ούτε και να ησυχάσουμε