Friday, August 11, 2006

[9]

Η ψυχή είναι η υπέρτατη ενότητα, που μας δίνει τη ζωή ενώνοντας μας άμεσα με Αυτό, την πηγή των πάντων. Ως η καθοριστική ενότητα της ζωής, δεν είναι απλά μια μηχανική σύνθεση των μερών που μας απαρτίζουν σαν ζώντες οργανισμούς, αλλά αποτελεί την πεμπτουσία της ένωσης τους, τον λόγο για τον οποίο συντίθενται και το αποτέλεσμα αυτής της σύνθεσης. Η κατάρρευση των κομβικών σημείων της σύνθεσης μας, όπως των ζωτικών μας οργάνων, προκαλεί απώλεια της ενότητας, δηλαδή της ψυχής και επιφέρει τον θάνατο, ως τον οριστικό χωρισμό. Πεθαίνοντας το άτομο διαχωρίζεται οριστικά εις τα εξ ων συνετέθει. Το άυλο μέρος του, που αποτελεί το πνεύμα του, εκπνέει, ενώ, το υλικό, που αποτελεί το σώμα του, αποσαθρούται.

Το πνεύμα μας αποτελείται από τον λόγο (λειτουργικό σύστημα του νου μας) και τη θεωρία (προϊόν της λειτουργίας του νοητικού μας συστήματος). Ο λόγος, σαν λειτουργικό σύστημα, είναι κοινός σε όλους τους ανθρώπους. Η θεωρία διαφοροποιείται στον καθένα χωριστά, ανάλογα με το πώς συνειδητοποιεί και συσχετίζει τα διάφορα ερεθίσματα που δέχεται όσο ζει. Λόγος και θεωρία μαζί διαμορφώνουν στο σύνολο τους το πνεύμα, το άυλο μέρος του ανθρώπου, που χαρακτηρίζει κάθε άτομο χωριστά, δίνοντας του τη ξεχωριστή του προσωπικότητα, η οποία εκπνέει με τον θάνατο του. Το πνεύμα είναι κατά βάση προϊόν του εγκεφάλου, όπου εδράζει ο νους. Βασίζεται, λοιπόν, σε κάτι υλικό για να υπάρχει. Δεν υφίσταται άνευ της υλικής υποδομής του και γι’ αυτό δεν μπορεί να μετακομίζει κάπου αλλού, όταν η υλική μας υπόσταση διαλύεται και αποσαθρούται. Απλά, παύει να υπάρχει.

Η ψυχή, όντας η ζωογόνος ενότητα, παύει να υπάρχει, φυσικά, στο άτομο, μόλις επέρχεται ο οριστικός χωρισμός του κι αρχίζει ακαριαία η αποσύνθεση του. Όμως, η ψυχή παύει μόνο κατ’ άτομο, όταν δεν εκδηλώνεται πια εντός του σαν ενότητα και το άτομο διαλύεται· συνεχίζει να υπάρχει πέραν του συγκεκριμένου ατόμου, ως ψυχή, όπως συνεχίζει να υπάρχει και ζωή μετά τον θάνατο κάποιου. Η ψυχή, όπως και η ζωή, δεν αποτελούν ατομικά χαρακτηριστικά. Η ψυχή υπερέχει του ατόμου εκ της γενικότητας της, η οποία περιέχει το άτομο και όχι το άτομο αυτήν, για αυτό δεν πεθαίνει ποτέ μαζί του. Αυτή η υπερατομική αιωνιότητα της ψυχής έχει δημιουργήσει την παρεξήγηση της αθανασίας τής ατομικής ψυχής. Αυτό που είναι αθάνατο είναι η ψυχή αυτή καθαυτή, διότι όντας το άκρο αντίθετο του θανάτου δεν μπορεί να τον εμπεριέχει, άρα είναι α-θάνατη. Με άλλα λόγια, η ψυχή είναι μια γενική ιδιότητα που χαρακτηρίζει τη ζωή κι όχι ιδιοκτησία κανενός για να την πάρει μαζί του φεύγοντας από τη ζωή. Ως καθαρά γενική, είναι άμεση ιδιότητα Αυτού, του Γένους όλων, στη γενικότητα του οποίου ανήκει το κάθε τι, που αν υπάρχει σαν κάτι ξεχωριστό υπάρχει εξ’ Αυτού και δι΄ Αυτό, γι’ αυτό, για αυτόν τον λόγο.

Η ψυχή και Αυτό είναι ένα και ταυτό, αφού Αυτό όντας ο λόγος όλων είναι και λόγος της ψυχής, που όντας λόγος της ζωής, είναι ένα και ταυτό με Αυτό, στο οποίο οφείλεται η ζωή, όπως και κάθε τι. Αυτή η ταυτολογία και άλλες ανάλογες της (όπως Λόγου και Αυτού, Αυτού και Είναι, κλπ.) είναι ασύλληπτη για εμάς, λόγω του οντολογικού έτερο-καθορισμού μας. Παρόλα αυτά, μπορούμε λογικά να την υποθέσουμε, αφού ό,τι δεν σχετίζεται με κάτι άλλο για να υπάρξει, αλλά υπάρχει καθαρά αφ΄ εαυτό, ως απόλυτο, είναι ταυτόσημο με Αυτό, το μόνο πλήρες αυτό καθ’ αυτό, άρα του αρμόζει η ταυτολογία. Η ψυχή δεν σχετίζεται, ούτε ενώνεται με κάτι έτερο για να υπάρξει, αλλά είναι η ίδια η καθαρή σχέση της ενότητας. Όντας έννοια απόλυτη και καθαρή ταυτίζεται με Αυτό, όπως και κάθε απόλυτη έννοια που δεν επιμερίζεται. Ό,τι δεν αποτελεί μέρος κάποιου πράγματος, αλλά συνιστά όλον και ολότητα από μόνο του, είναι ένα και ταυτό με Αυτό, που είναι το Όλον.

Όπως Αυτό είναι παντού ίδιο και δεν επιμερίζεται, ούτε διασπάται, έτσι και η ψυχή είναι ίδια σε όλους μας. Ως πάντα ίδια, είναι αναλλοίωτη στα χρόνια. Δεν γερνάει μαζί τους, αλλά σαν ένα γυαλιστερό τόπι τούς ξεγλιστράει και αιωρείται ανάμεσα μας όποια ηλικία και να έχουμε, κάνοντας μας όλους σαν ένα αιώνιο παιδί που πηδάει μαγεμένο να πιάσει το άπιαστο τόπι της. Η ψυχή παίζοντας ανάμεσα μας, μας ενώνει όλους στο ίδιο παιχνίδι συνέχοντας τον ένα με τον άλλο και περνώντας από τον ένα στο άλλον με την ένωση του αρσενικού και του θηλυκού και με τη γέννηση μιας νέας ζωής.
Η ψυχή, όντας ενότητα των μερών σε ένα μοναδικό και ενιαίο όλον, παίζει τον ρόλο Αυτού εντός μας, συμπληρώνοντας κάθε κενό, απ-ουσία και διαχωρισμό μας με δυσφορία, και επιβραβεύοντας κάθε κίνηση ενότητας, εκπλήρωσης και συν-ουσίας μας με ευφορία. Διότι, η ψυχή είναι μεν άπιαστη και ασύλληπτη στην ουσία της, όπως Αυτό, αλλά όπως κι Αυτό, έχει τον τρόπο να παρουσιάζεται σε εμάς, που είναι το συναίσθημα.

Το συναίσθημα, ως ψυχική έκφραση, δεν εδράζει αποκλειστικά στην καρδιά ή τον εγκέφαλο ή αλλού, αλλά σε όλα αυτά μαζί, αφού σαν έκφραση ενότητας βρίσκεται ανάμεσα τους και τα συνέχει. Εισακούοντας τα συναισθήματα μας ειδοποιούμαστε για το πως να ρυθμίσουμε τις κινήσεις μας, ώστε να συμβαδίζουν με την φορά της ζωής μας, όπως την εντέλλει Αυτό μέσω της ψυχής μας. Αν κωφεύουμε στα συναισθήματα μας, μη υπακούοντας στις εντολές τους, από κάποιο τραυματικό ψυχαναγκασμό, ή μη εκφράζοντας τα, από κάποιο εξωτερικό εξαναγκασμό, τότε, αυτά αντιδρούν ανάλογα με την πίεση που δέχονται. Άλλοτε πλημμυρίζουν και μας πνίγουν σε μια αδιέξοδη θλίψη (κατάθλιψη) ή σε μια βασανιστική υπερδιέγερση (μανία). Άλλοτε κλιμακώνονται σε εσωτερική κραυγή, που αν δεν την εκφράσουμε εκρήγνυται διαλύοντας το λογικό μας (παράνοια ή σχιζοφρένεια). Γενικά, όσα ονομάζουμε ψυχολογικά προβλήματα δεν είναι παρά οξείς ενοχλήσεις της ψυχής, σαν ενότητας, από διαχωριστικές πράξεις και διασπαστικά βιώματα μας. Ενοχλήσεις που δεν τις εισακούσαμε και δεν τις σχετίσαμε, μέσω της συνείδησης, με τον λόγο μας, ώστε να τις δώσουμε έκφραση και διέξοδο.

Το βασικό δίπολο συν και πλην της κίνησης μας είναι ευθέως ανάλογο με το ευ- και δυσ- των διπολικών αισθημάτων της ψυχής μας (ευ-φορίας και δυσ-φορίας, ευ-αρέσκειας και δυσ-αρέσκειας, ευ-τυχίας και δυσ-τυχίας), που μας δίνουν το παράγγελμα «εν-δυο» για τον σωστό βηματισμό μας στη ζωή. Η δυσφορία μάς δείχνει ότι κάτι δεν πάει καλά και πρέπει να απομακρυνθούμε από εκεί που βρισκόμαστε. Η ευφορία συγχαίρει τη σωστή μας πορεία προωθώντας μας σε αυτήν. Με αυτόν τον τρόπο, η ψυχή συνδράμει στις αποφάσεις μας, ώστε να μας οδηγούν στη σωστή κατεύθυνση. Γι’ αυτό, αν και πρέπει να ακολουθούμε άφοβα τη λογική στις έσχατες συνέπειες της, για να συναντηθούμε με τον Λόγο Αυτού, δεν πρέπει να το κάνουμε χωρίς συναίσθημα, αλλά με μέτρο ακριβώς το συναίσθημα, όπως μας το υποδεικνύει η ψυχή μας. Η λογική μάς φέρνει σε επαφή με τον Λόγο και το συναίσθημα με τη ψυχή, οπότε, ακολουθώντας τόσο τη λογική όσο και το συναίσθημα, τείνουμε στην ολοκλήρωση μας εν Αυτώ, όπου ψυχή και Λόγος είναι ένα και ταυτό.

Η ψυχή όντας ενότητα παρακινεί τα δύο κάθετα υποστασιακά μας σκέλη, το υλικό και το άυλο, σε οριζόντια αλληλουχία για τον ισόρροπο βηματισμό μας προς την ολοκλήρωση. Η δισυπόστατη ύπαρξη μας, (όπως φαίνεται στα δυαδικά ζεύγη λογικής και συναισθήματος, σώματος και πνεύματος, θεωρίας και πράξης, κλπ.), τείνει με την ενοποίηση της, μέσω της ψυχής, προς κάτι τρίτο και ενιαίο πέραν του υποστασιακού δυισμού της. Η ενωτική τάση της ψυχής ωθεί σε αλληλουχία τα δυαδικά μας στοιχεία, που αλληλεχόμενα μάς κινούν προς τα κάπου· αυτό είναι κάτι το τρίτο, το οποίο εκτός από αποτέλεσμα της συν-κίνησης των δύο μερών, είναι συνάμα και αιτία της κίνησης τους, αποτελώντας το διαρκές ζητούμενο κάθε σχέσης ανάμεσα σε δύο μέρη. Η δυναμική τριαδικότητα που συστήνεται ανάμεσα στο σώμα και το πνεύμα, το υλικό και το άυλο, με την ώθηση της ψυχής κινεί κάθε τι διττό σε αλληλουχία και το κατευθύνει στην ενωτική του υπέρβαση προς κάτι πέραν αυτού, κάτι το τρίτο.

Η διαρκής αναφορά στο τρίτο σηματοδοτεί ένα σταθερό σημείο πέρα από εμάς, πέρα από το εγώ και το εσύ, οδηγώντας μας προς κάτι άλλο, προς αυτό στο οποίο μας παρακινεί το γίγνεσθαι μας. Χωρίς αυτό και τη δυναμική του παγιδευόμαστε σε μια άγονη αντιπαράθεση με την πραγματικότητα που ζούμε, βιώνοντας σπαραχτικά τον δυισμό της, ενώ, αντίθετα, το γίγνεσθαι μας με τη διαρκή αναφορά του στο τρίτο, μας εισάγει στην ασύλληπτη τριαδικότητα Αυτού, που είναι πέρα από εμάς (οι οποίοι είμαστε, ας πούμε, το ένα) και την πραγματικότητα μας (το δύο), το οποίο, όμως, μας εμπεριέχει (ως τρίτο, αλλά και ως ένα συν δύο).

1 comment:

Busy said...

Αουντουαντάρια